ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙI
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ: Β. ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ


ΨΩΡΑ ΚΑΙ ΦΘΕΙΡΙΑΣΗ:
ΠΑΛΑΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Τ. Τσιβιτανίδου- Κάκουρου:

Στις αρχές του 21ου αιώνα, στην περίοδο της βιοτεχνολογίας και της κλωνοποίησης, το να υπάρχει εισήγηση για φθειρίαση και ψώρα ακούγεται παράταιρο. Όμως, οι πανάρχαιες αυτές παρασιτώσεις αποτελούν σήμερα πρόβλημα καθημερινής παιδιατρικής πρακτικής και οι θεραπευτικές ενημερώσεις της κλινικής απευθύνονται πρωτίστως στο μαχόμενο παιδίατρο. Γι΄ αυτό είμαστε επίκαιροι.

ΦΘΕΙΡΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΧΩΤΟΥ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ (pediculosis capitis)
Η φθειρίαση είναι πανάρχαια παρασίτωση. Κόνιδα, δηλαδή ωάρια φθείρας, βρέθηκαν σε σπήλαιο στην έρημο της Ιουδαίας (6900-6300 π.Χ.), όπως και σε μαλλιά εγκύου κοντά στην Πομπηία, κάτω από τις στάχτες του Βεζούβιου (79 π.Χ.).
Η φθείρα που προσβάλλει τον άνθρωπο διακρίνεται σε τριχωτού κεφαλής (Pediculus humanus var capitis), σώματος (Pediculus humanus var corporis) και εφηβαίου (Pthirus pubis).
Η φθειρίαση του εφηβαίου ανήκει στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Η φθειρίαση του σώματος αφορά κυρίως στους άστεγους. Στα παιδιά απαντάται πρακτικά η φθειρίαση του τριχωτού της κεφαλής. Σημειώνεται ότι οι περιπτώσεις φθειρίασης των βλεφάρων στα παιδιά οφείλονται σε φθείρα του εφηβαίου και όχι του τριχωτού της κεφαλής.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 10-50% των παιδιών σχολικής ηλικίας της λευκής φυλής έχουν φθειρίαση του τριχωτού της κεφαλής. Απαντάται σχετικά σπάνια στη μαύρη φυλή. Αυτό αποδίδεται στο ότι η φθείρα προσκολλάται μάλλον δύσκολα στη μη κυλινδρική τρίχα. Μεταδίδεται με άμεση επαφή με τα μαλλιά ατόμου που πάσχει ή με αντικείμενα κοινής χρήσης (βούρτσες, κτένες, μαξιλάρια).
Το ώριμο θήλυ, 1-2 ημέρες μετά τη γονιμοποίηση, γεννά ωάρια που προσκολλώνται στερεά στις τρίχες, μέχρι 1 χιλιοστό από το δέρμα, δεδομένου ότι η θερμοκρασία του σώματος είναι απαραίτητη για την επώασή τους. Κυρίως προτιμάται η περιοχή πίσω από τα αυτιά και το ινίο. Σε 6-10 ημέρες εκκολάπτονται οι νύμφες, που σε άλλες 10 ημέρες ωριμάζουν σε φθείρες. Η ώριμη φθείρα έχει μήκος 1-3 χιλιοστά, γκριζωπό χρώμα, τρία ζεύγη ποδιών και δύο απομυζητήρες. Ο χρόνος ζωής της είναι 1-3 μήνες και στη διάρκεια αυτή εναποθέτει περίπου 300 ωάρια.
Τρέφεται κάθε 3-6 ώρες, απομυζώντας αίμα από τον ξενιστή της. Κατά την απομύζηση ελευθερώνει τοξίνες στο δέρμα που όταν ευαισθητοποιήσουν το άτομο προκαλούν ποικίλου βαθμού κνησμό και επιμολύνσεις από το ξύσιμο. Για παράδειγμα, σε περίπτωση μολυσματικού κηρίου τριχωτού κεφαλής ή διόγκωσης υπινιακών λεμφαδένων πρέπει πάντα να αποκλείεται η φθειρίαση.
Η διάγνωση στηρίζεται στην απομόνωση φθείρας ή στην παρουσία κόνιδας. Επειδή η φθείρα αποφεύγει το φως και συνήθως κινείται γρήγορα, είναι δύσκολο να απομονωθεί. Έχει βρεθεί ότι η πιθανότητα ανεύρεσης φθείρας, που υποδηλώνει και ενεργό παρασίτωση, είναι 4 φορές μεγαλύτερη όταν χρησιμοποιηθεί ειδική κτένα σε σχέση με την απλή επισκόπηση. Όσον αφορά στην κόνιδα, έχει υπολογισθεί ότι κόνιδα απομακρυσμένη 6.35 χιλιοστά από το δέρμα του τριχωτού της κεφαλής είναι ανενεργής. Σχετικές μελέτες καταλήγουν ότι μόνο το 30% των παιδιών με κόνιδα έχουν ενεργό παρασίτωση. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί συχνά τα παιδιά υποβάλλονται σε άσκοπες θεραπείες.
Τοπικά αντιφθειρικά σκευάσματα που συνήθως συνιστώνται σε παγκόσμια κλίμακα είναι οι φυσικές πυρεθρίνες και πυρεθροειδή, το μαλαθείον, η καρβαμάτη, το εξαχλωριούχο γ- βενζένιο (lindane) και η κροταμιτόνη.
Στον τόπο μας χρησιμοποιούνται τα πυρεθροειδή και το μαλαθείον (πίνακας 1).
Φυσικές πυρεθρίνες - πυρεθροειδή. Οι πυρεθρίνες είναι φυτικές ουσίες και προέρχονται από είδος χρυσανθέμου. Αποξηραμένα χρυσάνθεμα χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι, εδώ και 2.000 χρόνια, για την αντιμετώπιση της φθειρίασης. Τα πυρεθροειδή είναι συνθετικά ανάλογα των πυρεθρινών (περμεθρίνη, τετραμεθρίνη, φαινοθρίνη κ.ά.).
Οι πυρεθρίνες και τα πυρεθροειδή δρουν στην αντλία νατρίου της μεμβράνης του νευρικού κυττάρου, με αποτέλεσμα τη συνεχή διέγερση των νεύρων και το θάνατο της φθείρας από ασφυξία. Οι παρενέργειες των πυρεθροειδών είναι συνήθως τοπικές και ήπιες (π.χ. τοπικό αίσθημα καύσου).
Μαλαθείον. Είναι οργανοφωσφορική ουσία που αναστέλλει τη δράση της χολινεστεράσης. Είναι φθειροκτόνο και ωαριοκτόνο. Αν απορροφηθεί από το δέρμα, διασπάται πολύ γρήγορα από καρβοξυλεστεράσες στο πλάσμα και έτσι θεωρείται, στην πυκνότητα που υπάρχει ως αντιφθειρικό, ασφαλές σκεύασμα.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΤΟΠΙΚΑ ΑΝΤΙΦΘΕΙΡΙΚΑ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Πυρεθροειδή
Περμεθρίνη: Nix shampoo Τετραμεθρίνη + πιπερονυλική βουτοξίδη: Runde emulsion Φαινοθρίνη: Ivaliten shampoo και lotion
Μαλαθείο: Sicaril (lotion, shampoo), Zitotox shampoo
Περμεθρίνη+ Μαλαθείο+ πιπερονυλική βουτοξίδη : Para-plus spray

Τα αντιφθειρικά αυτά εφαρμόζονται γενικά στα μαλλιά για 5-10 λεπτά ή τα σκευάσματα που έχουν λοσιόν, π.χ. το μαλαθείον, για μερικές ώρες και η θεραπεία επαναλαμβάνεται μετά από 7-10 ημέρες. Σημειώνεται ότι τόσο τα πυρεθροειδή, όσο και το μαλαθείο, παραμένουν στα μαλλιά και ασκούν δράση έως και δύο εβδομάδες μετά την εφαρμογή τους. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Μετά τη θεραπεία τα κατεστραμμένα ωάρια από άσπρα γίνονται καφέ, αλλά εξακολουθούν να παραμένουν προσκολλημένα στις τρίχες, το βρέξιμο δε των μαλλιών με διάλυμα ξυδιού (1:1 με νερό) και το κτένισμα με λεπτό κτένι βοηθούν στην απομάκρυνσή τους. Τονίζεται, όμως, ότι αυτό πρέπει να γίνεται πριν τη φαρμακευτική θεραπεία και όχι μετά τη θεραπεία, όπως συνηθίζεται. Επίσης, στο μεσοδιάστημα της θεραπείας, να μη χρησιμοποιούνται σαμπουάν με conditioners και να μη γίνεται στέγνωμα με σεσουάρ, γιατί το ξύδι, τα conditioners και ο ζεστός αέρας του σεσουάρ αδρανοποιούν το αντιφθειρικό που παραμένει στην τρίχα.
Οι μαξιλαροθήκες, οι πετσέτες, τα σεντόνια -ό,τι δηλαδή έρχεται σε επαφή με τα μαλλιά- πρέπει να πλυθούν με ζεστό νερό. Οι βούρτσες και οι κτένες να μπουν σε λεκάνη με ζεστό νερό. Θερμοκρασία νερού 55οC καταστρέφει την ώριμη φθείρα, τις νύμφες και τα ωάρια σε 5 λεπτά. Σημειώνεται ότι το στεγνό καθάρισμα (καθαριστήριο) δεν καταστρέφει τη φθείρα.
Δεδομένου ότι η ώριμη φθείρα επιβιώνει μακριά από τον άνθρωπο 1-2 ημέρες, τα δε ωάρια εκκολάπτονται σε 6-10 ημέρες, τα λούτρινα παιχνίδια, που κοιμάται μαζί τους το παιδί, πρέπει να πλένονται και να απομονώνονται σε πλαστική σακούλα για 12- 14 ημέρες.
Όταν η θεραπεία αποτύχει, συχνά οφείλεται στο ότι δεν δόθηκαν σωστές οδηγίες, δεν ακολουθήθηκαν σωστά οι οδηγίες χρήσης του αντιφθειρικού φαρμάκου, δεν απολυμάνθηκαν τα ρούχα και ο γύρω χώρος και, τέλος, στο ότι υπάρχει αντοχή στα αντιφθειρικά φάρμακα.
Παγκοσμίως, από τα μέσα της δεκαετίας του 90, έχει περιγραφεί αντοχή της φθείρας στα αντιφθειρικά φάρμακα. Ο βαθμός αντοχής στο κάθε αντιφθειρικό κυμαίνεται από χώρα σε χώρα και εξαρτάται ευθέως από το βαθμό κατανάλωσής του. Μάλιστα, για αποφυγή αντοχής συνιστάται να μη χρησιμοποιείται το ίδιο αντιφθειρικό στο παιδί στη διάρκεια του ίδιου εξαμήνου, αλλά να γίνονται εναλλαγές. Στη χώρα μας δεν έχουμε ανάλογες μελέτες, έχουμε, όμως, εμπειρία της αντοχής της φθείρας στα αντιφθειρικά φάρμακα.
Έτσι, πολλοί σήμερα ακολουθούν μηχανικούς τρόπους απομάκρυνσης της φθείρας και αποφεύγουν τη φαρμακευτική αγωγή. Βέβαια, δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά μεταφέρεται η προσωπική εμπειρία.
Το ξύρισμα του τριχωτού της κεφαλής είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, όμως, δεν συνιστάται γιατί αποτελεί τραυματική εμπειρία για το παιδί. Ορισμένοι χρησιμοποιούν βούρτσες θερμαινόμενες ή ηλεκτρονικές.
Ο παιδοδερματολόγος Schachner (γνωστός για το πολύ ωραίο βιβλίο της παιδοδερματολογίας) συνιστά επάλειψη του τριχωτού της κεφαλής με 30- 40g βαζελίνη για όλο το βράδυ και λούσιμο το επόμενο πρωί. Οι αναπνευστικές σπείρες της ώριμης φθείρας που εντοπίζονται μεταξύ πρώτου και δεύτερου ποδιού στο κάθε ημιθωράκιο αποφράσσονται και η φθείρα πεθαίνει από ασφυξία. Με τη βαζελίνη αποφράσσονται και οι πόροι των ωαρίων και έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα
Σε μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με ερωτήσεις από γονείς περί φθειρίασης και απαντήσεις από γιατρό, μια μητέρα έγραφε: "γιατρέ μου είμαι ενθουσιασμένη με τη συνταγή της βαζελίνης. Επιτέλους μετά από μήνες έχουμε πια απαλλαγεί από τις ψείρες. Είναι αδύνατο όμως να καθαρίσω το κεφάλι του παιδιού μου από τη βαζελίνη". Η απάντηση του γιατρού ήταν: "χρησιμοποιείστε προσεκτικά λίγο υγρό για πλύσιμο πιάτων. Είναι πολύ αποτελεσματικό".
Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ζουμπουλάκης, έχοντας υπ' όψη τους τον ίδιο μηχανισμό συνιστούν μαγιονέζα αντί βαζελίνης, ενώ άλλοι gel για κράτημα μαλλιών.
Στο Lancet (2000) δίνεται η παρακάτω συνταγή: Κτένισμα των μαλλιών με λεπτή κτένα ένα λεπτό επιπλέον αφού δούμε να πέφτει η τελευταία φθείρα, 3 φορές ημερησίως την πρώτη ημέρα, στη συνέχεια 2 φορές ημερησίως πέντε ημέρες επιπλέον αφού δούμε την τελευταία φθείρα και μετά μία φορά ημερησίως. Δεδομένου ότι τα ωάρια εκκολάπτονται σε 6-10 ημέρες και η φθείρα ωριμάζει σε άλλες 10 ημέρες, αν έχουν περάσει 20 ημέρες από την τελευταία φορά που είδαμε φθείρα με το κτένισμα, τότε το παιδί δεν έχει πρόβλημα. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι η συνταγή αυτή είναι αποτελεσματική, δεν υπάρχει κίνδυνος τοξικότητας, δεν αντενδείκνυται στα ασθματικά παιδιά και στις εγκύους και δεν υπάρχει πιθανότητα ανάπτυξης αντοχής.
To 1978 δημοσιεύθηκε στο British Journal of Dermatology άρθρο με θέμα τη συστηματική από του στόματος χορήγηση κοτριμοξαζόλης για την αντιμετώπιση της φθειρίασης του τριχωτού της κεφαλής. Η κοτριμοξαζόλη, που βρίσκεται στο αίμα του παιδιού και απομυζάται από τη φθείρα, πιθανά καταστρέφει τα συμβιωτικά βακτηρίδια που βρίσκονται στο έντερό της ή έχει άμεση τοξική επίδραση. Δεν έτυχε βέβαια ευρείας αποδοχής. Σήμερα, συνιστάται από ορισμένους η χορήγηση κοτριμοξαζόλης (10mg/kg ημερησίως για 3 ημέρες και επανάληψη μετά από 10 ημέρες) σε ακραίες περιπτώσεις. Υπάρχει βέβαια ισχυρός αντίλογος στο ότι δεν είναι δυνατό να χορηγείται ένα αντιβιοτικό, που δυνητικά προκαλεί σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, για την αντιμετώπιση της φθειρίασης.
Όταν οι συμβατικές θεραπείες αποτύχουν, χορηγείται ιβερμεκτίνη. Η ιβερμεκτίνη προέρχεται από μύκητα και έχει χημική δομή ανάλογη των μακρολιδών, χωρίς όμως αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Έχει επίσημη έγκριση κυκλοφορίας στην Αμερική ως ανθελμιτικό και τελευταία στη Γαλλία κατά της ψώρας. Είναι ασφαλές φάρμακο, αν και ακόμη δεν έχει χορηγηθεί σε παιδιά ηλικίας <5 ετών. Όσον αφορά στη φθείρα, δρα στο νευρικό της σύστημα (αντλία χλωριούχων), προκαλώντας συνεχή διέγερση και θάνατο. Είναι φθειροκτόνο και όχι ωαριοκτόνο. Χορηγείται σε μία δόση, 150-200μg/kg, με επανάληψη σε 7-10 ημέρες. Επίσης, υπάρχει ιβερμεκτίνη σε λοσιόν 0.8%.
Μεγάλη σημασία για την αντιμετώπιση της φθειρίασης έχει η πρόληψη. Τονίζεται ότι τα παιδιά δεν πρέπει να μοιράζονται κτένες, βούρτσες κ.λπ. Επίσης, δεν πρέπει να κρεμούν τα σακάκια τους σε κοινές κρεμάστρες στο σχολείο, αλλά το καθένα να έχει το σακάκι του στην καρέκλα του. Η κοινή κρεμάστρα αποτελεί σύνηθες μέσο μετάδοσης της φθείρας.
Ακόμη, υπάρχουν και απωθητικά της φθείρας του τριχωτού της κεφαλής που γράφονται σε παραδοσιακές συνταγές (π.χ. ένα κουταλάκι ελαιόλαδο, ένα κουταλάκι τσαγέλαιο, ένα κουταλάκι ευκαλυπτέλαιο σε λίγο σαμπουάν. Ο αφρός παραμένει στα μαλλιά του παιδιού για 30 λεπτά), απωθητικά σαμπουάν, λοσιόν και spray από αιθέρια έλαια, χωρίς όμως πλούσια επιστημονική τεκμηρίωση.

ΨΩΡΑ (scabies)
Είναι κνησμώδης, πολύ μεταδοτική δερματοπάθεια. Οφείλεται στο άκαρι sarcoptes scabiei var hominis, που παρασιτεί αποκλειστικά στον άνθρωπο. Η μετάδοση του παράσιτου γίνεται κυρίως μετά από στενή επαφή με άτομο που πάσχει.
Το γονιμοποιημένο θήλυ εισδύει στην κερατίνη στιβάδα της επιδερμίδας και με κυτταρόλυση δημιουργεί σήραγγα, στην οποία εναποθέτει τα αυγά του. Μετά από 3-4 ημέρες εκκολάπτονται οι νύμφες, που περίπου σε δύο εβδομάδες ωριμάζουν σε ενήλικα ακάρεα. Έχουν μήκος 0.3-0.5mm, στρογγυλό σώμα και 4 ζεύγη ποδιών. Τα άρρενα μετά τη γονιμοποίηση πεθαίνουν. Ο κύκλος αυτός επαναλαμβάνεται. Τα θήλεα ζουν περίπου ένα μήνα και στο διάστημα αυτό γεννούν περί τα 90 ωάρια. Στον άνθρωπο που πάσχει, απομονώνονται, σε κάθε δεδομένη στιγμή, περίπου 10-15 θήλεα ακάρεα.
Οι σήραγγες έχουν σχήμα ακανόνιστο ή οφιοειδές, μήκος 10-15mm και πλάτος 1mm. Στο τελικό άκρο, όπου βρίσκεται και το άκαρι, υπάρχει μαργαριταροειδής φυσαλίδα. Στους ενήλικες και στα μεγάλα παιδιά οι σήραγγες εντοπίζονται κυρίως στις μεσοδακτύλιες πτυχές των χεριών, ενώ στα βρέφη και τα μικρά παιδιά, στις παλάμες, τα πέλματα και μερικές φορές στο πρόσωπο.
Δεκαπέντε ημέρες έως 2 μήνες μετά την πρωτομόλυνση και 1-3 ημέρες μετά την επαναμόλυνση εμφανίζεται κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, κνησμός (ιδιαίτερα έντονος τις βραδινές ώρες) και από το ξύσιμο δρυφάδες και επιμολύνσεις. Στα μεγάλα παιδιά και στους ενήλικες ο κνησμός εντοπίζεται κυρίως στις μεσοδακτύλιες πτυχές των χεριών, στην έσω επιφάνεια των καρπών, στις μασχάλες, γύρω από τη θηλή του μαστού, στον ομφαλό και στην περιγεννητική περιοχή. Στα βρέφη και τα μικρά παιδιά, οι βλάβες και ο κνησμός είναι διάχυτα. Στα βρέφη, χαρακτηριστικά είναι τα υποεπιδερμιδικά φλυκταινίδια που εντοπίζονται στις παλάμες και τα πέλματα. Τα ερυθρόφαια οζίδια αποτελούν αντίδραση υπερευαισθησίας στο άκαρι, γι' αυτό συχνά επιμένουν και μετά τη θεραπεία. Στα μεγάλα παιδιά και στους ενήλικες εντοπίζονται γύρω από τις μασχάλες και την περιγεννητική περιοχή, ενώ στα μικρά παιδιά είναι διάσπαρτα. Σημειώνεται ότι σε άτομα ιδρυματικά, σε πνευματικώς καθυστερημένα, σε άτομα που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή (ανεπάρκεια κυτταρικού σκέλους της άμυνας) ή σε πολύ ηλικιωμένα, η ψώρα εκδηλώνεται με υπερκερατωσικές πλάκες που βρίθουν από παράσιτα. Ο κνησμός είναι ήπιος, οι υπερκερατωσικές πλάκες εκλαμβάνονται ως άλλη δερματοπάθεια και έτσι καθυστερεί η διάγνωση. Ο τύπος αυτός της ψώρας ονομάζεται νορβηγική ψώρα, διότι πρωτοπεριγράφηκε σε λεπρούς της Νορβηγίας.
Η ανεύρεση του ακάρεως με μικροσκόπιο σε υλικό από μαργαριταροειδή φυσαλίδα θέτει τη διάγνωση. Εξάλλου, η ίδια η σήραγγα αποτελεί παθογνωμονικό σημείο της νόσου. Από τον κνησμό όμως και το ξύσιμο η σήραγγα συνήθως καταστρέφεται (90% των περιπτώσεων). Έτσι, στην πράξη η διάγνωση τίθεται από την παρουσία έντονου κνησμού, τις δερματικές βλάβες και την ύπαρξη νοσούντων στο στενό περιβάλλον του παιδιού. Ηωσινοφιλία και αύξηση των επιπέδων της ανοσοσφαιρίνης IgE παρατηρείται σε 30% των περιπτώσεων.
Από τα τοπικά σκευάσματα κατά της ψώρας (πίνακας 2), στην Ελλάδα κυκλοφορούν το βενζοϊκό βενζύλιο και τελευταία το πυρεθροειδές εστεπαλλεθρίνη.
Για το βενζοϊκό βενζύλιο υπάρχουν διάφορα θεραπευτικά σχήματα, π.χ. μετά από ζεστό μπάνιο δύο συνεχείς επαλείψεις του δέρματος από το λαιμό και κάτω, με μεσοδιάστημα δέκα λεπτών, το επόμενο πρωί τρίτη επάλειψη και το βράδυ μπάνιο. Μετά από μια εβδομάδα επανάληψη. Για την εστεπαλλεθρίνη (spregal) συνιστάται επάλειψη, το φάρμακο παραμένει στο δέρμα για τουλάχιστον 12 ώρες και επανάληψη μετά από μια εβδομάδα. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στο υπονύχιο, γιατί συχνά βρίθει από παράσιτα. Μπορεί να χρησιμοποιήσουμε το σκεύασμα και το θεραπευτικό σχήμα στο οποίο είμαστε εξοικειωμένοι. Είναι σημαντικό η θεραπεία να γίνει ταυτόχρονα σ' όλα τα μέλη της οικογένειας, γιατί είναι πιθανό τα ασυμπτωματικά μέλη να βρίσκονται στο στάδιο επώασης της νόσου.
Δεδομένου ότι το άκαρι μπορεί να ζήσει μακριά από τον ξενιστή του μέχρι τρεις ημέρες και καταστρέφεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 50οC, στο τέλος της θεραπείας, πρακτικά, ό,τι πλένεται πρέπει να πλυθεί και ό,τι δεν πλένεται να ψεκασθεί. Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο για την οικογένεια. Όταν υπάρχει δυνατότητα εξοχικού -πολλοί έχουν κάποιο σπίτι στην επαρχία- προσωπικά συνιστώ να φύγουν από το σπίτι τους, για παράδειγμα, Παρασκευή βράδυ και να γίνει η θεραπεία στο εξοχικό το Σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα θα βρουν το σπίτι αποστειρωμένο. Τα ακάρεα θα έχουν πεθάνει από ασιτία. Ο κνησμός και οι δερματικές βλάβες υποχωρούν 1-2 εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Επιμονή των συμπτωμάτων 3 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας σημαίνει μη ίαση, επαναμόλυνση ή αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής. Τονίζεται ότι μετά την ίαση τα οζίδια μπορεί να επιμένουν για μήνες. Η παρουσία τους συχνά αποτελεί αίτιο άσκοπης θεραπείας.
Άφησα στο τέλος ένα καινούργιο φάρμακο για αντιμετώπιση της ψώρας, την ιβερμεκτίνη. Η ιβερμεκτίνη έχει τη μέγιστη συγκέντρωσή της στο πλάσμα πέντε ώρες μετά την από του στόματος χορήγησή της. Στο δέρμα φτάνει με την κυκλοφορία και διαχέεται στην επιδερμίδα δια του σμήγματος. Έχει τη μέγιστη συγκέντρωσή της στην επιδερμίδα 8 ώρες μετά τη χορήγηση. Ο χρόνος υποδιπλασιασμού είναι 36 ώρες. Χορηγείται σε μία δόση 200μg/Kg εφ' άπαξ. Η δόση αυτή επαναλαμβάνεται μετά από 14 ημέρες. Η ίαση είναι 100%.
Στα πλεονεκτήματα του φαρμάκου είναι ότι αμέσως πριν και στο μεσοδιάστημα της θεραπείας ο πάσχων αντενδείκνυται να πλυθεί για να μην αφαιρεθεί το σμήγμα από το δέρμα του, που είναι απαραίτητο για τη διασπορά του φαρμάκου στην επιδερμίδα. Δεν χρειάζεται αλλαγή κλινοσκεπασμάτων κ.λπ., δεδομένου ότι από την επιδερμίδα το φάρμακο διαχέεται στο περιβάλλον και δρα. Με τη σύνθεση του πληθυσμού που μας επισκέπτεται στα νοσοκομεία, θα μας ήταν αρκετά χρήσιμο και αξίζει να το έχουμε στη φαρμακευτική μας φαρέτρα. Σημειώνεται ότι η ψώρα δεν αφήνει μόνιμη ανοσία.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΤΟΠΙΚΑ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΨΩΡΑΣ
Benzyl benzoate lotion 20-25%
Pyrethrins: permethrin 5% cream, esdepallethrine 0.63% aerosol
Lindane 1% lotion ή cream
Malathion 0.5% cream
Sulfiram 25% solution
Sulfur precipitated 2-10% in petrolatum
Crotamiton 10% cream
Ivermectin 0.8% lotion

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Brown S, Becher J, Brady W. Treatment of ectoparasitic infections: review of the English language literature, 1982-1992. CIC 1995; 20(1):S104-109.
Burgess IF, Brown CM, Peock S, Kaufman J. Head lice resistant to pyrethroid insecticides in Britain. BMJ 1995; 311:752.
Burkhart CG, Burkhart CN, Burkhart KM. An assessment of topical and oral prescription and over the counter treatments for head lice. J Am Acad Dermatol 1998; 38:979-982.
Capasso L, Tota G. Lice buried under the ashes of Herculaneum. The Lancet 351:992.
Chosidow O. Scabies and pediculosis. The Lancet 2000; 355:819-826.
Elston DM. Controversies concerning the treatment of lice and scabies. J Am Acad Dermatol 2002; 46(5):794-6.
Haas N, Lindemann U, Frank K, Sterry W, Lademann J, Katzmann W. Rapid and preferential sebum secretion of ivermectin: a new factor that may determine drug responsiveness in patients with scabies. Arch Dermatol 2002; 138:1.618-1.619.
Meinking TL, Serrano L, Hard B, Entzel P, Lemard G, Rivera E et al. Comparative in vitro pediculicidal efficacy of treatments in a resistant head lice population in the United States. Arch Dermatol 2002; 138:220-224.
Muncuoglou K, Friger M, Ioffe-Uspensky I, Ben_Ishai F, Miller J. Louse comb versus direct visual examination for the diagnosis of head louse infestations. Ped Dermatol 2001; 18:9-12.
Nguyen VX, Robert P. Treatment of head lice. N Engl J Med 1997; 336:734.
Pollack RJ, Kiszewski A, Armostrong P, Hahn C, Wolfe N, Rahman HA et al. Differential permethrin susceptibility of head lice sampled in the United States and Borneo. Arch Pediatr Adolesc Med 1999; 153:969-973.
Roffe C. Treatment of pediculosis capitis by dry combing. The Lancet 2000; 355:1724.
Schachner LA. Treatment resistant head lice: alternetive therapeutic approaches. Pediatr Dermatol 1997; 14:409-410.
Shashindran CH, Gandhi IS, Krishnasamy S, Ghosh MN. Oral therapy of pediculosis capitis with cotrimoxasole. Br J Dermatol 1978; 98:699-700.
Walker GJA, Johnstone PW. A systematic review of the treatment of scabies. Arch Dermatol 2000; 136:387-389.
Wendel K, Rompalo A. Scabies and pediculosis pubis: an update of treatment regimens and general review. CID 2000; 35(2):S146-151.

 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα