AΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

Παχυσαρκία
Μπορεί ο παιδίατρος να συμβάλλει
στην πρόληψη;

Αικ. Δάκου - Βουτετάκη

Η παχυσαρκία αποτελεί μια μορφή βιολογικής εκτροπής, πολλαπλής παθογένειας (πολυγονιδιακής και πολυπεριβαλλοντικής), με σημαντικές επιπτώσεις στη σωματική και πνευματική υγεία του ατόμου. Μία από τις κυριότερες ορμονικές διαταραχές που προκαλεί η αυξημένη εναπόθεση λιπώδους μάζας, ιδιαίτερα κεντρικής εντόπισης, είναι η μείωση της ινσουλινικής ευαισθησίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της δράσεως και προκειμένου να αποφευχθεί η διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη, υπερεκκρίνεται ινσουλίνη από το β-κύτταρο που οδηγεί σε υπερινσουλινισμό. Η υπερέκκριση αυτή από το β-κύτταρο οδηγεί σταδιακά σε "κόπωση", δευτεροπαθή ανεπάρκεια του β-κυττάρου και συνακόλουθο σακχαρώδη διαβήτη.[1] Ο υπερινσουλινισμός, εκτός των άλλων επιπλοκών που συνεπάγεται, συνεισφέρει και στη δημιουργία του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών. Ψυχολογικές παρεκκλίσεις και ιδιαίτερα λανθάνουσα ή έκδηλη κατάθλιψη, αποτελούν αμφίδρομη αντίδραση με την παχυσαρκία.
Παρά το γεγονός ότι το λιποκύτταρο αποτελεί ένα ιδιαίτερα περίπλοκο "ενδοκρινικό όργανο" και αποδέκτη πολλαπλών ορμονικών επιδράσεων, σπάνια διαπιστώνεται ορμονική διαταραχή ως αιτιολογικός παράγοντας παχυσαρκίας. Καμία επίσης αναγνωρίσιμη ορμονική διαταραχή δεν μπορεί να αιτιολογήσει την αυξημένη τάση για πρόσληψη τροφής, ιδιαίτερα κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως παραμονή στο σπίτι, συνθήκες ψυχολογικής έντασης κ.ά. Αντίθετα, ορμονικές διαταραχές που παρατηρούνται σε παχύσαρκα άτομα θεωρούνται επιγενείς, όπως χαμηλές τιμές GH, οριακά αυξημένες τιμές TSH ή αυξημένες τιμές ινσουλίνης.
Η ανάπτυξη παχυσαρκίας συνδέεται, βεβαίως, με γενετικούς παράγοντες. Μεταλλάξεις γονιδίων μπορεί σπανίως να οδηγήσουν σε παχυσαρκία.[2] Γενετικοί, όμως, παράγοντες δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσουν το διπλασιασμό της συχνότητας της παχυσαρκίας τα τελευταία περίπου 20 χρόνια. Πρέπει, ως εκ τούτου, να ενοχοποιηθούν παράγοντες του περιβάλλοντος. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε παχυσαρκία είναι πολλαπλοί και δεν περιλαμβάνουν πρωτίστως την αύξηση της θερμιδικής πρόσληψης, αλλά σχετίζονται και με μεταβολές του τρόπου διαβίωσης, της ψυχικής διάθεσης και γενικότερα της συμπεριφοράς του ατόμου.
Η έγκαιρη αναγνώριση των δυσμενών αυτών περιβαλλοντικών παραγόντων σε κάθε οικογένεια ή άτομο, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ορθολογική και αποτελεσματική αντιμετώπιση και κυρίως την πρόληψη της παχυσαρκίας. Κανένα διαιτητικό σχήμα δεν θα έχει μακροχρόνια και σημαντική επίδραση στη διατήρηση ή αποκατάσταση της "ευσωμίας", εάν δεν συνοδεύεται από άρση των παραγόντων εκείνων που δημιουργούν την επιρρέπεια για υπερφαγία και συνακόλουθη παχυσαρκία στο συγκεκριμένο άτομο.
Ο παιδίατρος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον φορέα υγείας, έχει τόσο την εκπαίδευση όσο και την ευαισθησία να αναγνωρίσει έγκαιρα τη διαγραφόμενη τάση για υπερβάλλον βάρος σ' ένα παιδί ή έφηβο και να εκπαιδεύσει την οικογένεια και το ίδιο το παιδί (μετά από κάποια ηλικία), στη λήψη μέτρων που, όπως ανέφερα παραπάνω, δεν είναι μόνο διαιτητικά. Τα μέτρα αυτά θα εξασφαλίσουν όχι μόνο σωματική, αλλά και πνευματική υγεία στο παιδί ή τον έφηβο.[3]
Οι σχετικές προσπάθειες επιβάλλεται να αρχίσουν τα πρώτα χρόνια ζωής, με πρωταρχικό μέλημα του παιδιάτρου την έγκαιρη αναγνώριση του παιδιού με προδιάθεση για παχυσαρκία. Εάν ο υπολογισμός του ΒΜΙ και η χρησιμοποίηση του σχετικού διαγράμματος φαίνονται χρονοβόρα, ο παιδίατρος μπορεί απλώς να αναζητήσει κατά πόσο το βάρος που έχει το παιδί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι στην ίδια εκατοστιαία θέση με εκείνη του ύψους. Οποιαδήποτε υπέρβαση σε αυτή τη σχέση θα θέσει την υποψία του υπερβολικού βάρους και ο βαθμός τής προς τα άνω απόκλισης θα προσδιορίσει και τη βαρύτητα.
Φαίνεται ότι το άτομο που θα εξελιχθεί σε παχύσαρκο παρουσιάζει ενωρίτερα τη δευτεροπαθή ανάκαμψη του ΒΜΙ της πρώτης παιδικής ηλικίας και η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής του παιδιάτρου (Διαγράμματα σελ. 144-145).
Έχει γίνει γενικώς παραδεκτό τα τελευταία χρόνια, ότι ο ρόλος του παιδιάτρου δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση νοσημάτων. Η "ευσωμία" και η "ευψυχία" πρέπει να αποτελέσουν ισχυρούς στόχους για τον παιδίατρο, αν θέλει να συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόληψη μιας διαφαινόμενης επιδημίας παχυσαρκίας, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις, βιολογικές και ψυχολογικές.[3]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Bhargava K, Sachdev S, Fall C, Osmond C, Lakshmy P, Barker D, Biswas S, Ramji S, Prabhakaran D, Reddy K. Relation of serial changes in childhood body-mass index to impaired glucose tolerance in young adulthood. N Engl J Med 2004, 350:865-75.
2. Krude H, Biebermann H, Schabel D, Tansek MZ, Theunis-sen P, Mullis P, Gruters A. Obesity due to proopiomelanocortin deficiency: Three new cases and treatment trials with thyroid hormone and ACTH 4-10. J Clin Endocr Metabol 88(10):4.633-4.640.
3. American Academy of Pediatrics, Committee on Nutritian. Prevention of Pediatric Overweight and Obesity Pediatrics August 2003, 112(2):424-430.

 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα