Η ασφάλεια χορήγησης βουδεσονίδης
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
Σημαντικά αποτελέσματα από τη μελέτη START

 

Στα πλαίσια του 100ού Διεθνούς Συνεδρίου της Αμερικανικής Εταιρίας Θώρακος (ΑTS), ανακοινώθηκαν τα συνολικά αποτελέσματα της μελέτης START[1] σχετικά με την ασφάλεια χορήγησης εισπνεόμενης βουδεσονίδης (στεροειδούς) κατά τη διάρκεια της κύησης, τα οποία ενισχύουν προηγούμενα δεδομένα[2,3] για την καλή ανοχή της ουσίας στην εγκυμοσύνη.
Σχολιάζοντας τα τελευταία αυτά στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια της βουδεσονίδης, ο καθηγητής Michael Silverman (Leicester ChildrenΥs Asthma Center at the Department of Child Health, University of Leicester, UK), βασικός ερευνητής της μελέτης, υποστήριξε: «Τα συνολικά αποτελέσματα της μελέτης START, υπογραμμίζουν ότι η βουδεσονίδη είναι με διαφορά το καλύτερα τεκμηριωμένο εισπνεόμενο στεροειδές, στο θέμα της ασφάλειας ακόμη και κατά τη διάρκεια της κύησης».
Η START είναι η μεγαλύτερη μελέτη για το άσθμα που έχει πραγματοποιηθεί παγκοσμίως, συνολικής διάρκειας 5 ετών, η οποία συμπεριέλαβε περισσότερους από 7.000 ασθενείς (ενήλικες και παιδιά) σε 32 χώρες. Κύριος στόχος της μελέτης START ήταν η διερεύνηση του κατά πόσο η έγκαιρη έναρξη θεραπείας με βουδεσονίδη έχει ευνοϊκά αποτελέσματα στη μακροχρόνια εξέλιξη του άσθματος σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς σε συνθήκες καθημερινής κλινικής πρακτικής.
Παράλληλα, στη μελέτη START αξιολογήθηκε η ασφάλεια της βουδεσονίδης στη μακροχρόνια χορήγηση και στην κύηση. Με βάση τον σχεδιασμό της μελέτης, οι ασθενείς τα τρία πρώτα έτη, λάμβαναν είτε βουδεσονίδη (ενήλικες 400μg και παιδιά 200μg ημερησίως) είτε placebo, σε συνδυασμό με την ήδη υπάρχουσα αντιασθματική αγωγή, ενώ τα δύο τελευταία έτη, η βουδεσονίδη προστέθηκε σε όλους τους ασθενείς. Τα αποτελέσματα των τριών πρώτων χρόνων της μελέτης έχουν ήδη δημοσιευθεί το 2003 στο Lancet4 η βαρύτητά τους όμως ενισχύεται από την ολοκλήρωση της μελέτης.
Από το συνολικό αριθμό των 2.473 γυναικών ηλικίας 15-50 ετών που συμμετείχαν στη συγκεκριμένη ανάλυση, αναφέρθηκαν 313 κυήσεις. Η ανάλυση αφορούσε την έκβαση αυτών των 313 κυήσεων, καθώς η εγκυμοσύνη δεν αποτελούσε κριτήριο αποκλεισμού της ασθενούς από τη μελέτη.
Τα αποτελέσματα αναφορικά με την έκβαση των 313 κυήσεων ήταν τα εξής:
n Η συχνότητα εμφάνισης συγγενών διαμαρτιών στα βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που λάμβαναν βουδεσονίδη ήταν παρόμοια με αυτά των οποίων οι μητέρες λάμβαναν placebo. Τα ευρήματα της μελέτης START είναι συγκρίσιμα με τα στοιχεία που προέκυψαν από μεγάλη επιδημιολογική ανάλυση των αρχείων γεννήσεων της Σουηδίας[2] η οποία συμπεριέλαβε περίπου 2.000 κυήσεις γυναικών που έκαναν θεραπεία με βουδεσονίδη από το πρώτο κιόλας τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Σύμφωνα και με αυτή τη μελέτη, η συχνότητα εμφάνισης συγγενών διαμαρτιών στα εν λόγω βρέφη δεν διέφερε από το γενικό πληθυσμό.
n Τα ποσοστά αποβολών, εκτρώσεων και εξωμήτριων κυήσεων ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες ασθενών.
Παράλληλα, η ασφάλεια της βουδεσονίδης κατά την κύηση τεκμηριώνεται και από ακόμη μία πρόσφατη δημοσίευση[3], η οποία στηρίζεται επίσης στα αρχεία γεννήσεων της Σουηδίας και αξιολόγησε 2.968 βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που έλαβαν το φάρμακο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Με βάση τα ευρήματα της μελέτης αυτής, δεν προέκυψαν διαφορές σε σχέση με το γενικό πληθυσμό αναφορικά με τα ποσοστά πρόωρων γεννήσεων ή θνησιμότητας καθώς και με το βάρος ή το ύψος των νεογνών.
Το FDA αξιολογώντας τα υπάρχοντα στοιχεία και τα ευρήματα κλινικών μελετών, άλλαξε την κατάταξη της βουδεσονίδης όσον αφορά στην ασφάλειά της κατά τη χορήγηση στην κύηση. Η βουδεσονίδη είναι το μοναδικό εισπνεόμενο στεροειδές που κατατάσσεται πλέον στην κατηγορία Β, με βάση κλινικές μελέτες που έχουν αποδείξει την ασφάλειά της, ενώ όλα τα υπόλοιπα στεροειδή παραμένουν στην κατηγορία C.
Τέλος, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, η θεραπεία με βουδεσονίδη είναι καλά ανεκτή, με χαμηλό δείκτη εμφάνισης τοπικών ανεπιθύμητων ενεργειών όπως βήχας ή βράγχος φωνής[5]. Παράλληλα και ο κίνδυνος εμφάνισης συστηματικών ανεπιθύμητων ενεργειών είναι πολύ μικρός και δεν σχετίζεται με αύξηση των καταγμάτων[6] ή της πιθανής εμφάνισης καταρράκτη στους ασθενείς[7]. Επίσης, η μακροχρόνια χορήγηση βουδεσονίδης σε παιδιά (έως και 13 έτη συνεχούς θεραπείας) δεν επηρέασε την ανάπτυξή τους[8].

Βιβλιογραφία
1. Silverman M, Sheffer A, Diaz Amor P et al. Prospective pregnancy outcome data in patients with newly diagnosed, mild persistent asthma treated with once-daily budesonide: 5-year results from the START study. Am J Respir Crit Care Med 2004; 169:A91.
2. KŠllŽn B, Rydhstroem H, Αberg A. Congenital malformations after the use of inhaled budesonide in early pregnancy. Obstetrics and Gynecology 1999; 93(3):392-5.
3. Norjavaara E, De Verdier MG. Normal pregnancy outcomes in a population-based study including 2968 pregnant women exposed to budesonide J Allergy Clin Immunol 2003; 111: 736-42
4. Pauwels R, Pedersen P, Busse WW et al. Early intervention with budesonide in mild persistent asthma: a randomised double-blind trial. Lancet 2003; 361:1071-1076.
5. Selroos O, Backman R, ForsŽn KO et al. Local side-effects during 4-year treatment with inhaled corticosteroids - a comparison between pressurized metered-dose inhalers and Turbuhaler. Allergy 1994; 49:888-90.
6. Johnell O, Pauwels R, Lofdahl CG et al. Bone mineral density in patients with chronic obstructive pulmonary disease treated with budesonide Turbuhaler¨. Eur Respir J 2002; 19(6):1058-63.
7. Agertoft L, Larsen FE, Pedersen S. Posterior subcapsular cataracts, bruises and hoarseness in children with asthma receiving long-term treatment with inhaled budesonide. Eur Respir J 1998; 12(1):130-5.
8. Agertoft L, Pedersen S. Effect of long-term treatment with inhaled budesonide on adult height in children with asthma. N Engl J Med 2000; 343(15):1064-69.

 


<<< Προηγούμενη σελίδα