Τα οφέλη από τη χορήγηση rimonabant
σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2
09/05

<<< Προηγούμενη σελίδα

 

Τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης φάσης ΙΙΙ διάρκειας ενός έτους σε 1.045 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που έλαβαν rimonabant, τον πρώτο εκπρόσωπο μιας νέας κατηγορίας φαρμάκων που ονομάζονται εκλεκτικοί ανταγωνιστές CB1, κατέδειξαν ότι η χορήγηση rimonabant 20mg ημερησίως οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των επιπέδων HbA1c (δείκτης μέτρησης των επιπέδων σακχάρου στο αίμα), της δυσλιπιδαιμίας (μη φυσιολογικά επίπεδα συγκέντρωσης λίπους στο αίμα) και της συστολικής αρτηριακής πίεσης, με παράλληλη σημαντική μείωση της κοιλιακής παχυσαρκίας σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που είχαν λάβει από του στόματος αντιδιαβητική θεραπεία και χρειάζονταν περαιτέρω ρύθμιση. Στη μελέτη αξιολογήθηκαν επίσης τα προφίλ ασφάλειας και ανοχής του rimonabant συγκριτικά με εικονικό φάρμακο στον ίδιο πληθυσμό ασθενών.
Τα αποτελέσματα του πρώτου έτους της μελέτης RIO-Diabetes παρουσιάσθηκαν στις 12 Ιουνίου 2005 στις επιστημονικές ημερίδες στα πλαίσια του συνεδρίου της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας στο San Diego της Καλιφόρνια από τον Andre Scheen, Head of the Clinical Pharmacology, Division of Diabetes, Nutrition and Metabolic Disorders, Academic Hospital of Liege, University of Liege, Belgium, κύριο ερευνητή της μελέτης RIO-Diabetes και μέλος της διευθυντικής επιτροπής του προγράμματος RIO.
"Τα αποτελέσματα της μελέτης RIO-Diabetes κατέδειξαν ότι η χορήγηση rimonabant οδήγησε σε μια σημαντική μείωση των επιπέδων HbA1c και στη βελτίωση πολλών παραγόντων καρδιομεταβολικού κινδύνου πρωταρχικής σημασίας για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των ασθενών με διαβήτη τύπου 2", δήλωσε ο καθηγητής Scheen.

Στόχοι και σχεδιασμός της μελέτης RIO-Diabetes
Η μελέτη RIO-Diabetes είναι μια από τις τέσσερις διεθνείς μελέτες φάσης ΙΙΙ που αποτελούν το πρόγραμμα RIO, στο οποίο αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του rimonabant στη βελτίωση των παραγόντων καρδιομεταβολικού κινδύνου και σημειώθηκε μείωση του σωματικού βάρους σε περισσότερους από 6.600 υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς παγκοσμίως. Και οι τέσσερις μελέτες φάσης ΙΙΙ του προγράμματος έχουν ολοκληρωθεί.
Η RIO-Diabetes είναι μια διεθνής, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης ΙΙΙ, όπου συγκρίθηκε η χορήγηση δύο δοσολογικών σχημάτων με rimonabant (5mg και 20mg ημερησίως) έναντι εικονικού φαρμάκου για μια περίοδο ενός έτους. Στη μελέτη συμμετείχαν 1.045 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 σε 151 κέντρα από 11 χώρες. Στόχος της μελέτης ήταν η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας του rimonabant σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 που είχαν ήδη λάβει αντιδιαβητική θεραπεία από του στόματος είτε με μετφορμίνη ή μεσουλφονυλουρία. Στη μελέτη ερευνήθηκε η επίδραση του rimonabant στα επίπεδα HbA1c, στην περίμετρο μέσης, στο σωματικό βάρους και άλλους παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου, όπως η δυσλιπιδαιμία, η αρτηριακή πίεση και το μεταβολικό σύνδρομο. Παράλληλα αξιολογήθηκαν η ασφάλεια και η ανοχή κατά την περίοδο θεραπείας του ενός έτους.

Eυρήματα μελέτης RIO-Diabetes
Μεταξύ των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη RIO-Diabetes, τα επίπεδα HbA1c εκείνων που έλαβαν rimonabant 20mg, των οποίων στο ξεκίνημα της μελέτης ήταν 7,3%, μειώθηκαν κατά 0,7% έναντι αυτών που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p <0,001). Ποσοστό 43% των ασθενών που έλαβαν rimonabant 20mg έναντι μόνο 21% εκείνων που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p <0,001) κατάφεραν να φτάσουν τα επιθυμητά επίπεδα HbA1c κάτω του 6,5%, που είχαν ορισθεί με την έναρξη της μελέτης από τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη (IDF)[1] και την Αμερικανική Εταιρεία Κλινικών Ενδοκρινολόγων (AACE)[2]. Μεταξύ των ασθενών των οποίων τα επίπεδα HbA1c ήταν υψηλότερα του 7% κατά την εισαγωγή τους στη μελέτη, που ήταν και ο στόχος που είχε τεθεί αρχικά για τη θεραπεία από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία[3], στο 52,7% των ασθενών που έλαβαν rimonabant 20mg έναντι 26,8% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p <0,001) παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων HbA1c σε τιμές κάτω του αρχικού στόχου μέχρι το πέρας της μελέτης. Περισσότερο από το 50% της βελτίωσης στα επίπεδα HbA1c που παρατηρήθηκε με τη χορήγηση rimonabant 20mg υπολογίσθηκε ότι ήταν ανεξάρτητο της απώλειας σωματικού βάρους. (p <0,001).
"Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στα αποτελέσματα της μελέτης RIO-Diabetes είναι ότι ακόμα και σε έναν πληθυσμό ασθενών με επίπεδα HbA1c τέτοια ώστε με δυσκολία να μπορεί να επιτευχθεί περαιτέρω έλεγχος, η χορήγηση rimonabant οδήγησε σε κλινικά σημαντική μείωση των επιπέδων HbA1c", δήλωσε ο καθηγητής Scheen.
Παρατηρήθηκε απώλεια σωματικού βάρους κατά 5,3 kg στους ασθενείς που έλαβαν rimonabant 20mg/ημερησίως έναντι 1,4kg στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p <0,001). Επιπλέον, οι ασθενείς που έλαβαν rimonabant 20mg επωφελήθηκαν της μείωσης στην περίμετρο μέσης κατά 5,2 cm έναντι 1,9cm που παρατηρήθηκε στην ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο (p <0,001).
"Η απώλεια σωματικού βάρους που παρατηρήθηκε στους ασθενείς με διαβήτη που έλαβαν rimonabant αναμένεται να αποτελέσει σημαντικό εύρημα", δήλωσε ο Dr Michael D. Jensen, καθηγητής Ιατρικής, Mayo Clinic College of Medicine, Rochester, Minnesota. "Ο γλυκαιμικός έλεγχος με τις σημερινές θεραπείες συνδέεται συχνά με την αύξηση του σωματικού βάρους. Η αύξηση αυτή μπορεί να περιορίσει τα οφέλη της θεραπείας και τη συνολική βελτίωση του καρδιομεταβολικού κινδύνου", πρόσθεσε.
Κατά τη διάρκεια του ενός έτους θεραπείας τα επίπεδα της χοληστερόλης HDL και των τριγλυκεριδίων βελτιώθηκαν σημαντικά στους ασθενείς που έλαβαν rimonabant 20mg/ημερησίως. Μεταξύ των ασθενών που συμμετείχαν στη μελέτη, τα επίπεδα της χοληστερόλης HDL αυξήθηκαν κατά 15,4% στην ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg/ημερησίως έναντι 7,1% στην ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο (p <0,001), συγκριτική διαφορά με το εικονικό φάρμακο 8,3%. Επιπλέον, τα επίπεδα τριγλυκεριδίων μειώθηκαν κατά 9,1% στους ασθενείς που έλαβαν rimonabant 20mg/ημερησίως συγκριτικά με αύξηση αυτών στην ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο (p <0,001), συγκριτική διαφορά με το εικονικό φάρμακο 16,4%. Όπως παρατηρήθηκε και στα επίπεδα HbA1c, πλέον του 50% της βελτίωσης των επιπέδων της χοληστερόλης HDL υπολογίσθηκε ότι ήταν ανεξάρτητο της απώλειας σωματικού βάρους (p <0,001). Επιπλέον της βελτίωσης στα προφίλ λιπιδίων, παρατηρήθηκε μείωση 18,9% στον επιπολασμό των ασθενών που πληρούσαν τα κριτήρια για μεταβολικό σύνδρομο στην ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg συγκριτικά με 7,6% στην ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο (p=0,007). Το μεταβολικό σύνδρομο αποτελείται από μια σειρά μη φυσιολογικών μεταβολικών λειτουργιών που συνδέονται με την κοιλιακή παχυσαρκία, όπως υψηλά επίπεδα γλυκόζης, μεγάλη περίμετρο μέσης, αθηρογενή δυσλιπιδαιμία (χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης ή υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων) και υψηλή αρτηριακή πίεση, παράγοντες που σχετίζονται με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικών και/ή καρδιαγγειακών νοσημάτων[4].
Ασφάλεια και ανοχή του rimonabant στην μελέτη RIO-Diabetes
Στη μελέτη RIO-Diabetes αξιολογήθηκε επίσης η ασφάλεια και ανοχή του rimonabant 20mg, 5mg έναντι του εικονικού φαρμάκου, τα αποτελέσματα των οποίων ήταν σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από όλο το πρόγραμμα μελετών φάσης ΙΙΙ με rimonabant όπου συμμετείχαν 6.600 ασθενείς. Συνολικά, οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιες και παροδικές και συμπεριλάμβαναν κυρίως ναυτία (12,1% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20 mg/ημερησίως έναντι 5,7% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο), υπνηλία (9,1% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg/ημερησίως έναντι 4,9% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο), διάρροια (7,4% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20 mg/ημερησίως έναντι 6,6% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο), έμετο (5,9% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20 mg/ημερησίως έναντι 2,3% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο), υπογλυκαιμία (5,3% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg/ημερησίως έναντι 1,7% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο), κόπωση (5,3% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg/ημερησίως έναντι 3,7% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο) και ανησυχία (5,0% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg/ημερησίως έναντι 2,6% για την ομάδα που έλαβε εικονικό φάρμακο). Τα ποσοστά διακοπής θεραπείας εξαιτίας ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν σε άλλες μελέτες του προγράμματος RIO (13,8% έναντι 7,2% για την ομάδα που έλαβε rimonabant 20mg και εικονικό φάρμακο αντίστοιχα στο ένα έτος και στις τέσσερις μελέτες RIO).

Ενδοκοιλιακή παχυσαρκία και διαβήτης
Πρόκειται για μια παγκόσμια πανδημία, μιας και ο αριθμός των διαβητικών ασθενών αναμένεται να ανέλθει στα 333 εκατομμύρια το 2025[5] από 194 εκατομμύρια που είναι σήμερα[5]. Οι διαβητικοί ασθενείς συχνά πάσχουν από μεταβολικό σύνδρομο, παρουσιάζουν δηλαδή κοιλιακή παχυσαρκία και αθηρογενείς μεταβολικές διαταραχές που τους οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Πρόσφατα στοιχεία απέδειξαν ότι η κοιλιακή παχυσαρκία είναι καλύτερος δείκτης πρόβλεψης του εμφράγματος μυοκαρδίου από ότι το σωματικό βάρος ή ο δείκτης μάζας σώματος[6]. Η κοιλιακή παχυσαρκία μπορεί εύκολα να υπολογιστεί από την περίμετρο της μέσης[7] και αποτελεί δείκτη ενδοκοιλιακού λιπώδους ιστού[8]. Η περίμετρος μέσης αποτελεί έναν εύκολα μετρήσιμο δείκτη ενδοκοιλιακού λίπους. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του NCEP ATPIII (National Cholesterol Education Program Adult Treatment Panel)[9], η κοιλιακή παχυσαρκία ορίζεται ως περίμετρος μέσης για τους άντρες μεγαλύτερη των 102cm και για τις γυναίκες μεγαλύτερη των 88cm.

Rimonabant
To rimonabant είναι ο πρώτος εκπρόσωπος μιας νέας κατηγορίας φαρμάκων που ονομάζονται εκλεκτικοί ανταγωνιστές CB1. Δεσμεύοντας εκλεκτικά τους υποδοχείς CB1 κεντρικά και περιφερικά, το rimonabant ρυθμίζει τη δράση του συστήματος EC (ενδοκανναβινοειδές σύστημα). Η μελέτη RIO-Diabetes διεξήχθη με χορηγία της Sanofi-Aventis.

Βιβλιογραφία
1. European Diabetes Policy Group, Diabetic Medicine 1999; 16:716-30.
2. American Association of Clinical Endocrinologists. Endocrine Pract 2002; 8(Suppl 1):40-82.
3. American Diabetes Association. Diabetes Care 2005 Jan; 28(Suppl 1).
4. Eckel RH, Grundy SM, Zimmet P. The Metabolic Syndrome. Lancet 2005; 365:1415-1428.
5. International Diabetes Federation. Facts & Figures. Available at www.idf.org.
6. Yusuf et al. Effect of potentially modifiable risk factors associated with myocardial infarction in 52 countries (the INTERHEART study): case-control study. Lancet 2004 Sep; 364(9438):11-17.
7. Despres JP. Treatment of obesity: need to focus on high risk abdominally obese patients. BMJ 2001; 322:716-720.
8. Sharma AM. Adipose tissue: a mediator of cardiovascular risk. International Journal of Obesity; 26(Suppl 24):S5-S7.
9. National Cholesterol Education Panel. ATP III Guidelines, September 2002.


 

HOMEPAGE