Η κυστεοουρητηρική συμβολή:
πρώτη αναφορά στο Γαληνό

Δ. Καραμπερόπουλος

Ιπποκράτειo Ίδρυμα της Κω
Υποβλήθηκε: 19/2/2003

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η λειτουργία των ουρητήρων, της ουροδόχου κύστεως και της κυστεοουρητηρικής συμβολής, η οποία εμποδίζει την επιστροφή των ούρων από την ουροδόχο κύστη στον ουρητήρα και τους νεφρούς αποδεικνύεται για πρώτη φορά πειραματικά από το Γαληνό (2ος αι.μ. Χ.) στα έργα του «Περί Φυσικών δυνάμεων» και «Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων». (Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 2003, 50(2):180-182)

Λεξεις ευρετηριαμού: Γαληνός, κυστεοουρητηρική συμβολή, ουρητήρ, ουροδόχος κύστη.

Η λειτουργία της κυστεοουρητηρικής συμβολής για πρώτη φορά διαπιστώνεται πειραματικά από το μεγαλύτερο μετά τον Ιπποκράτη ιατρό της αρχαιότητας, το Γαληνό (2οςαι. μ.Χ.). Oι προγενέστεροι του Γαληνού ιατροί αναφέρονταν στους νεφρούς, στην ουροδόχο κύστη και στην ουρήθρα, χωρίς, όμως, να κάνουν μνεία στη λειτουργία της κυστεοουρητηρικής συμβολής.
O μνημονευόμενος στην Ιπποκρατική Συλλογή[1] όρος «ουρητήρ» αποδίδεται για την ουρήθρα, όπως τεκμαίρεται από το παρατιθέμενο χωρίο: «Τοίσι δε θήλεσι λίθοι ου γίγνονται ομοίως. O γάρ ουρητήρ βραχύς εστιν, ο της κύστιος και ευρύς, ώστε βιάζεσθαι το ούρον ρηιδίως. Oύτε γαρ τη χειρί τρίβει το αιδοίον ώσπερ το άρσεν, ούτε άπτεται του ουρητήρος. Ες γάρ τα αιδοία ξυντέτρηνται (οι δε άνδρες ουκ ευθύ τέτρηνται και διότι οι ουρητήρές εισιν ουκ ευρέες)». Και σε νεοελληνική απόδοση: «Τα κορίτσια δεν προσβάλλονται τόσο συχνά όσο τα αγόρια από λιθίαση. Γιατί η ουρήθρα τους είναι κοντή και πλατειά, με τέτοιο τρόπο, ώστε τα ούρα βρίσκουν εύκολα διέξοδο απ' αυτήν. Και δεν έχουν τη συνήθεια, όπως τα αγόρια, να τρίβουν με το χέρι τους τα γεννητικά τους όργανα, ούτε να αγγίζουν την ουρήθρα. Η ουρήθρα των γυναικών ανοίγεται αμέσως κοντά στο αιδοίο, ενώ στους άνδρες ο αγωγός αυτός δεν είναι ίσιος ούτε πλατύς».
Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου είναι και το κείμενο που ο Ρούφος ο Εφέσιος[2] παραθέτει για τη σχετική ορολογία: «Και το κοίλωμα δια ού το σπέρμα και το ούρον αποκρίνεται, ουρήθρα, και πόρος ουρητικός. Oυρητήρα δε ου χρή καλείν. Εισί γαρ ουρητήρες άλλοι, δια ών το ούρον από των νεφρών εις κύστιν ρεί». Συμπληρωματικά σημειώνεται ότι ο Αριστοτέλης[3] αποκαλεί τους ουτητήρες απλώς με τον όρο «πόροι», όπως στα χωρία «εκ δε του κοίλου των νεφρών φέρουσι πόροι άναιμοι εις την κύστιν δύο νεανικοί, εξ εκατέρου είς» και «εκ δε των νεφρών η γινομένη υπόστασις διηθουμένων των υγρών δια του σώματος των νεφρών εις το μέσον συρρέηΙ εκ δε του μέσου δια τούτων των πόρων εις την κύστιν ήδη ως περίττωμα αποκρίνεται».

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΦOΡΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤOΥΡΓΙΑΣ OΥΡΗΤΗΡΩΝ - ΚΥΣΤΕΩΣ
O Γαληνός στο έργο του «Περί φυσικών δυνάμεων»[4] αναφέρει ότι ο ιατρός Ασκληπιάδης (1ος αι. π.Χ.) δεν δεχόταν τη λειτουργία των νεφρών και τη μεταφορά των ούρων δια των ουρητήρων στην ουροδόχο κύστη, αλλά υποστήριζε ότι τα ούρα «ατμοειδώς ευθύς εκ των κατά την κοίλην μερών εις την κύστιν αθροίζεσθαι». O Γαληνός αντικρούει την άποψη αυτή με τα πειράματα που πραγματοποίησε σε ζώα, και αποδεικνύει πειραματικά τη λειτουργία των ουρητήρων στη μεταφορά των ούρων, καθώς και την μη επιστροφή τους από την ουροδόχο κύστη στους ουρητήρες. Με έμφαση ο Γαληνός τονίζει ότι «αν κάποιος μόνος του θελήσει να δοκιμάσει αυτά (τα πειράματά του), θα αντιληφθεί σε μεγάλο βαθμό την αναίδεια του Ασκληπιάδου».
Συγκεκριμένα, ο Γαληνός συνιστά «να διανοίξει κανείς το προ των ουρητήρων περιτόναιον», να πιάσει του ουρητήρες και να τους κάνει μια περίδεση. Θα παρατηρήσει μετά από λίγο ότι η ουροδόχος κύστη θα είναι άδεια. Στη συνέχεια, αν λύσει τους ουρητήρες, θα γεμίσει η ουροδόχος κύστη με τα ούρα, αφού εν τω μεταξύ έχει γίνει περίδεση της ουρήθρας και, αν πιέσει την ουροδόχο κύστη από κάθε πλευρά, θα παρατηρήσει ότι τα ούρα δεν παλινδρομούν στους ουρητήρες και στους νεφρούς.
O Γαληνός συνεχίζοντας τα πειράματά του σημειώνει ότι, αφού αδειάσει η ουροδόχος κύστη λύνοντας το δεσμό της ουρήθρας, γίνεται περίδεση στον ένα ουρητήρα, ενώ τον άλλο τον αφήνουμε ελεύθερο να μεταφέρει τα ούρα στην ουροδόχο κύστη. Παρατηρούμε σε λίγη ώρα ότι ο ένας ουρητήρας, ο δεμένος, είναι διατεταμένος προς το μέρος του νεφρού, ενώ ο άλλος που δεν έχει περίδεση είναι χαλαρός και έχει γεμίσει την ουροδόχο κύστη με ούρα. Ακολούθως, γίνεται τομή πρώτα στον διατεταμένο από τα ούρα ουρητήρα, όπου παρατηρούμε ότι «εξακοντίζεται το ούρον εξ αυτού καθάπερ εν ταις φλεβοτομίαις το αίμα» και μετά στον άλλο ουρητήρα, αφού όμως γίνει και σ' αυτόν περίδεση μεταξύ τομής και ουροδόχου κύστεως. Διαπιστώνεται έπειτα από λίγη ώρα ότι, ενώ η ουροδόχος κύστη είναι άδεια, ο χώρος μεταξύ των εντέρων και του περιτοναίου είναι γεμάτος από ούρα, όπως θα συνέβαινε εάν το ζώο έπασχε από ύδρωπα.
O Γαληνός, στο κείμενο «Περί φυσικών δυνάμεων», καταλήγει με την παρατήρηση ότι αν κανείς θέλει μάθει και την αιτία για την οποία δεν επιστρέφουν τα ούρα από την κύστη στους ουρητήρες, τότε θα είναι δυνατόν να πεισθεί και μέσω αυτού για την πρόνοια και την τέχνη της φύσεως. Και την αιτία αυτή ο Γαληνός την αποκαλύπτει σε ένα άλλο του έργο στο «Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων»,[5] Λόγος Ε, κεφ. ιγ'. Συγκεκριμένα, παρατηρεί ότι οι ουρητήρες καταφύονται λοξώς στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως, η αποκαλούμενη σήμερα κυστεοουρητηρική συμβολή, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος η επιστροφή των ούρων στους ουρητήρες «και ούτως ακριβές πώμα τω πόρω γιγνόμενον, ώστε μή μόνον τοις υγροίς αδύνατον είναι την εις του πίσω φορά, αλλά και τω πνεύματι».
Συμπερασματικά τονίζεται ότι ο Γαληνός με πειράματα που διενήργησε σε ζώα αποδεικνύει για πρώτη φορά τη λειτουργία των ουρητήρων και την μη επιστροφή των ούρων από την ουροδόχο κύστη στους ουρητήρες, η οποία επιτυγχάνεται από τη λοξή φορά των ουρητήρων κατά την εμφύτευσή τους στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως και δικαίως έχει χαρακτηρισθεί ως πατήρ της πειραματικής φυσιολογίας.[6]

The ureterovesical junction by Galen
D. Karamperopoulos
(Ann Clin Pediatr Univ Atheniensis 2003, 50(2): 180-182)

The function of ureter, bladder and ureterovesical junction, which doesnΥt permit the reflux of urine from bladder to ureter and kidneys, for the first time was proved experimentally by Galen in his books "On the natural faculties" and "On the usefulness of the parts of the body".

Key words: Galen, uterovisical junction


ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙΑ
1. Ιπποκράτους, Περί αέρων, υδάτων και τόπων 9, και απόδοση στην νεοελληνική υπό Καίσαρος Εμμανουήλ, στην έκδοση Α. Μαρτίνου, Ιπποκράτης, Άπαντα τα έργα, Αθήνα 1968, τόμ. Α', σελ. 165.
2. Ρούφου Εφεσίου, Περί ονομασίας των του ανθρώπου μορίων, έκδ. Ch. Daremberg- Emile Ruelle, Paris 1879, σελ. 146.
3. Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων, 671β.
4. Γαληνού, Άπαντα, έκδοση C. G. Kuehn, τόμ. ΙΙ, Λειψία 1821, σελ. 36-38 με απόδοση του κειμένου στη νεοελληνική από τον Δημ. Καραμπερόπουλο.
5. Γαληνού, Άπαντα, έκδ. C. G. Kuehn, Λειψία 1822, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 390.
6. Βλ. Σπ. Μαρκέτου, Εικονογραφημένη Ιστορία της Ιατρικής, Γ' έκδοση, Αθήνα 1996, σελ. 125.

 

 

 

ΗΟΜΕPAGE


<<< Προηγούμενη σελίδα