Κατευθυντήριες οδηγίες
για την παρακολούθηση
ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα
που υποβλήθηκαν
σε ριζική θεραπεία

ΣΤΑΥΡOΣ ΒOΓΙΑΤΖΗΣ[1], ΑΔΑΜΑΝΤΙOΣ ΧΛΩΡOΣ[2], ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚOΥΡΑ[3]
[1]Πνευμoνoλόγoς Επιμελητής Β', [2]Πνευμoνoλόγoς Επιμελητής Α', [3]Αναπλ. Διευθύντρια
ΓN «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙOΥ»


<<< Προηγούμενη σελίδα

 


Από τις 170.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου του πνεύμονα που διαγιγνώσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο το 50-55%[1] αφορούν σε περιορισμένη νόσο που μπορεί να αντιμετωπισθεί ριζικά με χειρουργική επέμβαση. Από τα περιστατικά αυτά τελικά, ένα ποσοστό μόνο και όχι όλα, θα οδηγηθούν στη χειρουργική τράπεζα[2]. Τέλος, ένας μικρός αριθμός ασθενών θα λάβει θεραπεία με ακτινοβολία αν πρόκειται για μη μικροκυτταρικό καρκίνο και συνδυασμό ακτινοθεραπείας - χημειοθεραπείας αν πρόκειται για μικροκυτταρικό.





Η παρακολούθηση ασθενών που έχουν υποβληθεί σε ριζική θεραπευτική αντιμετώπιση (χειρουργική ή μη) για καρκίνο του πνεύμονα πρέπει να έχει στόχο τα εξής: α) να μπορεί να αντιμετωπίσει τυχόν επιπλοκές που προκλήθηκαν από τις θεραπευτικές ενέργειες που έγιναν και β) να αναγνωρίσει την υποτροπή του πρωτοπαθούς όγκου ή την ανάπτυξη μιας νέας πρωτοπαθούς νεοπλασίας τόσο νωρίς, ώστε να είναι δυνητικά πάλι αντιμετωπίσιμη με ριζική θεραπεία.

Κατευθυντήριες οδηγίες

Από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτουν τέσσερις οδηγίες για το μη μικροκυτταρικό[3-6] και δύο για το μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα[5,6] (πίνακες 1,2).
Σύμφωνα με τις οδηγίες, οι επισκέψεις του ασθενούς γίνονται σχετικά συχνά τα δύο πρώτα χρόνια, λιγότερα συχνά για το τρίτο έως το πέμπτο έτος και μία φορά ετησίως ύστερα από την πενταετία. Αυτό το «μοντέλο» επισκέψεων προκύπτει από το γεγονός ότι υποτροπή του πρωτοπαθούς όγκου εμφανίζεται συχνότερα τα δύο πρώτα έτη. Πολύ μεγάλη σημασία έχουν τα συμπτώματα του ασθενούς που πρέπει να κινητοποιούν άμεσα τόσο τον ίδιο, όσο και το θεράποντα ιατρό. Όσον αφορά στις απεικονιστικές μεθόδους δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία ποια μέθοδος και πόσο συχνά πρέπει να χρησιμοποιείται. Οι περισσότερες των οδηγιών προτείνουν και συμφωνούν ότι η CT θώρακος δεν θα πρέπει να αποτελεί εξέταση ρουτίνας.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε τα εξής:
Σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα που έλαβαν ριζική θεραπεία, η παρακολούθηση για τυχόν άμεσες επιπλοκές που σχετίζονται με το είδος της θεραπείας πρέπει να γίνεται από τον ανάλογο ειδικό ιατρό και να διαρκεί τρεις έως έξι μήνες. Από αυτό το χρονικό σημείο ο ασθενής πρέπει να συμμετέχει σε ένα κατάλληλο πρόγραμμα παρακολούθησης, το οποίο να είναι ικανό να αναγνωρίσει πρώιμα τυχόν υποτροπή ή ανάπτυξη ενός νέου πρωτοπαθούς όγκου.
Οι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα που έλαβαν ριζική θεραπεία πρέπει να παρακολουθούνται κάθε έξι μήνες για τα πρώτα δύο χρόνια και κατόπιν ετησίως. Σε κάθε επίσκεψη πρέπει να λαμβάνεται πλήρες ιατρικό ιστορικό, να διενεργείται φυσική εξέταση του ασθενούς και να γίνεται κάποια απεικονιστική εξέταση (ακτινογραφία ή CT θώρακος).



Οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται το θεράποντα ιατρό μόλις εμφανιστούν συμπτώματα.
Θεωρητικά, η παρακολούθηση ασθενών για την πρώιμη αναγνώριση τυχόν υποτροπής ή ανάπτυξης νέου πρωτοπαθούς όγκου πρέπει να γίνεται από συγκεκριμένη ομάδα ιατρών. Η ομάδα αυτή, πρέπει να έχει ένα μακροχρόνιο πλάνο παρακολούθησης, το οποίο και να προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες κάθε ασθενούς ξεχωριστά. Εάν είναι δυνατόν, ο ιατρός που διέγνωσε αρχικά τον πρωτοπαθή όγκο πρέπει να ηγείται αυτής της ομάδας.
Δεν συνιστάται η παρακολούθηση ασθενών με διάφορες αιματολογικές εξετάσεις, καρκινικούς δείκτες, με χρήση φθορίζουσας βρογχοσκόπησης και με PET scanning.
Ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα που καπνίζουν, πρέπει να ενημερώνονται και να ενθαρρύνονται για τη διακοπή του καπνίσματος.


Βιβλιογραφία
1. Grossman J. The evolution of inhaler technology. J Asthma 1994; 31(1):55-64.
2. Dessanges JF. A history of nebulization Aerosol. Med Spring 2001; 14(1):65-71.
3. Chan TY. Anticholinergic poisoning due to Chinese herbal medicines. Vet Hum Toxicol Apr 1995; 37(2):156-7.
4. Barnes PJ. Is Asthma a nervous disease? Chest 1995; 107:119s-124s.
5. Barnes PJ. Neural control of human airways in health and disease Am Rev Respir Dis 1986; 134:1.289-1.314.
6. Mak JCW, Barnes PJ. Autoradiographic Visualization of Muscarinic Receptor Subtypes in human and Guinea oig Lung. Am Rev Respir Dis 1990; 141:1.559-1.568.
7. Barnes PJ. Muscarinic receptor subtypes in airways. Life Sci 1993; 52:521-527.
8. Ashe JH Yaroch CA. Neuropharmacology 1984; 23:1.321-1.329.
9. Minette PA, Lammers J, Dixon CMS, Mc Cusker MT, Barnes PJ. J Appl Physiol 1989; 67:2.461-2.465.
10. Barnes PJ. New therapies for chronic obstructive pulmonary disease. Thorax 1998; 53:137-147.
11. Alabaster VA. Discovery and development of selective M3 antagonists for clinical use. Life Sci 1997; 60:1.053-60.
12. Takahashi T, Belvisi MG, et al. Effect of Ba 679 BR on cholinergic transmission in guinea pig and human airways. Am J Respir Crit Care Med 1994; 150:1.640-1.645.
13. Barnes PJ. New developments in anticholinergic drugs. Eur Respir Rev 1996; 6:290-294.
14. Disse B, Speck G, Rominger KL, Witek TJ, Hammer R. Tiotropium: Mechanistical considerations and Clinical Profil in COPD. Life Sci 1999; 64:457-464.
15. Barnes PJ. The pharmacological properties of Tiotropium. Chest 2000; 117(2):63s-66s.
16. Disse B. Antimuscarinic treatment for lung diseases. From research to clinical practice. Life Sci 2001; 68:2.557-2.564.

 

ΗΟΜΕPAGE