ΑΡΘΡΟ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Θ. Κ. Ταμπάκης

Το παιδί και το μουσείο
Νεογνολογικό Τμήμα Γεν. Περ. Νοσοκομείο Αλεξ/πολης
Υποβλήθηκε: 20/8/2002


Η λέξη μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Ως γνωστόν οι Μούσες ήταν θεότητες των αρχαίων Ελλήνων, προστάτιδες της ποίησης, της μουσικής και γενικά κάθε πνευματικής δημιουργίας. Σήμερα μουσείο ονομάζεται ένα ίδρυμα το οποίο σκοπό έχει τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διαφόρων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών τεκμηρίων. Τα αντικείμενα κατατάσσονται κατά ορισμένη τάξη (χρονολογική, κατά σχολές, καλλιτέχνες, έθνη κ.ά.) και είναι προσιτά στο κοινό για πολιτιστικούς λόγους αλλά και για μελέτη. Με την έννοια αυτή το σύγχρονο μουσείο είναι σχετικά πρόσφατος οργανισμός, αναγόμενος στον 18° αιώνα. Εντούτοις, η κατάρτιση συλλογών αποτελούσε από την αρχαιότητα προσφιλή απασχόληση των ευγενών και των πλουσίων. Το πρώτο μουσείο ιδρύθηκε στην Πέργαμο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Συστηματικά τα μουσεία άρχισαν να υπάρχουν από τον 15° αιώνα, όταν άρχισε η πλήρης έρευνα των αρχαίων πολιτισμών και η συγκέντρωση των ευρημάτων. Αργότερα, το πνεύμα του διαφωτισμού και του νεοκλασικισμού επέφερε ουσιαστική μεταβολή στο θέμα της συλλογής έργων τέχνης και μετέτρεψε σε εθνική κληρονομιά, προσιτή σε όλους, ό,τι ως την εποχή εκείνη αποτελούσε προσωπικό αγαθό και κληρονομικό δικαίωμα των ευγενών. Έτσι πολλές μεγάλες πόλεις απέκτησαν μουσεία. Τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη είναι το Βρετανικό μουσείο, το μουσείο Λούβρο των Παρισίων, το μουσείο της Μόσχας κ.ά. Στην Ελλάδα το πρώτο μουσείο ιδρύθηκε από τον Καποδίστρια στην Αίγινα.
Στη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα δημιουργήθηκαν παντού εθνικά μουσεία. Παρά τους περιορισμούς και τις ατέλειές τους, τα μουσεία αυτά συνέβαλαν σημαντικά στην εκλαΐκευση των πολιτιστικών επιτευγμάτων, και κατά μεγάλο μέρος και στην πρόοδο της κριτικής. Σήμερα, όμως, είναι φανερό ότι δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σύγχρονες απαιτήσεις που έχουν βαθύτατα μεταβληθεί και θεωρούν το μουσείο ως έναν οργανισμό όχι παθητικό, με μόνο προορισμό τη συλλογή και τη συντήρηση των αντικειμένων, αλλά δυναμικό, δραστήριο και ικανό να αναχθεί σε «σχολή». Με την έννοια αυτή οι πιο προοδευμένοι μουσειακοί οργανισμοί έχουν μεταβληθεί από «μουσεία-αρχεία», σε «μουσεία-σχολές». Σύμβολο της μεταβολής αυτής είναι το μουσείο μοντέρνας τέχνης της Νέας Υόρκης, με κατεύθυνση περισσότερο μορφωτική παρά συλλεκτική. Ορισμένα μουσεία τέτοιου τύπου υπάρχουν και στην Ευρώπη, γενικά όμως υπερτερεί το πνεύμα της διατήρησης των αντικειμένων, κατά την παλαιά παράδοση.
Η παρουσία του παιδιού στα μουσεία πριν τη δεκαετία του '80 ήταν ανύπαρκτη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Χωρίς παιδικές φωνές, χωρίς δασκάλους να προσπαθούν να επιβάλλουν την τάξη. Η γνωριμία, αν επρόκειτο να γίνει, ερχόταν αργότερα και τις περισσότερες φορές τυχαία. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, ο τρόπος προσέγγισης της τέχνης άλλαξε εντελώς, κυρίως επειδή οι πινακοθήκες και τα μουσεία προώθησαν στην αγορά την εικόνα της τέχνης ως πηγή ψυχαγωγίας και κουλτούρας. Παραμέρισαν, λοιπόν, τον ακαδημαϊκό ελιτισμό του παρελθόντος, για να δημιουργήσουν μια νέα, δημοκρατικότερη γενιά εραστών της τέχνης.
Η επιτυχία, όμως, μιας έκθεσης δεν μπορεί να εξαρτάται από τον αριθμό των επισκεπτών, ιδιαίτερα όταν ένα μεγάλο μέρος αυτών των επισκεπτών είναι παιδιά. Οι επισκέψεις σε μουσειακά ιδρύματα είναι σχεδόν πάντα μια βαρετή διαδικασία για τα παιδιά, προτιμότερη μεν από τις έξι ώρες στα θρανία, αλλά χειρότερη από μια εκδρομή στην εξοχή, χώρια που στο τέλος ακολουθεί συχνά και η περίφημη έκθεση ιδεών: «Μια μέρα στο μουσείο».
Το σημαντικότερο μουσείο της Ελλάδας, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα του κόσμου για τον πλούτο και την αξία των εκθεμάτων του, είναι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών (κτίσθηκε από το 1866 έως το 1869). Περιέχει ευρήματα και συλλογές όλων των εποχών από όλες σχεδόν τις ελληνικές περιοχές. Το μυστικό της διεισδυτικής γοητείας που αναδίδεται από τα αρχαία του ευρήματα είναι ότι όλα αυτά τα δημιουργήματα ήταν τέκνα της ελευθερίας. Ο μέγας ποιητής Σίλερ το εξέφρασε επιγραμματικά: «Για να αναπτυχθούν οι τέχνες πρέπει να θηλάσουν το γάλα της ελευθερίας». Το καμάρι, λοιπόν, το θεμέλιο της ταυτότητάς μας αδυνατεί να υποδεχθεί παιδιά και να τους δείξει έμπρακτα την ιστορία τους, να τα εισαγάγει στο πολυδιδαγμένο ελληνικό θαύμα. Τα παιδιά ξεναγούνται συνήθως από άτομα εντελώς άσχετα στη Μουσειοπαιδαγωγική επιστήμη (η επιστήμη της Μουσειολογίας που ασχολείται με την εκπαίδευση των παιδιών). Περπατούν ανάμεσα σε μινωικά, κυκλαδικά, μυκηναϊκά κτερίσματα, σε ταφικές στήλες ή κούρους, απορούν, ρωτούν χωρίς να παίρνουν απαντήσεις, βγαίνουν τσιρίζοντας στον ήλιο και ξαναμπαίνουν στο πούλμαν περίπου όπως βγήκαν.
Ένα άλλο, από τα μεγαλύτερα δημόσια μουσεία της χώρας μας, είναι αυτό της Εθνικής Πινακοθήκης. Εκεί κανείς θα πίστευε πως τα παιδιά πρωτογνωρίζουν σε βάθος την ελληνική ζωγραφική. Εκεί θα έβλεπαν το Γύζη, τον Οικονόμου, τον Παρθένη, τον Παπαλουκά, τον Κόντογλου, το Μπουζιάνη, το Μόραλη... Εκεί είναι «η βρύση της ομορφιάς» που πρέπει να λούεται ο ευαίσθητος επισκέπτης, ωσάν την πηγή της Κανάνθου, για να αποκτά όπως η Ήρα την παρθενία της ψυχής του. Οι παραπάνω δάσκαλοι της τέχνης, αλλά και πάρα πολλοί άλλοι έζησαν και εργάσθηκαν για την πρόοδο της τέχνης, βρήκαν νέους ρυθμούς και τεχνοτροπίες, για να κάνουν την τέχνη τους κτήμα όλων των ανθρώπων. Ταύτισαν το καλό, το ωραίον και την καλοσύνη. Ο γνήσιος και αληθινός καλλιτέχνης σιγά-σιγά ανακαλύπτει τα μυστικά της τέχνης του και συλλαμβάνει την ανώτατη ιδέα του καλού να αυτοκαθαίρεται από κάθε πονηρό και υλικό συναίσθημα. Τότε θα συμπέσει η ιδέα του καλού και της καλοσύνης, της ανθρωπιάς.
Δυστυχώς, όμως, τα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν ολοκληρωμένα και με υπεύθυνη καθοδήγηση τη νεοελληνική τέχνη. Απλούστατα η Εθνική Πινακοθήκη δεν προσφέρει ειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλα προγράμματα, για να υποδεχθεί τους μαθητές και να τους μυήσει στον πολιτισμό της χώρας τους. Τόσο απλό, τόσο θλιβερά απλό. Κανείς δεν υποδέχεται τα παιδιά, κανείς δεν τα ξεναγεί, κανείς δεν τους λεει τι βλέπουν.
Ευτυχώς όμως σε άλλα «μικρότερα» μουσεία, όπως αυτό του Μπενάκη ή της Κυκλαδικής Τέχνης, η υποδοχή είναι διαφορετική. Διαθέτουν οδηγό και πρόγραμμα, πιστά στην τήρηση των καταστατικών στόχων κάθε σύγχρονου μουσείου, δηλαδή καρπερή μνήμη και παιδεία.
Σε μια χώρα γεμάτη μουσεία μόλις πρόσφατα ιδρύθηκε η πρώτη έδρα Μουσειολογίας, ενώ η Μουσειοπαιδαγωγική άρχισε να διδάσκεται σχετικά πρόσφατα στο νέο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Και όμως οι μουσειολόγοι δεν λείπουν, ενώ η σχετική διεθνής πείρα είναι τεράστια και εύκολα μεταγγίσιμη. Αλλά και τα δικά μας μουσεία έχουν εκπονήσει επαρκέστατα μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα (ξενάγηση στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, στην Εθνική Πινακοθήκη και αλλού, αλλά δυστυχώς δεν εφαρμόζονται πάντα). Έτσι, τα κατάφορτα, πάμπλουτα μουσεία μας, αντί να είναι τεμένη των μουσών, πρότυπα σχολεία, λειτουργούν κατά βάθος εισπρακτήρια συναλλάγματος και πωλητήρια οδηγών γραμμένων από τους εκάστοτε εφόρους αρχαιοτήτων.
Ο μεγάλος αριθμός των μαθητών που συρρέουν στα μουσεία είναι ένα πρόβλημα, πέρα από το έλλειμμα ενημέρωσης και κατάρτισης των εκπαιδευτικών. Οι μουσειοπαιδαγωγοί, όσο φιλότιμοι και αν είναι, δεν επαρκούν για να κατατοπίσουν τους καθηγητές και τους μαθητές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά πράγματα να αφήνονται στην τύχη τους. Οι περισσότερες τάξεις δεν προλαβαίνουν να ενταχθούν στα προγράμματα και επισκέπτονται μουσεία χωρίς να έχουν υποστήριξη από το προσωπικό τους. Έτσι τα αντικείμενα που έχουν μπροστά τους τα παιδιά είναι ανοίκεια και ξένα. Ειδικά στην Πινακοθήκη, όπου έχουμε ζωγραφική και όχι αγάλματα κλασικής αρχαιότητας, απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από τα βιβλία τους για την αρχαία Αθήνα, αλλά όχι για τους Έλληνες ζωγράφους.
Η επίσκεψη μιας τάξης σε ένα μουσείο θα είναι αποτελεσματική, αν εντάσσεται στο πλαίσιο ενός σχολικού μαθήματος για την τέχνη, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει. Η γνωριμία των παιδιών με την τέχνη, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να παρέχεται σε μικρές δόσεις - μετά από μία ώρα κανείς δεν μπορεί να κρατήσει την προσοχή ενός παιδιού - οι πληροφορίες να είναι πολλές και επεξηγηματικές και το θέμα να κεντρίζει το ενδιαφέρον τους. Κυρίως, δεν πρέπει να «συρθούν» σε μια γκαλερί. Οι μαθητές, όμως, που κατακλύζουν τα μουσεία μας δεν βρίσκονται εκεί επειδή πήγαν να «δουν» ό,τι διδάχθηκαν από τα βιβλία, αλλά επειδή είναι της μόδας. Υπάρχει προβληματισμός σε πολλούς ειδήμονες μουσειοπαιδαγωγούς ως προς το κεφάλαιο τέχνη και εκπαίδευση. Ο λόγος είναι ότι χάνεται ένα μεγάλο μέρος της μαγείας, όταν η τέχνη γίνεται καθήκον. Ο Τ.Σ. Έλιοτ απευχόταν η ποίηση του να γίνει κλασική, ένα ακόμα κεφάλαιο της σχολικής ύλης.
Η προσέγγιση των παιδιών απαιτεί μαεστρία, παιχνίδι, ανατροπή. Τα παιδιά σήμερα έλκονται περισσότερο από την κινούμενη εικόνα της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, παρά από τη στατική εικόνα ενός πίνακα ζωγραφικής. Υπάρχει δυσκολία συγκέντρωσης και έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά των ερωτευμένων με το μέλλον και την τεχνολογία σημερινών παιδιών για τα εκθέματα που ανήκουν στο παρελθόν. Ο ρόλος κατά συνέπεια των παιδαγωγών δεν είναι καθόλου εύκολος. Πρέπει να είναι ανοικτοί σε όλες τις ερμηνείες που δίνουν τα παιδιά στα έργα, πλήρης δηλαδή διάλογος. Η επίσκεψη πρέπει να είναι μια ευχάριστη και δημιουργική εμπειρία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να μετατρέψουμε ένα μουσείο σε παιδική χαρά.
Η πρώτη επαφή των μαθητών με την τέχνη έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι αν τα παιδιά δεν περάσουν ευχάριστα και γόνιμα στο μουσείο, δύσκολα επιστρέφουν ως ενήλικες. Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ δυνατόν να ανταποκριθεί στην αποστολή του και ως κοινωνική και ως πνευματική μονάδα, αν προηγούμενα δεν τύχει παιδείας, εκπαίδευσης. Και η επαφή, ήδη από την παιδική ηλικία, με ένα καλά οργανωμένο μουσείο αποτελεί άριστο μέσο εκπαίδευσης.
(Δελτ A' Παιδιατρ Kλιν Πανεπ Aθηνών 2003, 50(4): 395-397)
Λέξεις ευρετηριασμού: παιδί, μουσείο.

The child and the museum
Th. Tabakis
(Ann Clin Pediatr Univ Atheniensis 2003, 50(4): 395-397)


Key words: child, museum.




 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα