Δίκτυο Φροντίδας Μαστού από την Αντικαρκινική Εταιρεία

<<< Προηγούμενη σελίδα


Το ARIXTRA( (fondaparinux sodium), σε ημερήσια χορήγηση, αποδεικνύει το όφελος της θεραπείας της πνευμονικής εμβολής και της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (μελέτη MATISSE).
- Δεδομένα που παρουσιάστηκαν στα πλαίσια του συνεδρίου της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρίας στη Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ -

Harry Buller,
Καθηγητής Αγγειολογίας, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Πρόεδρος της συντονιστικής επιτροπής των μελετών MATISSE.

Φιλαδέλφεια, 9 Δεκεμβρίου 2002.
Τα αποτελέσματα των δύο κλινικών μελετών MATISSE, που παρουσιάστηκαν στις 9 Δεκεμβρίου στα πλαίσια του 44ου ετήσιου συνεδρίου της Αμερικανικής Εταιρίας Αιματολογίας, δείχνουν ότι στη θεραπεία της συμπτωματικής φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου, ο νέος συνθετικός αντιθρομβωτικός παράγοντας fondaparinux (Arixtra(r)), εκλεκτικός αναστολέας του παράγοντα Xa, είναι αποτελεσματικός, ασφαλής και πιο πρακτικός στη χορήγηση, από τις ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους και την κλασσική ηπαρίνη. Η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος είναι συνήθης και περιλαμβάνει την πνευμονική εμβολή (PΕ), που μπορεί να αποβεί θανατηφόρος, και την πρόδρομή της κατάσταση, την εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση (DVT). Η ετήσια συχνότητα της φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου στις χώρες του δυτικού κόσμου είναι 2-3 άτομα ανά 1.000 κατοίκους1,2. Αποτελεί κατ΄ επέκταση ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Στα πλαίσια του μεγαλύτερου κλινικού ερευνητικού προγράμματος που πραγματοποιήθηκε ποτέ σε αυτόν το θεραπευτικό τομέα, δύο πιλοτικές πολυκεντρικές μελέτες που συμπεριέλαβαν 4.500 ασθενείς, απέδειξαν για πρώτη φορά ότι το fondaparinux χορηγούμενο μια φορά την ημέρα (υποδόρια ένεση 7,5mg μια φορά την ημέρα() αποτελεί αποτελεσματική αρχική θεραπεία, τόσο της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, όσο και της πνευμονικής εμβολής. Οι μελέτες MATISSE επέτρεψαν την ευρύτερη εκτίμηση που έγινε ποτέ στη θεραπεία της φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου, με χορήγηση είτε ενδονοσοκομειακά, είτε κατ' οίκον.
Οι δύο μελέτες MATISSE που διεξήχθησαν είναι: η MATISSE PE και MATISSE DVT. Οι τυχαιοποιημένες μελέτες MATISSE ήταν όμοια σχεδιασμένες, προκειμένου να δείξουν ότι το fondaparinux ήταν τουλάχιστον το ίδιο αποτελεσματικό όσο και οι κλασσικές συνήθεις θεραπείες στο αρχικό στάδιο της αντιμετώπισης της πνευμονικής εμβολής και της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης. Οι ασθενείς λάμβαναν το ερευνητικό προϊόν τουλάχιστον 5 ημέρες πριν τη μακροπρόθεσμη αντιπηκτική αγωγή με αντιβιταμίνη K. Το βασικό κριτήριο εκτίμησης της αποτελεσματικότητας των δυο μελετών ήταν η πιθανότητα επανεμφάνισης συμπτωματικής φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου, αντικειμενικά διαπιστωμένης, σε διάρκεια 3 μηνών. Τα κύρια κριτήρια εκτίμησης ασφάλειας ήταν οι σημαντικές αιμορραγίες και ο θάνατος. Όλα αυτά τα κριτήρια εξετάστηκαν από μια ανεξάρτητη επιτροπή.
Η μελέτη MATISSE PE περιέλαβε 2.213 ασθενείς που παρουσίαζαν συμπτωματική πνευμονική εμβολή σε 214 ερευνητικά κέντρα, 20 διαφορετικών χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε αυτή την ανοικτή κλινική μελέτη, οι ασθενείς εντάχθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Μία ομάδα που λάμβανε fondaparinux με δοσολογία 7,5mg* μια φορά την ημέρα (με υποδόρια χορήγηση), και μια ομάδα που λάμβανε μια ενδοφλέβια ένεση κλασσικής ηπαρίνης για 5 ημέρες τουλάχιστον.
Η μελέτη MATISSE DVT πραγματοποιήθηκε σε 23 χώρες και σε συνολικά 154 ερευνητικά κέντρα σε ολόκληρο τον κόσμο, περιέλαβε 2.205 ασθενείς που εμφάνιζαν συμπτωματική εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση αλλά όχι συμπτωματική πνευμονική εμβολή. Σε αυτή την διπλή τυφλή μελέτη, οι ασθενείς εντάχθηκαν τυχαία σε δυο ομάδες. Μια ομάδα ασθενών που λάμβανε fondaparinux 7,5mg( (υποδόρια) μια φορά την ημέρα και μια ομάδα που λάμβανε ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους (enoxaparine, 1mg/Kg βάρους σώματος, δύο φορές την ημέρα), υποδόρια, για 5 ημέρες τουλάχιστον.

Σημαντικά αποτελέσματα της MATISSE
Στη διάρκεια της μελέτης MATISSE PE, η συχνότητα επανεμφάνισης συμπτωματικής φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου στη χρονική περίοδο παρακολούθησης των 3 μηνών ήταν 3,8% (42 ασθενείς στους 1.103) στους ασθενείς της ομάδας που λάμβανε fondaparinux και σε 5% (56 ασθενείς στους 1.110) στους ασθενείς της ομάδας που λάμβανε κλασσική ηπαρίνη (ανάλυση με πρόθεση για θεραπεία ΙΤΤ, απόλυτη διακύμανση: 1,2%: 95% CI: -3% ως 0,5%). H συχνότητα σημαντικής αιμορραγίας (1,3% με χορήγηση fondaparinux έναντι 1,1% με κλασσική ηπαρίνη) ήταν πολύ μικρή και συγκρίσιμη στις δύο ομάδες. Καμία σημαντική διαφορά δεν παρατηρήθηκε ως προς τη θνησιμότητα σε 3 μήνες. Η ανάλυση, βάσει πρωτοκόλλου, της αποτελεσματικότητας έδειξε συχνότητα 2,9% στους ασθενείς της ομάδας που λάμβανε fondaparinux και 4,4% στους ασθενείς της ομάδας που λάμβανε κλασσική ηπαρίνη.
Το fondaparinux χορηγούμενο υποδόρια καθημερινά, μία φορά την ημέρα, είναι τουλάχιστον το ίδιο αποτελεσματικό και ασφαλές όσο και η ενδοφλέβια χορήγηση ηπαρίνης στην προσαρμοσμένη δοσολογία. Παρατηρήθηκε επίσης μια τάση στην αποτελεσματικότητα υπέρ του fondaparinux (επιτεύχθηκε μείωση του σχετικού κινδύνου με χορήγηση fondaparinux κατά 25% -ανάλυση με πρόθεση για θεραπεία ΙΤΤ-) χωρίς να είναι στατιστικά σημαντική.
Στη μελέτη MATISSE DVT, η συχνότητα επανεμφάνισης συμπτωματικής φλεβικής εν τω βάθει θρόμβωσης ήταν 3,9% (43 ασθενείς στους 1.098) στην ομάδα που λάμβανε fondaparinux και 4,1% (45 ασθενείς στους 1.107) στην ομάδα που λάμβανε enoxaparine (θεραπευτική ανάλυση και διακύμανση: 0,2%: 95% CΙ:-1,8% έως 1,5%). Η συχνότητα σημαντικής αιμορραγίας (1,1% με το fondaparinux έναντι 1,2% με enoxaparine) ήταν μικρή και συγκρίσιμη στις δύο ομάδες. Καμία σημαντική διαφορά στα επίπεδα θνησιμότητας δεν παρατηρήθηκε σε 3 μήνες. Η ανάλυση, βάσει πρωτοκόλλου, της αποτελεσματικότητας στην ομάδα που λάμβανε fondaparinux έδειξε συχνότητα 3,4% έναντι 4,1% στην ομάδα που λάμβανε enoxaparine. Το fondaparinux χορηγούμενο μία φορά την ημέρα υποδορίως, σε συγκεκριμένη δοσολογία, είναι τουλάχιστον το ίδιο αποτελεσματικό και ασφαλές από μια προσαρμοσμένη δόση ΗΧΜΒ, χορηγούμενη δύο φορές την ημέρα υποδορίως.
Το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν εξωνοσοκομειακή θεραπεία ξεπερνά το 30% στη μελέτη MATISSE DVT και το 15% στη μελέτη MATISSE PE. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι το fondaparinux μπορεί να χορηγείται τόσο ενδονοσοκομειακά, όσο και κατ' οίκον.
Οι δύο μελέτες δείχνουν ότι το fondaparinux όταν χορηγηθεί σε καθορισμένη δοσολογία 7,5mg(, μία φορά την ημέρα υποδόρια, αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και με ασφάλεια την οξεία φάση της πνευμονικής εμβολής και της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, είτε ο ασθενής είναι στο νοσοκομείο είτε ακολουθεί κατ' οίκον θεραπεία.
Η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος είναι μια συνήθης πάθηση, που περιλαμβάνει την εν τω βάθει θρόμβωση και την πνευμονιοκή εμβολή.
Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και η πνευμονική εμβολή είναι δυο εκδηλώσεις μιας ενιαίας νόσου, της φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου, κατά την οποία οι θρόμβοι που έχουν δημιουργηθεί στα κάτω άκρα (εν τω βάθει θρόμβωση) έχουν την τάση να μεταναστεύουν στους πνεύμονες, όπου προκαλούν πνευμονική εμβολή. Η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος είναι η τρίτη σε συχνότητα καρδιαγγειακή νόσος, μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Κάθε χρόνο η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος πλήττει περί τα 2.000.000 Αμερικανούς, από τους οποίους 60.000 καταλήγουν εξ αιτίας μιας πνευμονικής εμβολής. Η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος, μόνο στην Αμερική, αντιπροσωπεύει ετήσιο κόστος για την υγεία τουλάχιστον 2,9 δις δολλαρίων3,4,5.
Σήμερα, η αρχική κλασσική αντιμετώπιση των ασθενών που παρουσιάζουν εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση γίνεται με την υποδόρια χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους (ΗΧΜΒ), σε δοσολογία προσαρμοσμένη στο βάρος σώματος, δύο φορές την ημέρα για περίπου μία εβδομάδα. Στους ασθενείς που παρουσίασαν πνευμονική εμβολή, η αρχική θεραπεία παραμένει η ενδοφλέβια χορήγηση κλασικής ηπαρίνης σε προσαρμοσμένη δόση για την ίδια χρονική περίοδο. Και στις δύο παθήσεις, είναι αναγκαία η χορήγηση ενός δυνατού αντιθρομβωτικού με ταχεία δράση στην οξεία φάση, ακολουθούμενη με δευτερογενή πρόληψη, δηλ. χορήγηση αντιβιταμίνης K για 3-6 μήνες. Για λόγους μεθοδολογίας, η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και η πνευμονική εμβολή μελετούνται ξεχωριστά στις κλινικές μελέτες, όμως η πλειονότητα των ασθενών υποφέρει ταυτόχρονα και από τις δυο παθήσεις. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα προϊόν διαθέσιμο για την αποτελεσματική και ασφαλή αντιμετώπιση των δύο παθήσεων βασιζόμενη στο ίδιο δοσολογικό σχήμα.
Το πρόγραμμα των κλινικών μελετών MATISSE στηρίχθηκε από τις εταιρίες Sanofi-Synthelabo και Organon.

Βιβλιογραφία
1. Anderson FA Jr, Wheeler HB, Goldberg RJ, et al. A population -based perspective of the hospital incidence and case- fatality rates of deep vein thrombosis and pulmonary embolism. The Worcester DVT Study. Arch Intern Med 1991; 151:933-8.
2. Kniffin WD Jr, Baron JA, Barrett J, Birkmeyer JD, Anderson FA Jr. The epidemiology of diagnosed pulmonary embolism and deep venous thrombosis in the elderly. Arch Intern Med 1994; 154:861-6.
3 .Pineo G. Low-Molecular-Weight Heparins in the treatment of Venous Thromboembolism. 2001 Medical Outcomes Management
4. Weinmann EE, Salzman EW. Deep vein thrombosis. N Engl J Med 1994; 331:1630-1641.
5. Landefeld CS, Ilanus P. Economic burden of venous thromboembolism. In: Prevention of Venous Thrombosis. New York, NY: Marcel Dekker; 1993:69-85.

Για περαιτέρω ενημέρωση, παρακαλούμε επικοινωνήστε με:
Dr H.R. Buller
Πρόεδρο της συντονιστικής επιτροπής της μελέτης MATISSE
Καθηγητή και Πρόεδρο του Αγγειακού Τμήματος της Ιατρικής Σχολής Amsterdam, Ολλανδία


( Οι ασθενείς με βάρος σώματος μικρότερο των 50κιλών λάμβαναν 5 mg fondaparinux μια φορά την ημέρα, ενώ όταν το βάρος τους υπερέβαινε τα 100κιλά λάμβαναν 10 mg μια φορά την ημέρα.


( Οι ασθενείς με βάρος σώματος μικρότερο των 50κιλών λάμβαναν 5 mg fondaparinux μια φορά την ημέρα, ενώ όταν το βάρος τους υπερέβαινε τα 100κιλά λάμβαναν 10 mg μια φορά την ημέρα.

( Οι ασθενείς με βάρος σώματος μικρότερο των 50κιλών λάμβαναν 5 mg fondaparinux μια φορά την ημέρα, ενώ όταν το βάρος τους υπερέβαινε τα 100κιλά λάμβαναν 10 mg μια φορά την ημέρα.


4/4
Communique de presse
(traduit de l'anglais)


 

ΗΟΜΕPAGE