To 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας,
πρόκειται να πραγματοποιηθεί στις 6-8 Μαΐου 2009, στο ξενοδοχειακό συγκρότημα
Creta Maris στην Χερσόνησο της Κρήτης
( 6/05/09 )

<<< Προηγούμενη σελίδα






Αθήνα, 4 Μαΐου 2009

Υψηλά επίπεδα στρες που σχετίζεται με την εργασία τους αναφέρουν οι εργαζόμενοι στα ελληνικά νοσοκομεία. Το 72,5% όλων των εργαζομένων αναφέρει υψηλά επίπεδα εργασιακού στρες (83% του τεχνικού προσωπικού, 80,4% του νοσηλευτικού και 52,4% του βοηθητικού προσωπικού). Σε έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 345 εργαζόμενοι από 6 ελληνικά νοσοκομεία, το 43,9% αναφέρει ότι αισθάνεται ψυχολογική καταπόνηση, το 37,2% ότι βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση χρόνου και το 34,2% ότι παρουσιάζει σωματική κόπωση. Από τους εργασιακούς παράγοντες, αρνητική επίδραση ασκούν ο κακός εξαερισμός, η ακαταστασία του χώρου, οι επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες και ο εξοπλισμός, καθώς και ο περιορισμένος εργασιακός χώρος, ο θόρυβος και ακατάλληλη θερμοκρασία. Επίσης, όλες οι διαστάσεις της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με την υγεία, επηρεάζονται αρνητικά από την παρουσία εργασιακού στρες και ιδιαίτερα η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, αλλά και η συναισθηματική διάσταση και η ψυχική υγεία.
Τα παραπάνω αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στο 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στις 6-8 Μαΐου 2009, στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Creta Maris στη Χερσόνησο της Κρήτης. Το συνέδριο, το οποίο αναμένεται να παρακολουθήσουν περισσότεροι από 600 σύνεδροι απ' όλο τον κόσμο, οργανώνεται από την Παγκόσμια Ένωση Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας, της οποίας πρόεδρος είναι ο Αν. Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, κος Γιάννης Τούντας.
Σύμφωνα με άλλη έρευνα που παρουσιάζεται στο συνέδριο και η οποία έγινε σε 155 νοσηλευτές του Κωνσταντοπούλειου νοσοκομείου, η πλειονότητα των νοσηλευτών (73%) εκτίθεται σε κάποια μορφή βίαιης συμπεριφοράς, συνήθως λεκτικής. Συνέπεια του γεγονότος αυτού αποτελούν τα αυξημένα επίπεδα εργασιακού στρες (στο 70,1% των εργαζομένων) και η μείωση της επαγγελματικής ικανοποίησης (στο 34,2% των νοσηλευτών). Ως κύριοι παράγοντες πρόκλησης βίαιων περιστατικών αναφέρονται από το σύνολο σχεδόν των εργαζομένων (99%) η έλλειψη προσωπικού και ο φόρτος εργασίας.
Σε έρευνα 100 εργαζομένων ελληνικού νοσοκομείου, που δουλεύουν μπροστά σε οθόνες, βρέθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό  αντιμετωπίζει οφθαλμολογικά προβλήματα. Το 25% παρουσίαζε ίλιγγο και επιπεφυκίτιδα, το 58% οφθαλμική κόπωση, το 41% βλεφαρίτιδα, ενώ οι μισοί εργαζόμενοι δήλωσαν ότι υποφέρουν από πονοκεφάλους, μυοσκελετικά προβλήματα και κόπωση.
Μεγάλες ανισότητες εντοπίζονται στην πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών υγείας. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού (1005 άτομα), βρέθηκε ότι τα άτομα στην υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη δηλώνουν ότι διαθέτουν οικογενειακό γιατρό σε ποσοστό 68,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη χαμηλότερη τάξη είναι μόλις 48%. Η πιθανότητα επίσκεψης σε επαγγελματία υγείας είναι 51% μικρότερη στους κατοίκους των αγροτικών, σε σχέση με τις αστικές περιοχές, ενώ η πιθανότητα προσφυγής σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας είναι 42% μικρότερη στο χαμηλότερο, σε σχέση με το υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Οι ανισότητες αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες και στη χρήση των υπηρεσιών στοματικής υγείας. Μόλις το 47% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει επισκεφθεί οδοντίατρο το τελευταίο έτος, με τους ανθρώπους υψηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης να έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να έχουν επισκεφθεί οδοντίατρο, σε σχέση με την χαμηλότερη τάξη. Οι σωματικά αδρανείς και οι παχύσαρκοι εμφάνισαν μικρότερη πιθανότητα να έχουν επισκεφθεί οδοντίατρο.
Επιπλέον διαφορές παρουσιάζονται ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό και τους μετανάστες. Έρευνα σε 961 γεννήσεις, σε ελληνικό μαιευτήριο, έδειξε ότι οι Ελληνίδες μητέρες εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά λοιμώξεων σε σχέση με τις μετανάστριες, από ηπατίτιδα Β (1% έναντι 7,2%), ηπατίτιδα C (0% έναντι 0,9%) και HIV (0% έναντι 0,5%). Ωστόσο, δε βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στο ποσοστό των γυναικών που υποβάλλονται σε καισαρική τομή (43,1% έναντι 39,4%). Οι μετανάστριες μητέρες θηλάζουν αποκλειστικά τα βρέφη τους σε υψηλότερο ποσοστό (27,5% έναντι 20%), ενώ κατά μέσο όρο, γίνονται μητέρες και σε μικρότερη ηλικία (26 ετών έναντι 28 ετών).
Μελέτη σε 470 άτομα του γενικού πληθυσμού, ηλικίας περίπου 65 ετών στην Κρήτη, κατέδειξε ότι ένα σημαντικό ποσοστό (18,9%) πάσχει από Χρόνια Αναπνευστική Πνευμονοπάθεια, η οποία σχετίζεται στενά με το κάπνισμα. Από αυτούς, το 1/3 περίπου (30,4%) δε γνώριζε ότι έπασχε από τη νόσο και επομένως δε λάμβανε και την κατάλληλη θεραπεία. Σε άλλη μελέτη 761 ατόμων, στην ίδια περιοχή, αξιολογήθηκε πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος, το οποίο εφαρμόζεται από το ιατρείο διακοπής καπνίσματος του νοσοκομείου Ηρακλείου. Δύο χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος, το 38% των καπνιστών είχε διακόψει το κάπνισμα, με τη φαρμακευτική θεραπεία με βουπροπιόνη να εμφανίζει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με τη θεραπεία υποκατάστασης με νικοτίνη. Επίσης, άτομα υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου άτομα έδειξαν μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής του καπνίσματος.

Πηγή: Δελτίο Τύπου, 4 Μαΐου 2009, Τμήμα Κοινωνικής Ιατρικής ΕΚΠΑ