ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ) και ποσοστό
παχυσαρκίας σε άτομα
της ευρύτερης περιοχής Αθηνών,
ηλικίας 0 - 18 ετών

Δ. Χιώτης
Ξ. Κρίκος
Γ. Τσίφτης
Μ. Χατζησυμεών
Μ. Μανιάτη-Χρηστίδη
Α. Δάκου-Βουτετάκη

Ενδοκρινολογική Μονάδα Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής
Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων "Αγία Σοφία"

Υποβλήθηκε: 20/5/2004


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παχυσαρκία έχει δυσμενείς βιολογικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που αφορούν όχι μόνο στους ενήλικες, αλλά και στα παιδιά και εφήβους. Η έγκαιρη αναγνώριση της παχυσαρκίας με στόχο την πρόληψη απαιτεί την οριοθέτηση των αναμενόμενων τιμών ΒΜΙ στις διάφορες ηλικίες, για μια συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. To στόχο αυτό υπηρετεί η παρούσα μελέτη. Μετρήθηκε το σωματικό βάρος και το ύψος και υπολογίστηκε το ΒΜΙ σε 10.925 άτομα, κατά τεκμήριο φυσιολογικά, ηλικίας 0 - 18 ετών που διαβιούν στην ευρύτερη περιοχή Αθηνών. Στο πληθυσμιακό αυτό δείγμα υπολογίστηκε και το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων με βάση τις προτάσεις της IOTF (International Obesity Task Force).
H μέση τιμή ΒΜΙ στις ηλικίες 1 - 18 ετών κυμάνθηκε από 14.77±2.7kg/m2 έως 23.9±4.1 στα αγόρια και από 14.73±2.66 έως 22.3kg/m2 στα κορίτσια.
Το ποσοστό των παχύσαρκων αγοριών ήταν σχεδόν ομοιόμορφο στις διάφορες ηλικιακές ομάδες, κυμαινόμενο από 9.17% έως 11.8%. Το ποσοστό των παχύσαρκων κοριτσιών ήταν 9.16% τον 1ο χρόνο ζωής και μετέπειτα κυμάνθηκε σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα, από 3.3% έως 3.6%. Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί.
(Δελτ Α΄ Παιδ Κλιν Πανεπ Αθηνών 2004, 51(2):139-154)

Λέξεις ευρετηριασμού: δείκτης μάζας σώματος, ΒΜΙ, παχυσαρκία, αυξημένο σωματικό βάρος.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παχυσαρκία έχει δυσμενείς βιολογικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, έκδηλες ήδη από την παιδική ηλικία. Η γενική εντύπωση που επικρατεί ότι η παχυσαρκία δεν αποτελεί νόσο, καθυστερεί τη λήψη μέτρων για τη θεραπεία ή την πρόληψη, τόσο εκ μέρους των παιδιάτρων, όσο και των γονέων, αλλά και της πολιτείας.
Μολονότι η διάγνωση της παχυσαρκίας μπορεί να γίνει μόνο με την επισκόπηση, είναι αναγκαίο, τόσο για επιδημιολογικές μελέτες, όσο και για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας θεραπευτικών παρεμβάσεων, να διατυπωθούν κριτήρια για την εκτίμησή της και μάλιστα διεθνώς εφαρμόσιμα.
Το γεγονός ότι έχουν κατά καιρούς προταθεί διάφορα κριτήρια εκτίμησης της παχυσαρκίας, καταδεικνύει τις δυσχέρειες έκφρασης του βαθμού απόκλισης του βάρους και κυρίως της λιπώδους μάζας από το φυσιολογικό, ιδιαίτερα στον διαρκώς μεταβαλλόμενο οργανισμό του παιδιού και του εφήβου.[1,2]
Η δυσχέρεια ορισμού της παχυσαρκίας, εν μέρει τουλάχιστον, οφείλεται στο γεγονός ότι οι έννοιες υπέρβαρο και παχύσαρκο δεν είναι συνώνυμες, αλλά και στην παρατηρούμενη προοδευτική αύξηση στη σχέση βάρους/ύψους με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, η εκατοστιαία θέση που θα χρησιμοποιηθεί ως διαχωριστική γραμμή μεταξύ παχύσαρκου και φυσιολογικού, αντιστοιχεί σήμερα σε μεγαλύτερο βάρος σώματος απ' ότι πριν μερικά χρόνια. Το γεγονός αυτό, αναπόφευκτα, οδηγεί σε λανθασμένο συμπέρασμα και μάλιστα σε υποεκτίμηση του βάρους ενός συγκεκριμένου ατόμου, αλλά και του ποσοστού παχυσαρκίας στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. Συγκεκριμένα, η 97η εκατοστιαία θέση (ΕΘ) και η 50η ΕΘ σε αγόρια 18 ετών της περιοχής των Αθηνών, αντιστοιχεί σήμερα σε βάρος που είναι κατά 15kg και κατά 6kg, αντίστοιχα μεγαλύτερο από το βάρος των θέσεων αυτών πριν 20 περίπου έτη.[3] Ως εκ τούτου, η χρησιμοποίηση της σημερινής 97ης εκατοστιαίας θέσης (ΕΘ) ως κριτηρίου για τον ορισμό της παχυσαρκίας θα οδηγήσει σε χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας από εκείνα που θα προέκυπταν εάν εχρησιμοποιείτο η 97η εκατοστιαία θέση της περιόδου 1978. Αναζητείται γι' αυτό ένας δείκτης πλέον αντιπροσωπευτικός του "ιδανικού" βάρους που, όμως, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί.
Μια έννοια που θεωρείται σήμερα ότι αντανακλά με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σχέση βάρους/ύψους είναι εκείνη του δείκτη μάζας σώματος (διεθνώς: BMI - body mass index). Όμως και η έννοια αυτή δεν είναι απαλλαγμένη μειονεκτημάτων και επιπλέον, προκειμένου για παιδιά και εφήβους, έχει διαφορετική τιμή στις διάφορες ηλικίες.
Για τον πληθυσμό των ενηλίκων, ένα άτομο θεωρείται φυσιολογικό εάν το ΒΜΙ είναι <25, είναι υπέρβαρο εάν το ΒΜΙ είναι >25 και <30, ενώ είναι παχύσαρκο εάν το ΒΜΙ είναι >30kg/m2.[4,5]
Είναι αυτονόητο ότι τα συμβατικά αυτά κριτήρια δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αυτούσια στην παιδική και εφηβική ηλικία, μια περίοδο της ζωής του ατόμου κατά την οποία η σχέση βάρους/ύψους τροποποιείται συνεχώς.
Αναδύεται, λοιπόν, το ερώτημα ποιες εκατοστιαίες θέσεις ΒΜΙ θα αποτελέσουν το όριο για διάκριση μεταξύ φυσιολογικού, υπέρβαρου και παχύσαρκου ατόμου στην παιδική και εφηβική ηλικία.
Μια από τις προτάσεις που σήμερα εφαρμόζεται είναι εκείνη της IOTF -International Obesity Task Force-, αλλά η ορθότητά της δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί.[6,7] Η πρόταση αυτή καθορίζει ως διαχωριστικές ΕΘ μεταξύ φυσιολογικού, υπέρβαρου και παχύσαρκου ατόμου εκείνες που στην ηλικία των 18 ετών διέρχονται από τις τιμές ΒΜΙ που καθορίζουν το φυσιολογικό, το υπέρβαρο και το παχύσαρκο στον ενήλικα.
Στην παρούσα μελέτη αναφέρονται δεδομένα σχετικά με τις τιμές ΒΜΙ ατόμων ηλικίας 0-18, κατά τεκμήριο φυσιολογικών, που διαβιούν στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών και μελετήθηκαν στη χρονική περίοδο 2000-2001. Καθορίζεται επιπλέον το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσρακων ατόμων με βάση τα κριτήρια που προτείνονται από την ΙΟTF.

ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ
Στη μελέτη αυτή μετρήθηκαν 10.925 άτομα ηλικίας 0 - 18 ετών, 5.537 αγόρια και 5.388 κορίτσια, με περίπου ισόρροπη κατανομή στις διάφορες ηλικίες.

Προέλευση
Όλα τα άτομα της μελέτης αυτής ήταν από την περιοχή Αθηνών, ελληνικής καταγωγής και από τους δύο γονείς. Τα παιδιά ηλικίας 5½ - 18 ετών, ήταν μαθητές σχολείων της περιοχής Αθηνών (πίνακας 1), ενώ τα παιδιά 6 μηνών - 5½ ετών, προήρχοντο από βρεφονηπιακούς σταθμούς του δήμου Αθηναίων και του υπουργείου Υγείας.
Τα νεογνά μετρήθηκαν σε διάφορα μαιευτήρια των Αθηνών, ενώ τα βρέφη 1 - 6 μηνών προέρχονταν από ιδιωτικά ιατρεία και κέντρα υγείας.

Μέτρηση του βάρους
Μέχρι την ηλικία των 2½ ετών, το βάρος ελαμβάνετο, με το παιδί γυμνό με βρεφοζυγό Seca (model 725). Από ηλικίας 2½ - 18 ετών χρησιμοποιήθηκε ζυγαριά δαπέδου (Seca, model 760, ωρολογιακού τύπου). To παιδί ηταν χωρίς υποδήματα και με ελαφρά ένδυση.










ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: ΕΚΑΤΟΣΤΙΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΒΜΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2: ΕΚΑΤΟΣΤΙΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΒΜΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ




Μέτρηση του ύψους
Μέχρι την ηλικία των 2 ½ ετών μετρήθηκε το μήκος με το παιδί σε ύπτια θέση σε σκληρό υπόβαθρο, ενώ από ηλικίας 2 ½ έως 18 ετών μετρήθηκε το ύψος με αναστημόμετρο Harpenden, με το παιδί καλώς ευθυασμένο, χωρίς υποδήματα. Το ύψος μετριόταν από τον ίδιο πάντα πεπειραμένο παιδίατρο.
Όλες οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στη χρονική περίοδο Ιανουάριος 2000 - Δεκέμβριος 2001. Τα στοιχεία των παιδιών καταγράφηκαν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η ηλικία κάθε παιδιού υπολογίστηκε με ακρίβεια μηνός, με βάση την ημερομηνία γέννησης. Για τον υπολογισμό των εκατοστημορίων (3, 10, 25, 50, 75, 90, 97) το δείγμα χωρίστηκε σε ηλικιακές ομάδες με βάση την ηλικία γέννησης και την ηλικία μέτρησης, με μεσοδιαστήματα 2 μηνών.
Τα όρια εμπιστοσύνης στο 95% για τις τιμές του βάρους κυμάνθηκαν μεταξύ 0,47 για τα νεογέννητα και 9,15 για τις μεγάλες ηλικίες στα αγόρια και 0,41 έως 6,56 για τα κορίτσια. Οι αντίστοιχες τιμές για το ύψος ήταν 1,87 και 7,74 για τα αγόρια και 1,48 έως 5,08 για τα κορίτσια. Στη συνέχεια, οι τιμές απεικονίστηκαν γραφικά. Για την ομαλοποίηση των τιμών που προέκυψαν χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Distance Weighted LS του στατιστικού προγράμματος STATISTIKA 6 της Statsoft.
Yπολογισμός ΒΜΙ
Το ΒΜΙ υπολογίστηκε με τον τύπο:

Το ποσοστό παχύσαρκων και υπέρβαρων παιδιών και εφήβων υπολογίστηκε εφαρμόζοντας τις προτάσεις της IOTF.[6,7]


ΕΙΚΟΝΑ 1. ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΓΟΡΙΩΝ (%) ΠΑΧΥΣΑΡΚΩΝ, ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΤΟΣ ΗΛΙΚΙΑΣ.


ΕΙΚΟΝΑ 2. ΠΟΣΟΣΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ (%) ΠΑΧΥΣΑΡΚΩΝ, ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΤΟΣ ΗΛΙΚΙΑΣ.


ΕΙΚΟΝΑ 3. ΠΟΣΟΣΤΑ (%) ΠΑΧΥΣΑΡΚΩΝ, ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΛΙΚΙΑΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ.


ΕΙΚΟΝΑ 4. ΠΟΣΟΣΤΑ (%) ΠΑΧΥΣΑΡΚΩΝ, ΥΠΕΡΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΛΙΚΙΑΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
H κατανομή των ατόμων που εξετάστηκαν κατά ηλικία και φύλο αναφέρονται στον πίνακα 2.
Οι τιμές ΒΜΙ και οι εκατοστιαίες θέσεις των τιμών αυτών στις διάφορες ηλικίες (0-18 ετών) αναφαίνονται στους πίνακες 3, 4 και στα διαγράμματα 1 και 2 αντίστοιχα.
Το ποσοστό των υπέρβαρων και παχύσαρκων στις διάφορες ηλικίες και στα 2 φύλα αναφέρεται στους πίνακες 5Α, 5Β, 6Α, 6Β και στις εικόνες 1, 2.
Το ποσοστό των παχύσαρκων αγοριών ήταν σχεδόν ομοιόμορφο στις διάφορες ηλικιακές ομάδες, κυμαινόμενο από 9,17% έως 11,80%. Το ποσοστό των υπέρβαρων αγοριών κατά τον 1ο χρόνο ζωής ήταν 2,88%, στις ηλικίες 1 - 6 ετών ήταν 10,88%, 7- 12 ετών 18,48% και 13 - 18 ετών 20,63%.
Το ποσοστό των υπέρβαρων κοριτσιών ήταν 9,16% τον 1ο χρόνο ζωής, 8% στις ηλικίες 1 - 6 ετών, 14,49% 7 - 12 ετών και 14,48% 13 - 18 ετών. Στα κορίτσια, το ποσοστό παχυσαρκίας ήταν 9,16% τον 1ο χρόνο ζωής, ενώ μετέπειτα κυμάνθηκε σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα, από 3,3% έως 3,65% (εικόνες 3, 4).
Η παρακολούθηση της καμπύλης ΒΜΙ στις διάφορες ηλικίες δείχνει ότι η μέση τιμή ΒΜΙ ακολουθεί μια ανοδική πορεία αμέσως μετά τη γέννηση και καταλήγει σε μια μέγιστη τιμή σε ηλικία περίπου 1 έτους. Στη συνέχεια, η καμπύλη, ΒΜΙ ακολουθεί καθοδική πορεία και καταλήγει στην κατώτερη τιμή (ναδίρ) σε ηλικία 3,5 - 4 ετών. Μετά την ηλικία των τεσσάρων ετών αρχίζει μια νέα ανοδική πορεία, με προοδευτική ανέλιξη μετέπειτα μέχρι την ηλικία των 18 ετών (διαγράμματα 1 και 2).
Στα διαγράμματα 3 και 4 αναφαίνονται οι ΕΘ που διαχωρίζουν το παχύσαρκο και υπέρβαρο παιδί αντίστοιχα στα αγόρια και κορίτσια.


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3. ΕΚΑΤΟΣΤΙΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ (ΕΘ) ΒΜΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ. ΜΕ ΕΝΤΟΝΗ ΔΙΑΓΡΑΜΜΙΣΗ ΠΑΡΙΣΤΑΝΤΑΙ ΟΙ ΕΘ ΠΟΥ ΔΙΑΤΕΜΝΟΥΝ
ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΒΜΙ 25 ΚΑΙ 30 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ 18 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΩΡΙΖΟΥΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΡΟ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΑΤΟΜΟ.


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4. ΕΚΑΤΟΣΤΙΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ (ΕΘ) ΒΜΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ. ΜΕ ΕΝΤΟΝΗ ΔΙΑΓΡΑΜΜΙΣΗ ΠΑΡΙΣΤΑΝΤΑΙ ΟΙ ΕΘ ΠΟΥ ΔΙΑΤΕΜΝΟΥΝ
ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΒΜΙ 25 ΚΑΙ 30 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ 18 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΩΡΙΖΟΥΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΤΟ ΥΠΕΡΒΑΡΟ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΑΤΟΜΟ.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας στις σύγχρονες κοινωνίες και η συχνότητά της τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις.
Ο ορισμός της παχυσαρκίας ή του υπερβολικού βάρους εμφανίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες στην παιδική και εφηβική ηλικία. Πλέον δυσχερής είναι ο καθορισμός του επιπέδου ΒΜΙ, πέραν του οποίου αναμένεται αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης επιπλοκών, όπως σακχαρώδης διαβήτης ή καρδιαγγειακά συμβάματα. Όπως γίνεται κατανοητό, προκειμένου να εκπληρωθεί ο στόχος αυτός και να τεκμηριωθεί η δυσμενής βιολογική επίδραση, απαιτείται μακροχρόνια παρακολούθηση.
Με τις οποιεσδήποτε δυσχέρειες ακριβούς καθορισμού του παχύσαρκου παιδιού και εφήβου και το σκεπτικισμό που αναπτύσσεται για το θέμα αυτό, η αναγνώριση της παρέκκλισης του βάρους σε ένα συγκεκριμένο παιδί ή έφηβο που παρακολουθεί ο παιδίατρος, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο πρόβλημα.
Η έγκαιρη αναγνώριση της απόκλισης του βάρους από το θεράποντα ιατρό απαιτεί την οριοθέτηση των αναμενόμενων τιμών ΒΜΙ για κάθε ηλικία και φύλο, στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. Η χρήση των σχετικών διαγραμμάτων από τον παιδίατρο είναι αρκετά ευχερής και πρέπει να γίνεται σε κάθε εξέταση του παιδιού ή του εφήβου.
Επιπλέον, ο καθορισμός των καμπυλών ΒΜΙ μιας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας σε διάφορες χρονικές περιόδους αποκαλύπτει τις διαφαινόμενες τάσεις του σωματικού βάρους στον πληθυσμό, που ενδεχομένως θα υπαγορεύσουν ορισμένες πρακτικές πρόληψης από διάφορους φορείς.
Η σύγκριση των ποσοστών παχυσαρκίας της παρούσης μελέτης με τις τιμές ανάλογης μελέτης που πραγματοποιήθηκε πριν από 20 περίπου έτη, στην ίδια γεωγραφική περιοχή και από το ίδιο πανεπιστημιακό κέντρο, δείχνει άνοδο των τιμών και ως εκ τούτου, αύξηση της συχνότητας και της βαρύτητας της παχυσαρκίας. Η αύξηση της παχυσαρκίας τεκμηριώθηκε και σε προηγούμενη μελέτη μας, που έδειξε ότι στα αγόρια ηλικίας 18 ετών, ενώ το ύψος της 97ης ΕΘ αυξήθηκε κατά 3cm, το βάρος αυξήθηκε κατά 15kg.[3,13]
Η τάση αυτή πρέπει να ανακοπεί και ο ρόλος του παιδιάτρου σε αυτή την προσπάθεια είναι καθοριστικός.
Το ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων είναι μεγαλύτερο στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί.
Πρόσφατη μελέτη αξιολόγησης στοιχείων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με χρήση ενιαίου κριτηρίου ορισμού του υπερβολικού βάρους (IOTF), κατέδειξε αρκετά υψηλό ποσοστό υπερβάλλοντος βάρους στα παιδιά και τους εφήβους, με τάση ανόδου από βορρά προς νότο. Το ποσοστό υπέρβαρων ατόμων κυμάνθηκε από 12 έως 36% στην ομάδα ηλικιών 7 - 11 ετών και 8 - 22% στις ηλικίες 14 - 17 ετών.[8,14,15]
Στην Κύπρο, σχετική μελέτη σε πληθυσμό ηλικίας 6 - 17 ετών που πραγματοποιήθηκε στη χρονική περίοδο 1999 - 2000, έδειξε ποσοστό παχυσαρκίας σε κορίτσια και αγόρια 5,7% και 6,9% αντίστοιχα και ποσοστό υπέρβαρων ατόμων 17% και 18,8% αντίστοιχα.[9,10]
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, σχετική μελέτη σε πληθυσμό 6 - 17 ετών που πραγματοποιήθηκε το 2000, έδειξε, στο σύνολο των εξετασθέντων (2.458), ποσοστό παχύσαρκων 4,1% και υπέρβαρων 22,2%. Στις ηλικίες 6 - 10 ετών, τα ποσοστά παχύσαρκων και υπέρβαρων ήταν 5,6% και 25,3% αντίστοιχα, ενώ στις ηλικίες 11 - 17 ετών, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 2,6% και 19%.[11,12]
Τα δικά μας δεδομένα, σε μέσο αστικό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής Αθηνών, έδειξαν τα εξής: Στην ηλικιακή ομάδα 7 - 12 ετών, το ποσοστό παχύσαρκων και υπέρβαρων κοριτσιών ήταν 3,69% και 14,49% αντίστοιχα και των αγοριών 9,42% και 18,48%. Στις ηλικιακές ομάδες 13 - 18 ετών, το ποσοστό παχύσαρκων και υπέρβαρων κοριτσιών ήταν 3,65% και 14,48% αντίστοιχα και των αγοριών 11,80% και 20,63%.
Διαπιστώνονται ορισμένες διαφοροποιήσεις στα ποσοστά παχυσαρκίας και υπέρβαρων μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης, που ενδεχομένως οφείλονται σε διαφοροποίηση των περιβαλλοντικών συνθηκών, σε μεθοδολογικές διαφορές ή και τον αριθμό των εξετασθέντων (2.458 στη Θεσσαλονίκη και 10.925 στην Αθήνα). Γενικώς, τα ποσοστά υπέρβαρων παιδιών στην περιοχή Αθηνών, μολονότι αρκετά υψηλά, είναι μικρότερα απ' ότι σε άλλες μεσογειακές χώρες και ιδιαίτερα στα κορίτσια.[8]
Σε προηγούμενες ελληνικές μελέτες δεν αναφέρονται στοιχεία τιμών ΒΜΙ για την ηλικιακή ομάδα 0 - 6 ετών, καθώς και των μεταβολών ΒΜΙ στα πρώτα χρόνια ζωής. Είναι πολύ πιθανόν ότι η πορεία της γραμμής ΒΜΙ σε ένα παιδί στα πρώτα χρόνια ζωής, συνιστά προγνωστικό στοιχείο ανάπτυξης παχυσαρκίας μετέπειτα.
Τα δεδομένα της παρούσης μελέτης, βασισμένα σε ένα σχετικά μεγάλο δείγμα πληθυσμού που διαβιεί στην περιοχή της τέως διοικήσεως πρωτευούσης (ευρύτερης περιοχής Αθηνών), δίδουν τις τιμές ΒΜΙ στις διάφορες ηλικίες και τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων.
Η χρησιμοποίηση των διαγραμμάτων ΒΜΙ της παρούσης μελέτης από τον παιδίατρο θα βοηθήσει στην έγκαιρη εντόπιση του παιδιού με προς τα άνω απόκλιση του ΒΜΙ και θα οδηγήσει στην έγκαιρη παρέμβαση, με στόχο την πρόληψη της παχυσαρκίας.

Body mass index and prevalence of obesity in subjects of Hellenic origin aged 0-18 years, living in the Athens area
D. Chiotis, X. Krikos, G. Tsiftis, M. Hatzisymeaon, M. Maniati-Christidi, A. Dacou-Voutetaki

(Ann Clin Pediatr Unive Atheniensis 2004, 51(2):139-154)

Obesity has many adverse biological and psychological effects not only in adults but in children and adolescents as well. Early recognition of obesity, aiming at its prevention, require the delineation of the expected normal values for age and gender in a specific population group. The present study will serve this goal.
Body weight and height were measured by regular techniques and the BMI value was estimated in 10925 individuals, aged 0-18 years who live in the Athens area. In the same population sample the prevalence of obesity and overweight were estimated using the criteria proposed by IOTF (International Obesity Task Force). The mean BMI values in the age group 1-18 ranged from 14.77±2.7kg/m2 to 23.9±4.1 in boys and from 14.73±2.66 to 22.3kg/m2 in girls.
The prevalence of obesity in boys was almost uniform in the various age groups ranging from 9.17% to 11.8%. The prevalence of obesity in girls was 9.16% in the 1 year old group and subsequently fell to relatively low values ranging from 3.3% to 3.6%. The gender differences observed are not easy to interpret.

Key words: body mass index, BMI, obesity, over weight.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Poskitt W. Defining childhood obesity: the relative body mass index (BMI). Acta Pediatr 1995, 84:961-3.
2. Wang Y and Wang JQ. A comparison of international references for the assessment of child and adolescent overweight and obesity in different populations. Eur J Clin Nutr 2002, 56:973-982.
3. Χιώτης Δ, Τσίφτης Γ, Χατζησυμεών Μ, Μανιάτη-Χρηστίδη Μ, Κρίκος Ξ, Δάκου-Βουτετάκη Α. Ανάστημα και σωματικό βάρος Ελληνοπαίδων ηλικίας 0-18 ετών (2000 - 2001): σύγκριση με δεδομένα μελέτης του 1978 - 1979. Δελτ Α΄ Παιδ Κλιν Παν Αθηνών 2003, 50(2):136-155.
4. World Health Organization Obesity: Preventing and Managing the Global Epidemic. Report on a WHO Consultation on Obesity, Geneva, 3-5, WHO/NUT/NCD/98.1, Geneva: WHO, 1997.
5. Deurenberg P and Yap M. The assessment of obesity: methods for measuring body fat and grobal prevalance of obesity. Baillier's Clin Endocrinol Metabol 1999, 13:1-11.
6. Cole TJ, Bellizzi MC, Flegal KM, Dietz WH. Establishing a standard definition for child overweight and obesity worldwide: international survey. BMJ 2000, 320:1.240-1.243.
7. Dietz WH, Bellizzi MC. Assessment of childhood and adolescent obesity; results from an International Obesity Task Force Workshop, Dublin. Am J Clin Nutr 1999, 70:117-175.
8. Lobstein T and Frelut M-L. Prevalence of overweight among children in Europe. Obesity reviews2003, 4:195-200.
9. Savva SC, Kourides Y, Tornaritis M, Epiphaniou-Savva M, Chadjigeorgiou C and Kafatos A. Obesity in children and adolescents in Cyprus. Prevalence and predisposing factors. Int J Obes 2002, 26:1.036-1.045.
10. Mamalakis G, Kafatos A. Prevalence of obesity in Greece. Int J Obes Relat Metab Disord 1996, 20:488-492.
11. Krassas GE, Tzotzas J, Tsametis C, Konstantinidis T. Determinants of body mass index in Greek children and adolescents. J Pediatr Endocrinol Metab 2001, 14(5):1.327-1.333.
12. Aivazis V. The Normal Child (in Greek), Thessaloniki, University Press 1990, 35-170.
13. Δάκου-Βουτετάκη Α, Ματσανιώτης Ν. Η πρόληψη των νοσημάτων φθοράς και ο Παιδίατρος. Δελτ Α΄ Παιδ Κλιν Πανεπ Αθηνών. Συμπληρωματικό τεύχος 1979, 3-16.
14. Cole JJ. Conditional reference charts to assess weight gain in British infants. Arch Dis Childh 1995, 73:8-16.
15. Lazarus R, Wake M, Hesketh K, Waters E. Change in body mass index in Australian primary school children 1985 - 1997. Int Obcs Relat Metab Dis 2000, 24:679-684.

 

 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα