Bιβλιογραφική
ενημέρωση...

 

Επιμέλεια: X. Mπακούλα, Κ. Αθανασάκη

Υψηλή αρτηριακή πίεση και μειωμένη γνωστική ικανότητα σε παιδιά σχολικής
ηλικίας και εφήβους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Lande B, Kaczorowski J M, Auinger P, Schwartz GJ et al.
The Journal of Pediatrics 2003, 143:720-4

Β. Μπενέτου

Στόχος της μελέτης αυτής ήταν η διερεύνηση της ύπαρξης συσχέτισης μεταξύ της υψηλής αρτηριακής πίεσης και της εγκεφαλικής λειτουργίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένες νοητικές ικανότητες, στα παιδιά και τους εφήβους.
Σε έρευνες που έγιναν σε ενήλικες έχει βρεθεί ότι η υπέρταση σχετίζεται με ήπιες διαταραχές της εγκεφαλικής λειτουργίας, όπως η μειωμένη ικανότητα προσοχής, συγκέντρωσης, μνήμης και αφηρημένης σκέψης. Στις έρευνες αυτές, οι διαταραχές της εγκεφαλικής λειτουργίας εκτιμήθηκαν αξιόπιστα, με τη χρήση νευροψυχολογικών δοκιμασιών.
Η μελέτη αυτή προέρχεται από τη γνωστή έρευνα "The National Health and Nutrition Examination Survey" (NHANES III), που διεξάγεται από το National Center for Health Statistics of the Centers for Disease Control and Prevention, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του αμερικανικού πληθυσμού, με τη μέθοδο της πολυσταδιακής πολυστρωματικής δειγματοληψίας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Η συλλογή των πληροφοριών έγινε σε δύο φάσεις. Στην 1η φάση συλλέχθηκαν στοιχεία για το κοινωνικο-δημογραφικό και ιατρικό ιστορικό, στην κατοικία του συμμετέχοντος, με τη μορφή συνέντευξης από ειδικά εκπαιδευμένους συνεντευκτές, ενώ στη 2η φάση, έγινε φυσική εξέταση, αιμοληψία και διεξαγωγή ειδικών αναπτυξιακών δοκιμασιών, σε ειδικό εξεταστικό κέντρο.
Η καταγραφή της αρτηριακής πίεσης έγινε από εκπαιδευμένο προσωπικό, με προτυπωμένο τρόπο μέτρησης και με τη χρήση υδραργυρικού μανομέτρου. Διενεργήθηκαν 3 μετρήσεις συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης, ενώ ως τελική μέτρηση θεωρήθηκε η μέση τιμή των δύο τελευταίων.
Η εκτίμηση της νοητικής λειτουργίας των παιδιών και των εφήβων έγινε με τη χρησιμοποίηση τμημάτων (υπο-τεστ) του Wechler Intelligence Scale for Children, Revised (WISC-R) και του Wide Range Achievement Test, Revised (WRAT-R). Τα υπο-τεστ αυτά ήταν: το block design (τμήμα του WISC-R), το digit span (τμήμα του WISC-R), το αριθμητικό (τμήμα του WRAT-R) και της ανάγνωσης (τμήμα του WRAT-R). Συγκεκριμένα, το block design εκτιμάει τις κινητικές και κατασκευαστικές ικανότητες και το digit span τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, προσοχή και συγκέντρωση του εξεταζόμενου ατόμου. Τα τεστ αυτά διεξήχθησαν με την ίδια σειρά σε όλα τα άτομα, ενώ το score του κάθε υποτ-εστ προέκυψε συγκρινόμενο με το μέσο όρο της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας, στην οποία ανήκε κάθε ερωτώμενος.
Υλικό της μελέτης αποτέλεσαν 5.100 παιδιά, ηλικίας 6-16 ετών. Για το σκοπό της στατιστικής ανάλυσης, τα άτομα της μελέτης διακρίθηκαν σε δύο ομάδες: στην ομάδα με αυξημένη αρτηριακή πίεση (μεγαλύτερη ή ίση του 90ου εκατοστημορίου) και στην ομάδα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση (μικρότερη του 90ου εκατοστημορίου). Έγιναν τόσο διπαραγοντικές, όσο και πολυπαραγοντικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο ομάδων. Στις τελευταίες χρησιμοποιήθηκαν ως εξαρτημένη μεταβλητή τα score των 4 τεστ γνωστικής ικανότητας και ως ανεξάρτητη, η υψηλή αρτηριακή πίεση. Οι συγχυτικοί παράγοντες, που ελήφθησαν υπόψη, ήταν το φύλο, η φυλή, το επίπεδο εκπαίδευσης γονέων, το οικονομικό επίπεδο, η χρήση φαρμάκων, η κατάσταση υγείας, ο δείκτης μάζας σώματος και ο αρτηριακός σφυγμός.
Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι ποσοστό ίσο με το 3,4% και 2% των παιδιών εμφάνιζε συστολική αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη ή ίση του 90ου και του 95ου εκατοστημορίου, αντίστοιχα. Επίσης, ποσοστό ίσο με το 1,6% των παιδιών εμφάνιζε διαστολική αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη του 90ου εκατοστημορίου.
Τα παιδιά με υψηλή συστολική αρτηριακή πίεση (όπως ορίσθηκε παραπάνω) παρουσίαζαν χαμηλότερο score στο digit span υπο-τεστ (p-value=0.032), σε σχέση με τα παιδιά με φυσιολογική συστολική αρτηριακή πίεση. Η σχέση αυτή φαίνεται ακόμα ισχυρότερη στα παιδιά με συστολική αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη του 95ου εκατοστημορίου. Η υψηλή διαστολική αρτηριακή πίεση δεν βρέθηκε να συσχετίζεται με χαμηλότερα score στα χρησιμοποιούμενα tests.
Συμπερασματικά, τα ευρήματα της μελέτης αυτής υποδεικνύουν ότι τα παιδιά με αυξημένη συστολική αρτηριακή πίεση παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πρώιμων διαταραχών της εγκεφαλικής λειτουργίας, όπως αυτή εκφράζεται από τη μειωμένη επίδοσή τους στην ικανότητα προσοχής, συγκέντρωσης και μνήμης, όπως αυτές καταγράφονται στο digit span υπο-τεστ.
Στα μειονεκτήματα της έρευνας συγκαταλέγονται η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης σε μία στιγμή στο χρόνο, που δεν τεκμηριώνει διάγνωση υψηλής αρτηριακής πίεσης, καθώς και η χρησιμοποίηση μικρού αριθμού νευροψυχολογικών δοκιμασιών, που πιθανόν αν είχαν διευρυνθεί, να είχαν εντοπίσει περισσότερες διαταραχές της εγκεφαλικής λειτουργίας.
Ωστόσο, η έρευνα αυτή θέτει τις βάσεις για την τεκμηρίωση της υπόθεσης ότι πρώιμες παθολογικές βλάβες στον εγκέφαλο εμφανίζονται ήδη από την παιδική και εφηβική ηλικία, σε παιδιά και εφήβους με υψηλή αρτηριακή πίεση. Μέτρα πρόληψης και θεραπείας της αρτηριακής υπέρτασης στην παιδική και εφηβική ηλικία πιθανόν να ελαττώσουν προβλήματα συγκέντρωσης, προσοχής και μνήμης, επηρεάζοντας θετικά και τη σχολική τους επίδοση.

Μελέτη για την πρόληψη της αλλεργίας στα παιδιά στην Ευρώπη (SPACE): Αλλεργική ευαισθητοποίηση στον πρώτο χρόνο της ζωής σε μία ελεγχόμενη κλινική μελέτη με αποφυγή αλλεργιογόνων από τη γέννηση

Halmerbauer G, Gartner Chr, Schierl M, Arshad H, Dean T, Koller D Y, Karmaus W, Kuehr J, Forster Joh, Urbanek R, Th. Frischer and the SPACE Collaborative Study Team.
Pediatric Allergy and Immunology Feb 2003, 14:10-17

Στόχος της μελέτης αυτής ήταν η ανεύρεση δυνατότητας μείωσης του βαθμού ευαισθητοποίησης και της συχνότητας εμφάνισης αλλεργικών συμπτωμάτων στη βρεφική ηλικία, μέσω της χρησιμοποίησης απλών και εύκολα εφαρμόσιμων προληπτικών μέτρων αποφυγής εισπνεόμενων και τροφικών αλλεργιογόνων από τη γέννηση.
Η έρευνα SPACE αποτελεί πολυκεντρική τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη, που διεξάγεται σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Γερμανία, Μ. Βρετανία, Ελλάδα και η Λιθουανία). Ο πληθυσμός της μελέτης περιλαμβάνει 696 νεογνά, προερχόμενα από το γενικό πληθυσμό, με θετικό οικογενειακό ιστορικό αλλεργίας. Οι μητέρες των παιδιών αυτών επιλέχθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια των τακτικών επισκέψεών τους σε μαιευτικές κλινικές στην εγκυμοσύνη, είτε κατά την παραμονή τους σε παιδιατρικά τμήματα μαιευτικών κλινικών μετά τη γέννηση των παιδιών τους, κατά το χρονικό διάστημα Απρίλιος 1997 - Ιούνιος 1999. Για την εισαγωγή τους στην έρευνα έπρεπε να υπάρχει ιστορικό αλλεργίας (αλλεργική ρινίτις, βρογχικό άσθμα, έκζεμα, ορονοσία) και αποδεδειγμένη με ειδικά test αλλεργία στον ένα ή και τους δύο γονείς.
Τα νεογνά χωρίστηκαν στις δύο ομάδες (παρέμβασης και ελέγχου) με τη μέθοδο της τυχαιοποίησης. Πριν την έναρξη της έρευνας, δόθηκαν γραπτές και προφορικές οδηγίες των προληπτικών μέτρων στις δύο συγκρινόμενες ομάδες.
Για την ομάδα παρέμβασης, τα προληπτικά μέτρα όσο αφορά στη διατροφή, ήταν ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός τουλάχιστον για 3 μήνες, η εισαγωγή στερεών τροφών, σταδιακά μετά τον 6ο μήνα, και η έναρξη αυγού, ψαριού και φρέσκου γάλατος μετά το 1ο έτος. Όσον αφορά στο περιβάλλον, συνεστήθη η χρησιμοποίηση στρωμάτων καλυμμένων με ειδικά αντιαλλεργικά καλύμματα για προφύλαξη από τα ακάρεα, η απομάκρυνση χαλιών και μοκετών, το πλύσιμο κουρτινών, σκεπασμάτων και παιχνιδιών εβδομαδιαίως σε θερμοκρασία 55οC, ο καθημερινός αερισμός και καθαρισμός του δωματίου, ο καθαρισμός με ηλεκτρική σκούπα εβδομαδιαίως, η αποθήκευση των παιχνιδιών, των βιβλίων και των ρούχων σε ντουλάπες και η αποφυγή του καπνίσματος και των κατοικίδιων ζώων.
Για την ομάδα ελέγχου, τα προληπτικά μέτρα που συνεστήθησαν ήταν ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός για διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών, η εισαγωγή στερεών τροφών σταδιακά μετά τον 6ο μήνα ζωής και του φρέσκου γάλατος μετά το 1ο έτος, καθώς και η τήρηση των συνήθων κανόνων υγιεινής (σωστός αερισμός, αποφυγή καπνίσματος).
Στην ηλικία του 1 έτους, έγινε συλλογή πληροφοριών για την εμφάνιση αλλεργικών συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια των προηγουμένων μηνών, καθώς και μέτρηση της ευαισθητοποίησής τους σε συγκεκριμένα αλλεργιογόνα, μέσω του υπολογισμού ειδικής IgE ή δερματικών tests. Τα αλλεργιογόνα που ελέχθησαν ήταν τα εισπνεόμενα ακάρεα: Dermatophagoides pteronyssinus αλλεργιογόνα (Der p) και Dermatophagoides Farinae (Der F) και τα τροφικά: γάλα και αυγό.
Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι στην ηλικία του 1 έτους το ποσοστό του βαθμού ευαισθητοποίησης στα συγκεκριμένα αλλεργιογόνα (Der p, Der F, γάλα και αυγό) ήταν 6,21% στην ομάδα της παρέμβασης και 10,67% στην ομάδα ελέγχου. Η ευαισθητοποίηση στο άκαρι Der pteronyssinus έφτασε το ποσοστό 1,86% στην ομάδα παρέμβασης και 5% στην ομάδα ελέγχου. Παρατηρήθηκε τάση μείωσης της διάγνωσης αλλεργίας, καθώς τα ποσοστά ήταν 3,12% στην ομάδα παρέμβασης και 6% στην ομάδα ελέγχου (p=0,007). Συμπτώματα τροφικής δυσανεξίας (έμετοι, διάρροιες, οίδημα χειλέων, και παρατεταμένο κλάμα, μετά το φαγητό) εμφάνισαν 28,5% των παιδιών στην ομάδα παρέμβασης και 36,5% στην ομάδα ελέγχου. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην επίπτωση εμφάνισης της τροφικής αλλεργίας.
Οι ερευνητές της μελέτης συμπεραίνουν ότι σε νεογνά με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ατοπικών νοσημάτων, η χρήση ειδικών αντιαλλεργικών καλυμμάτων, καθώς και άλλων απλών παρεμβάσεων αποφυγής εισπνεόμενων αλλεργιογόνων (και συγκεκριμένα των ακάρεων), μπορεί να μειώσει το βαθμό ευαισθητοποίησης στα συγκεκριμένα αλλεργιογόνα κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής.
Επισημαίνουν ότι είναι απαραίτητη η περαιτέρω παρακολούθηση του πληθυσμού για την ανεύρεση μείωσης της επίπτωσης των αλλεργικών συμπτωμάτων και νοσημάτων με την αύξηση της ηλικίας.


 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα