Συνέδριο για την υγεία του προσωπικού των νοσοκομείων και του ελληνικού πληθυσμού ( 11/06/09 )

<<< Προηγούμενη σελίδα

 

 

Τις εργασίες του 17ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας, που πραγματοποιήθηκε το Μάιο στη Χερσόνησο Κρήτης, υποστήριξε χορηγικά η INTERAMERICAN, στο πλαίσιο του προγράμματος Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης "Πράξεις Ζωής" και του ειδικότερου ενδιαφέροντός της για την ιατρική έρευνα και την πρόληψη στον τομέα της υγείας. Στο Συνέδριο, που οργανώθηκε από την Παγκόσμια Ένωση Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας και παρακολούθησαν περισσότεροι από 500 σύνεδροι από όλο τον κόσμο, παρουσιάστηκαν 361 ανακοινώσεις με τα αποτελέσματα σημαντικών ερευνών τόσο για τις συνθήκες εργασίας στα νοσηλευτήρια και τις συνέπειές τους στην υγεία των εργαζομένων σε αυτά όσο και για την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και τη χρήση που γίνεται από τον ελληνικό πληθυσμό. Ακόμη, παρουσιάστηκαν συγκριτικά στοιχεία για τις ελληνίδες και μετανάστριες μητέρες, καθώς και στοιχεία μελέτης για το κάπνισμα σε πληθυσμό τρίτης ηλικίας της Κρήτης. Τα ζητήματα που ανέδειξε το Συνέδριο της Παγκόσμιας Ένωσης, της οποίας Πρόεδρος είναι ο κ. Γιάννης Τούντας, αναπλ. καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας, αποτελούν μια βάση προβληματισμού για την προαγωγή της υγείας των εργαζομένων στα νοσοκομεία και ευρύτερα του ελληνικού πληθυσμού όσον αφορά στην πρόληψη.

Στοιχεία ερευνών
Το προσωπικό των νοσοκομείων
Υψηλά επίπεδα στρες που σχετίζεται με την εργασία τους αναφέρουν οι εργαζόμενοι στα ελληνικά νοσοκομεία. Το 72,5% όλων των εργαζομένων αναφέρει υψηλά επίπεδα εργασιακού στρες (83% του τεχνικού προσωπικού, 80,4% του νοσηλευτικού και 52,4% του βοηθητικού προσωπικού). Σε έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 345 εργαζόμενοι από 6 ελληνικά νοσοκομεία, το 43,9% αναφέρει ότι αισθάνεται ψυχολογική καταπόνηση, το 37,2% ότι βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση χρόνου και το 34,2% ότι παρουσιάζει σωματική κόπωση. Από τους εργασιακούς παράγοντες, αρνητική επίδραση ασκούν ο κακός εξαερισμός, η ακαταστασία του χώρου, οι επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες και ο εξοπλισμός, καθώς και ο περιορισμένος εργασιακός χώρος, ο θόρυβος και η ακατάλληλη θερμοκρασία. Επίσης, όλες οι διαστάσεις της ποιότητας ζωής που σχετίζονται με την υγεία, επηρεάζονται αρνητικά από την παρουσία εργασιακού στρες και ιδιαίτερα η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, αλλά και η συναισθηματική διάσταση και η ψυχική υγεία.
Σύμφωνα με άλλη έρευνα που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο και η οποία έγινε σε 155 νοσηλευτές του Κωνσταντοπούλειου νοσοκομείου, η πλειονότητα των νοσηλευτών (73%) εκτίθεται σε κάποια μορφή βίαιης συμπεριφοράς, συνήθως λεκτικής. Συνέπεια του γεγονότος αυτού αποτελούν τα αυξημένα επίπεδα εργασιακού στρες (στο 70,1% των εργαζομένων) και η μείωση της επαγγελματικής ικανοποίησης (στο 34,2% των νοσηλευτών). Ως κύριοι παράγοντες πρόκλησης βίαιων περιστατικών αναφέρονται από το σύνολο, σχεδόν, των εργαζομένων (99%) η έλλειψη προσωπικού και ο φόρτος εργασίας.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 100 εργαζόμενους ελληνικού νοσοκομείου οι οποίοι εργάζονται μπροστά σε οθόνες, βρέθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό  αντιμετωπίζει οφθαλμολογικά προβλήματα. Το 25% παρουσίαζε ίλιγγο και επιπεφυκίτιδα, το 58% οφθαλμική κόπωση, το 41% βλεφαρίτιδα, ενώ οι μισοί εργαζόμενοι δήλωσαν ότι υποφέρουν από πονοκεφάλους, μυοσκελετικά προβλήματα και κόπωση.

Ο ελληνικός πληθυσμός
Μεγάλες ανισότητες εντοπίζονται στην πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών υγείας, όπως κατέδειξε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού (1005 άτομα). Τα άτομα στην υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη δηλώνουν ότι διαθέτουν οικογενειακό γιατρό σε ποσοστό 68,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη χαμηλότερη τάξη είναι μόλις 48%. Η πιθανότητα επίσκεψης σε επαγγελματία υγείας είναι 51% μικρότερη στους κατοίκους των αγροτικών, σε σχέση με τις αστικές περιοχές, ενώ η πιθανότητα προσφυγής σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας είναι 42% μικρότερη στο χαμηλότερο, σε σχέση με το υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Οι ανισότητες αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες και στη χρήση των υπηρεσιών στοματικής υγείας. Μόλις το 47% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει επισκεφθεί οδοντίατρο το τελευταίο έτος, με τους ανθρώπους υψηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης να έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να έχουν επισκεφθεί οδοντίατρο, σε σχέση με την χαμηλότερη τάξη. Οι σωματικά αδρανείς και οι παχύσαρκοι εμφάνισαν μικρότερη πιθανότητα να έχουν επισκεφθεί οδοντίατρο.
Επιπλέον, διαφορές παρουσιάζονται ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό και τους μετανάστες. Έρευνα σε 961 γεννήσεις, σε ελληνικό μαιευτήριο, έδειξε ότι οι ελληνίδες μητέρες εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά λοιμώξεων σε σχέση με τις μετανάστριες, από ηπατίτιδα Β (1% έναντι 7,2%), ηπατίτιδα C (0% έναντι 0,9%) και HIV (0% έναντι 0,5%). Ωστόσο, δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στο ποσοστό των γυναικών που υποβάλλονται σε καισαρική τομή (43,1% έναντι 39,4%). Οι μετανάστριες μητέρες θηλάζουν αποκλειστικά τα βρέφη τους σε υψηλότερο ποσοστό (27,5% έναντι 20%), ενώ κατά μέσο όρο γίνονται μητέρες και σε μικρότερη ηλικία (26 ετών έναντι 28 ετών).
Μελέτη σε 470 άτομα του γενικού πληθυσμού στην Κρήτη, ηλικίας περίπου 65 ετών, κατέδειξε ότι ένα σημαντικό ποσοστό (18,9%) πάσχει από Χρόνια Αναπνευστική Πνευμονοπάθεια, η οποία σχετίζεται στενά με το κάπνισμα. Από αυτούς, το 1/3 περίπου (30,4%) δε γνώριζε ότι έπασχε από τη νόσο και επομένως δεν λάμβανε και την κατάλληλη θεραπεία. Σε άλλη μελέτη επί 761 ατόμων, στην ίδια περιοχή, αξιολογήθηκε πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος, το οποίο εφαρμόζεται από το ιατρείο διακοπής καπνίσματος του νοσοκομείου Ηρακλείου. Δύο χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος το 38% των καπνιστών είχε διακόψει το κάπνισμα, με τη φαρμακευτική θεραπεία με βουπροπιόνη να εμφανίζει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με τη θεραπεία υποκατάστασης με νικοτίνη. Επίσης, άτομα υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου έδωσαν μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής του καπνίσματος.

 

Πηγή: Δελτίο Τύπου, 2 Ιουνίου 2009, Γραφείο Τύπου Ομίλου INTERAMERICAN