Οι Μακάβριοι Χοροί

Φώτης Βλαστός


<<< Προηγούμενη σελίδα



1. Το Θέατρο της Μεσαιωνικής Μελαγχολίας
Ο δέκατος πέμπτος αιώνας υπήρξε το φθινόπωρο του Μεσαίωνα. Η Ευρώπη βγήκε από αυτή τη θεοκρατούμενη και αιματηρή εποχή με κέρδη και απώλειες. Στα κέρδη συγκαταλέγονται η δημιουργία σταθερών, «εθνικών» κρατών, η ίδρυση Πανεπιστημίων, η άνθηση ενός «κοσμικού» πνεύματος: συνθήκες που ασφαλώς επέτρεψαν την εμφάνιση της Αναγέννησης. Στις απώλειες, κυριαρχεί η καταστροφή του συλλογικού χρόνου. Καθώς ο ευρωπαίος πολίτης επωμίζεται εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές ευθύνες, ο ήλιος και η καμπάνα δεν επαρκούν για να βηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές του. Ο χρόνος τρέχει γρηγορότερα και καθίσταται «προσωπικός». Το «εγώ» αποτελεί πλέον τον τόπο των στοχασμών, το «συναίσθημα» την πηγή της ποίησης και «η φθαρτότητα» το αντικείμενο του πρώτου λυρικού θεάτρου.
Στα τέλη του Μεσαίωνα, το θέατρο γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Σε όλον τον 14ο αιώνα κυριαρχεί το είδος του «Θαύματος» (Miracle), που θέτει επί σκηνής μια θεϊκή παρέμβαση (ενός αγίου, της Παρθένου) υπέρ ενός θνητού ήρωα. Τα 40 περίπου «Θαύματα» της Παρθένου που συντέθηκαν μεταξύ 1339 και 1382 μαρτυρούν για την επιτυχία του είδους. Παρουσιάζονταν τακτικά από χριστιανικές αδελφότητες.
Τα «Μυστήρια» (Mysteres) ήσαν έργα που παρουσίαζαν τη ζωή ενός αγίου ή, συχνότερα, του ίδιου του Ιησού, από τον Ευαγγελισμό μέχρι την Ανάσταση και έφθαναν μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία (Έσχατη Κρίση). Τα ωριμότερα «Μυστήρια» γράφτηκαν κατά τον 15ο αιώνα: τα «Πάθη» του Eustache Mercade (1420, 25.000 στίχοι), του Arnoul Greban (1452, 35.000 στίχοι) και του Jehan Michel (1486, 30.000 στίχοι).
Ο «Δραματικός Διάλογος» (Dialogue Dramatique) κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την εκκοσμίκευση της θεατρικής δράσης. Θέτει στο επίκεντρο διάφορα θέματα ηθικής τάξης, ώστε να διαπαιδαγωγήσει το κοινό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, «Η ηθική του καλού και του κακού» (Rennes, 1439), όπου τίθεται το ζήτημα της επιλογής ανάμεσα στους δύο δρόμους, και «Η Καταδίκη του Συμποσίου» του Nicolas de La Chesnaye (1507), όπου εξαίρεται η μετριοπάθεια.
Έτσι, η δραματική τέχνη φθάνει από το θρησκευτικό, στον ηθικό και, τέλος, στον κοινωνικό προβληματισμό. Εγκαταλείποντας τα θεϊκά πάθη, θέλει να διδάξει στο κοινό την ανθρώπινη μιζέρια.
Η φάρσα (Sotie) αποτελεί την κατεξοχήν σατυρική θεατρική μορφή. Καταγγέλλει, μέσω του σαρκαστικού γέλιου, την τρέλα του κόσμου και της αντιπαραθέτει τη «σοφία» των τρελών (Sots). Φθάνει μέχρι την πολιτική κριτική, όπως στο «Παιχνίδι του Πρίγκιπα των Τρελών» (1512) του Pierre Gringore, που δεν διστάζει να διακωμωδήσει τον πάπα Ιούλιο ΙΙ, που τότε βρισκόταν σε σύγκρουση με το βασιλιά Φραγκίσκο τον πρώτο.
Αλλά τι ακριβώς ήσαν οι φάρσες; Επρόκειτο για μικρά έργα (300 έως 500 οκτασύλλαβοι στίχοι) με περιορισμένο αριθμό ηρώων, που χαρακτηρίζονταν κυρίως από την κοινωνική τους κατάσταση (ο απατημένος σύζυγος, ο ερωτευμένος, η ξελογιάστρα). Το αγαπημένο θέμα τους ήταν η κριτική του γάμου. Αριστούργημα θεωρείται «Η Φάρσα του Κυρίου Πατελέν», γραμμένη μεταξύ 1456 και 1469, τριπλάσια σε έκταση από το μέσο όρο, με ίντριγκα που αναδεικνύει το θέμα του «απατημένου που απατά» και της πονηριάς που βασιλεύει στον κόσμο.
Ίσως κανένας άλλος Γάλλος ποιητής του ύστερου Μεσαίωνα δεν αποθανάτισε με τόση ενάργεια το κλίμα της κοινωνικής σύγχυσης και ανασφάλειας που επικρατούσε στην αποδεκατισμένη Ευρώπη, μετά τον εκατονταετή πόλεμο, από τον Francois Villon (1431-1463?), μια στοιχειωμένη φιγούρα των γαλλικών γραμμάτων. Ζώντας στις πανεπιστημιακές αυλές και στους περιθωριακούς κύκλους του Παρισιού, ο Villon βίωσε έναν κόσμο εγκλήματος κι ευαισθησίας που αποτύπωσε στο διασωθέν έργο του: μόνο 3.300 στίχοι, απλοϊκοί ως προς τα μετρικά σχήματα και το ύφος, αλλά δραστικοί ως προς τον κοινωνικό και ηθικό σαρκασμό που εκφράζουν. Στη «Μπαλάντα των κρεμασμένων» και στη «Μπαλάντα των αλλοτινών κυριών», ο Villon κάνει ευθεία αναφορά στο θάνατο, στον επερχόμενο και στο βεβαιωμένο.
Ο 15ος αιώνας είναι ο αιώνας της μελαγχολίας, της συνειδητοποίησης της τραγικότητας του κόσμου. Ο χρόνος βάζει τη μάσκα του Πεπρωμένου για να σημαδέψει την ανθρώπινη μοίρα, να καταναλώσει και να οδηγήσει απαρέγκλιτα τον άνθρωπο στον τελικό του προορισμό, τα γηρατειά και το θάνατο.

2. Η απεικόνιση του θανάτου
Ενώ στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, ο σκελετός δεν αναπαρίσταται παρά μόνον όταν ο νεκρός είναι ανυπόληπτος, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αναδύεται σταδιακά ένα κίνημα που οδηγεί από την αλληγορική αναπαράσταση του θανάτου στην προσωποποίηση του ίδιου του θνήσκειν και, τέλος, στην προσωποποίηση των νεκρών και του θανάτου.
Ήδη, κατά τον 12ο αιώνα, η προσωποποίηση του θανάτου αποτελεί κεκτημένο. Ο θάνατος αναπαρίσταται πλέον ως ένα πτώμα, χωρίς φύλο, κατά τρόπο όλο και περισσότερο ρεαλιστικό. Κατά το 13ο αιώνα, ο θάνατος γίνεται ένας θεριστής με το δρεπάνι του. Η εικόνα αυτή θα περιμένει την Αναγέννηση, για να γενικευθεί. Γύρω στα 1230 και στις μετώπες των κεντρικών εισόδων των καθεδρικών ναών της Amiens, της Reims και του Παρισιού, ο θάνατος αναπαρίσταται σαν ο τέταρτος καβαλάρης της Αποκάλυψης. Τον βλέπουμε ακόμα σαν κυνηγό με το δίχτυ του, το τόξο και τα βέλη του. Κατά τον 14ο αιώνα, εξαπλώνεται η αναπαράστασή του σαν μουσικός με το βιολί του ή με μια γκάιντα. Τέλος, εμφανίζεται σαν νεκροθάφτης, με το φέρετρο και το φτυάρι του. Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της εποχής δεν διστάζουν να απεικονίσουν τον «θριαμβεύοντα» θάνατο.
Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα συντελείται μια σημαντική αλλαγή: ο θάνατος αναπαρίσταται σαν πτώμα, αρχικά ντυμένο, στη συνέχεια γυμνό και τέλος γίνεται ένα αποξηραμένο σκέλεθρο που φέρει ακόμη ελάχιστα κουρέλια. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς μια γραμμική εξέλιξη σ' αυτές τις απεικονιστικές συνήθειες, καθώς οι διάφορες μορφές συχνά συνυπάρχουν, τουλάχιστον μέχρι τον 15ο αιώνα.
Έκτοτε, ο θάνατος «ξεφλουδίζεται». Αντί γι' αυτόν, απεικονίζονται οι νεκροί, έτσι όπως ο καθένας θα μπορούσε να τους δει να παραδίδονται στους νόμους της φυσικής αποσύνθεσης, στα νεκροταφεία της εποχής, αλλά και σε περιόδους πολέμων ή επιδημιών. Εξάλλου, η γνώση του ανθρώπινου σώματος είχε προοδεύσει, τουλάχιστον στην Ιταλία, όπου νεκροτομές εκτελούνταν από το 1340.


Ξυλογραφίες μακάβριων
χορών από την ιστορική
έκδοση του Guyot Marchand: O πάπας, ο αυτοκράτορας,
η εμπόρισσα, η νοικοκοιρά.







3. "Ubi sunt qui ante nos"

Οι Επικήδειες Τέχνες, οι Ars Moriendi, εμπνέονται από τη χριστιανική πίστη ότι ο θάνατος είναι «το τίμημα της αμαρτίας». Ήδη, από το 12ο αιώνα, ο Thibau de Marly (1135-1190) περιγράφει στο ποίημά του «Οι στίχοι του Θανάτου» (les vers de la mort) τις εφιαλτικές συνθήκες της κόλασης και συμβουλεύει να διατηρήσουμε μια δυσπιστία ως προς το σάρκινο περίβλημα της ψυχής μας. Γνωστότεροι «Οι στίχοι του Θανάτου» του Helinant de Froidmont (1194-1197), θυμίζουν το αναπόφευκτο του θανάτου, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τη μέρα, ούτε την ώρα. Η ισότητα μπροστά στο θάνατο συμβολίζεται με την ομοιότητα στην αποσύνθεση των πτωμάτων όλων, ανεξαιρέτως των θνητών. Στο ποίημα του Gautier de Coincy ( 1236) «Περί της μιζέριας ανδρών και γυναικών και του επερχόμενου θανάτου» διαβάζουμε «Ας αφήσουμε αυτόν τον αιώνα...ο θάνατος όλα θα τα καταπιεί, και τον αυτοκράτορα και τον πάπα....Τι αξίζουν τ' αξιώματα, τι αξίζουνε τα πλούτη...βρωμερά σκουλήκια θα τα φάνε».
Ο Μακάβριος Χορός ή Χορός του Θανάτου κατάγεται πιθανότατα από τη Γαλλία. Η πρώτη χρονολογικά αναπαράστασή του βρισκόταν στο νεκροταφείο των Αγίων Αθώων (Saints-Innocents), στην καρδιά του Παρισιού, και φιλοτεχνήθηκε στα 1424, έτος δοκιμασίας για τη Γαλλία, καθώς ένα μέρος της καταλαμβάνεται από τους Άγγλους και το γαλλικό στέμμα αποδίδεται μετά το θάνατο του Καρόλου VI (1422) στο νεαρό Άγγλο πρίγκιπα Ερρίκο VI. Το Παρίσι έχει ήδη χτυπηθεί από την πανώλη (1412) και το λιμό (1417). Η Ιωάννα της Λορένης έχει εκείνη την ίδια χρονιά τα πρώτα της οράματα. Το τμήμα του νεκροταφείου που περιλάμβανε την εικόνα κατεδαφίσθηκε κατά τον 18ο αιώνα, σε μια προσπάθεια πολεοδομικής εξυγίανσης της πόλης. Ο εκδότης Guyot Marchand διέσωσε μέσω της τέχνης του, της τυπογραφίας, τη νωπογραφία του νεκροταφείου μέχρι τις μέρες μας, εκδίδοντάς την με τη μορφή της ξυλογραφίας.
Ακολούθησαν οι νωπογραφίες του Λονδίνου (περίπου το 1430), της Βασιλείας (η πρώτη, περίπου το 1440 και η δεύτερη περίπου το 1480), του Λύμπεκ (το 1463) και άλλες. Κατά τη διάρκεια όλου του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, οι Μακάβριοι Χοροί ήσαν δημοφιλέστατοι.
Σε γενικές γραμμές, οι Μακάβριοι Χοροί ζωγραφίζονταν ή, σπανιότερα, λαξεύονταν στους εξωτερικούς τοίχους των μοναστηριών, των οστεοφυλακίων, των νεκροταφείων ή στο εσωτερικό ορισμένων εκκλησιών. Σ' αυτές τις νωπογραφίες, ένα λείψανο ή ένας σκελετός χορεύει χέρι-χέρι με τον αντίστοιχό του ζωντανό. Ο αριθμός των απεικονιζόμενων και η σύνθεση εξαρτώνται από τον τόπο της αναπαράστασης. Πάνω ή κάτω από τη ζωγραφιά βρίσκονται τα λόγια με τα οποία ο Θάνατος απευθύνεται προς το θύμα του, συχνά σε έναν τόνο απειλής και κατηγορίας, σαρκαστικό και ενίοτε κυνικό. Ακολουθεί η παράκληση του ζωντανού, γεμάτη μεταμέλεια και απελπισία, εκλιπαρώντας για οίκτο. Μα ο Θάνατος δεν σέβεται κανέναν. Σέρνει στο χορό του το σύνολο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ξεκινώντας από τον πάπα, ακολουθεί η κοσμική εξουσία, οι αυτοκράτορες, οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι ιππότες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι έμποροι, οι τοκογλύφοι, οι κλέφτες, οι αγρότες, μέχρι και τα αθώα βρέφη.
Ο Θάνατος συχνά αναπαρίσταται με ένα μουσικό όργανο, σύμβολο της σαγήνης του και σχόλιο επάνω στη σχεδόν διαβολική, υπνωτική δύναμη της μουσικής (το τραγούδι των σειρήνων, ο μαγικός αυλός κ.λπ.).



Αν και νεκροί από καιρό, όπως φαίνεται, κάθε κρανίο έχει και μια γλώσσα!
(Αγγλική γελοιογραφία του 19ου αιώνα).


Το Μακάβριο Χορό χόρευαν οι μεσαιωνικοί χριστιανοί, ντυμένοι με ανάλογα κοστούμια σε ορισμένες εκκλησίες (κυρίως στο Caudebec).
Αλλά, από πού προέρχονται οι Μακάβριοι Χοροί; Ποια λογοτεχνική φόρμα τους γέννησε και ποια κοινωνική πραγματικότητα τους επέβαλε ως κυρίαρχο έθιμο στη Μεσαιωνική Ευρώπη; Πρόδρομοι των μακάβριων χορών θεωρούνται τα Vado Mori (ετοιμάζομαι να πεθάνω): λατινικά ποιήματα, προερχόμενα από τη Γαλλία, που χρονολογούνται από το 13ο αιώνα. Η πρώτη εκδοχή των Vado Mori αποδίδεται στον Helinant. Τα στιχουργήματα αυτά είναι δομημένα ως απαντήσεις στην εισαγωγική ερώτηση ?Ubi sunt qui ante nos» (που πήγαν αυτοί που πριν από μας). Στις δίστιχες απαντήσεις, διάφοροι εκπρόσωποι των κοινωνικών τάξεων θρηνούν τον επικείμενο θάνατό τους. Στην εισαγωγή τους, τα ποιήματα αυτά αναφέρονται στο αναπότρεπτο του θανάτου. Ακολουθούν τα ζευγάρια έντεκα ετοιμοθάνατων (ο βασιλιάς, ο πάπας, ο επίσκοπος, ο ιππότης, ο γιατρός, ο φιλόσοφος, ο νέος, ο γέρος, ο πλούσιος, ο φτωχός και ο τρελός). Σταδιακά, ο πρόλογος εγκαταλείπεται και ο αριθμός των ετοιμοθάνατων αυξάνεται.
Ένας άλλος μακρινός πρόδρομος των Μακάβριων Χορών ίσως είναι και ο «Θρύλος των Τριών Ζωντανών και των Τριών Νεκρών» που προέρχεται μάλλον από την Ανατολή. Ωστόσο, οι πρώτες εικονογραφήσεις του προέρχονται και αυτές από τη Γαλλία. Τα αρχαιότερα, γνωστά χειρόγραφα ανήκουν στο 13ο αιώνα και υπογράφονται από τους ποιητές Baudoin de Conde και Nicolas de Margival. O αρχικός μύθος είναι απλός: τρία λείψανα βρίσκονται στο δρόμο τριών ζωντανών (ενός δούκα, ενός κόμη και ενός πρίγκιπα). Οι τελευταίοι τρομοκρατούνται. Τα λείψανά τους απευθύνουν το λόγο «Αυτός που ήμουν είσαι. Κι αυτός που είμαι θα γίνεις. Πλούτη, δόξα και δύναμη χάνουν τη σημασία τους σαν θα διαβείς το κατώφλι». Ο «Θρύλος» έχει επίσης ζωγραφιστεί σε εκκλησίες, συνοδεύοντας το Μακάβριο Χορό ή μόνος του (Kermaria, Mesley-le-Grenet, Ferte-Loupiere, Παρίσι). Συνολικά, στη Γαλλία σώζονται 92 νωπογραφίες αυτού του είδους, 58 στην Μ. Βρετανία, 16 στην Ιταλία, 13 στη Γερμανία, 4 στην Ελβετία, 4 στη Δανία, 4 στις Κάτω Χώρες, 2 στην Ισπανία, 1 στην Ιρλανδία και 1 στη Σουηδία.
Αν και μοιάζουν σε πολλά, ο «Θρύλος» διαφέρει από το Μακάβριο Χορό σε δύο σημαντικά σημεία. Πρώτον, οι ζωντανοί στο «Θρύλο» έχουν (μετά τη συνάντηση) την ευκαιρία να επανορθώσουν για την αλαζονεία τους, ενώ για τους ζωντανούς που παίρνουν μέρος στο Χορό είναι πια αργά. Έπειτα, στο «Θρύλο», οι ζωντανοί δεν αγγίζουν και δεν χορεύουν με τους νεκρούς. Κατά μια θεωρία, ο «Θρύλος» επηρέασε τους Μακάβριους Χορούς στη Γαλλία, ενώ τα Vado Mori ενέπνευσαν τους Μακάβριους Χορούς στις γερμανικές χώρες.
Αν και συγγενείς με τα είδη και τη θεματολογία του μεσαιωνικού θεάτρου, με τα Vado Mori και με το «Θρύλο των Τριών Ζωντανών και των Τριών Νεκρών», οι Μακάβριοι Χοροί παραμένουν φιλολογικά ανεξιχνίαστοι. Κανείς δεν γνωρίζει την αληθινή τους ιστορία. Ένα είναι βέβαιο, ότι ο όρος προϋπήρχε της νωπογραφίας στους Άγιους Αθώους του Παρισιού (1424). Ο στίχος «Σέρνω το μακάβριο το χορό» υπάρχει σε προγενέστερο ποίημα του Jean Lefevre. Φαίνεται ότι η αρχική ορθογραφία της λέξης macabre ήταν macabrŽ, λέξη που μάλλον προέρχεται από το βιβλικό όρο ""Maccabee".



Νωπογραφία μακάβριου χορού από ελβετική εκκλησία (16ος αιώνας).


Η έκφραση chorea machabaeorum («Χορός των Μακαβαίων») εμφανίζεται στα 1376, αναφερόμενη στο διαδοχικό μαρτύριο των επτά αδελφών Μακαβαίων, ένα τελετουργικό μαρτύριο που ίσως ενέπνευσε την ιδέα του Χορού. Ίσως πάλι να πρόκειται για τον Ιούδα Μακαβαίο, έναν ήρωα που συχνά επικαλούνταν οι άνθρωποι του Μεσαίωνα στις προσευχές τους για τους νεκρούς. Το επίθετο «μακάβριος» δεν χρησιμοποιούνταν αρχικά παρά μόνο για το συγκεκριμένο «χορό». Από το 1842, άρχισε να σημαίνει γενικά ό,τι αφορούσε σε θέματα σχετικά με το θάνατο και τους νεκρούς.
Ίσως δεν είναι συμπτωματικό ότι η εμφάνιση των Μακάβριων Χορών συμπίπτει χρονικά με την επίσκεψη της πανώλης στα λιμάνια της Μεσογείου (έναρξη της επιδημίας από την Μεσσήνη, 1347). Η αρρώστια προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα προς την ευρωπαϊκή ενδοχώρα, με 30 έως 100 χιλιόμετρα το μήνα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του σύγχρονου ιστορικού της πανώλης J. N. Biraben. Μέχρι το 1670 καταγράφηκαν 30 κύματα στην εξάπλωση της μάστιγας. Το ψυχολογικό σοκ των ευρωπαίων ήταν μεγάλο. A peste, fame et bello, libera nos Domine! (από την πανώλη, την πείνα και τον πόλεμο, λεφτέρωσέ μας, Κύριε!).

4. Οι Μάκαβριοι Χοροί διαμέσου
των αιώνων





Νωπογραφία μακάβριου χορού από ελβετική εκκλησία (16ος αιώνας).


Ο 16ος αιώνας δεν είναι μόνο ο αιώνας της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, αλλά και της συνάντησης των ευρωπαϊκών λαών με «άλλους», διαφορετικούς κόσμους: η Κεντρική Ευρώπη συναντάται με τους Τούρκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Δυτική Ευρώπη ανακαλύπτει τους Ινδιάνους της Αμερικής. Οι άλλοι κόσμοι δαιμονοποιούνται. Οι Τούρκοι παίρνουν θέση στους Μακάβριους Χορούς της Κεντρικής Ευρώπης.
Οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες, χάρη στη νέα αισθητική, απελευθερώνονται από τα όρια των παραδοσιακών κειμένων και αναπαριστούν το θάνατο με μια εσωτερική πνευματικότητα. Ο Albert Durer (1471-1528) αντιπαραθέτει στο θάνατο τον άνθρωπο που μπορεί να σωθεί με τη θεία χάρη, στο μνημειώδες έργο του «Ο ιππότης, ο θάνατος και ο διάβολος» (1513). Στο έργο του μαθητή του Durer, Hans Baldung Grien (1485-1545) αναδύεται το δίπολο έρωτας / θάνατος και στη φρίκη του θανάτου αντιπαρατίθεται η ομορφιά της γυναίκας. Έτσι, το «μακάβριο» πνεύμα εξωραΐζεται. Τα μνημειώδη χαρακτικά του Holbein (1523-1526) εξέφρασαν το γερμανικό ύφος των Μακάβριων Χορών, με μια τάση προς τη σκηνογραφική απόδοση, και παρέμειναν εξαιρετικά δημοφιλή για αιώνες, κυρίως στις γερμανόφωνες χώρες.



Τραπουλόχαρτο της εποχής του Καρόλου VI (1392) που απεικονίζει το Θάνατο.


Η Μεταρρύθμιση δεν ξεχνά τη «μακάβρια» υπενθύμιση του θανάτου. Ούτε ο Έρασμος, ούτε ο Λούθηρος θέλουν να δουν τους πιστούς να επαναπαύονται στην προστασία της Θείας Χάρης. Έτσι, στους λουθηρανικούς ναούς, τις σκηνές της Σταύρωσης συνοδεύουν συχνά σκηνές από Μακάβριους Χορούς. Στις εικαστικές αναπαραστάσεις της εποχής, οι Μακάβριοι Χοροί παίρνουν ένα λαϊκό χαρακτήρα και μετεξελίσσονται σε ένα είδος κοινωνικής σάτιρας που συχνά θυμίζει παρέλαση μεταμφιεσμένων.
Κατά τον 18ο αιώνα, μειώνεται αισθητά το ενδιαφέρον για τους Μακάβριους Χορούς, καθώς οι νέες αναπαραστάσεις του απομακρύνονται από τα αστικά κέντρα και εντοπίζονται πλέον μόνο σε νεκροταφεία. Ο θάνατος χάνει σε επιθετικότητα και γίνεται περισσότερο «ενδο-οικογενειακή» υπόθεση για το κάθε σπίτι, σύμφωνα με την έκφραση του Ph. Aries.
Oι πλέον πρόσφατες, μνημειώδεις αναφορές στους Μακάβριους Χορούς κρύβονται στο συμφωνικό έργο του Liszt, αλλά κυρίως στην ποιητική παραγωγή του γαλλικού και γερμανικού Ρομαντισμού του 19ου αιώνα (Goethe, Theophile Gautier, Rimbaud). Ο «Μακάβριος Χορός» από τη θρυλική ποιητική συλλογή του Charles Baudelaire «Τα Άνθη Του Κακού», που εκδόθηκε στα 1857, προκαλώντας δικαστικές περιπέτειες στο δημιουργό της, και ο «Μακάβριος Χορός» του Henri Cazalis, που μελοποιήθηκε σε συμφωνικό ποίημα από τον Camille Saint-Saens, στα 1873, είναι δύο χαρακτηριστικές στιγμές της ευρωπαϊκής τέχνης του 19ου αιώνα. Με το έργο του «Ο Μακάβριος Χορός», ο Saint-Saens φέρνει τους απόηχους από τις μεσαιωνικές εκκλησίες και τα οστεοφυλάκια στις σύγχρονες συμφωνικές αίθουσες. Παίζοντας το βιολί του, ο Θάνατος οδηγεί δικαίους και αδίκους σε ένα μοιραίο, πεντάλεπτο βαλς. Η μετουσίωση της παλιάς φρίκης σε σημερινή τέχνη συντηρεί αμετάβλητη την προαιώνια απειλή. Στο ποίημα του Cazalis, o θάνατος σέρνει το χορό, παίζοντας το βιολί του:

Ταπα-ταπα-ταπ- με ξέφρενο ρυθμό
τον τάφο με τη φτέρνα του χτυπώντας,
αρχίζει ο θάνατος μεσάνυχτα χορό
τάπα-ταπα-ταπ- ένα βιολί κρατώντας.
Σφυρίζει ο βοριάς κι η νύχτα είναι βαριά
τα χαμομήλια τρέμουνε από τους στεναγμούς
γλιστρούνε άσπρα σκέλεθρα στων τοίχων τη σκιά
πηδώντας και χορεύοντας, με υπόκωφους τριγμούς.


Στον 20ό αιώνα, το μακάβριο πνεύμα ενέπνευσε δημιουργούς διαφόρων τεχνών και υφών, όπως ο Rilke, o Dali, o Lorca και ο Brecht.





O θρίαμβος του θανάτου από εκκλησία της Clusone, 15ος αιώνας



5. Ας μπούμε, λοιπόν, στο χορό
Ιδού ένα μικρό απόσπασμα από έναν από τους παλαιότερους Μακάβριους Χορούς, του 14ου αιώνα.

O ΘΑΝΑΤOΣ
Ω ιατρέ μoυ, της σκωραμίδoς σεις o ειδικός,
απόψε σας καλέσαμε να Υρθείτε ειδικώς.
Άλλoτε εγνωρίζατε τόσην ιατρικήν,
ώστε να διατάζετε με ισχύν σημαντικήν.
Όθεν o θάνατoς ζητά ανάστημα να oρθώσετε
καθώς oι άλλoι, έτσι κι εσείς, τώρα ν' απoβιώσετε.
Να διατάξετε αλλιώς πλέoν μην καρτεράτε,
χαρά σ' αυτόν πoυ δύναται μόνoς ν' αυτoϊάται.


O ΙΑΤΡOΣ
Πάει καιρός πoυ εσπoύδασα τη Φυσιoλoγία
την Τέχνη αυτή κατέκτησα με κόπoυς και θυσία,
και Θεωρία και Πρακτική και ασθενείς καμπόσoυς,
να θεραπεύω δύναμαι χιλίας τόσoυς νόσoυς.
Ωστόσo, τι να σας ειπώ,
oι σκέψεις μoυ είναι γκρίζες:
καμίαν αξίαν δεν έχoυνε τα βότανα κι oι ρίζες,
oύτε κανένα φάρμακo στη θεραπευτική.
Απέναντι στo θάνατo δε βγαίνει η Ιατρική.

O ΘΑΝΑΤOΣ
Κύριε Δικηγόρε μoυ, χωρίς ακρoατήριo,
ελάτε εδώ ν' ακoύσετε τo κατηγoρητήριo.
Καλά ως τώρα σέρνατε σε δίκες τoν κoσμάκη
και δίκη-δίκη βγάζατε μπόλικo παραδάκι.
Τις νoμικές σας τις σπoυδές να βάλετε στoν πάγo,
στo μέγα δικαστήριo πoυ τώρα σας πρoσάγω.
Καλά να τo χωνέψετε, χωρίς καμιά βιασύνη,
τo αληθινό ξεμπέρδεμα δε θέλει δικαιoσύνη.

O ΔΙΚΗΓOΡOΣ
Πρόκειται αναμφίβoλα να καταδικασθώ
κι όμως τώρα δεν δύναμαι να μ' υπερασπισθώ.
Γιατί μπρoστά στo θάνατo, πoύ έφεση, πoύ χάρη;
Κανείς πoτέ δε γλίτωσε από τo μακελάρη.
Και τώρα πoυ τo σκέφτoμαι, γνώρισα μερικoύς
πoυ ίσως τoυς αδίκησα, σ' αγώνες πoινικoύς.
Εκδίκηση τώρα ζητoύν και φόβoς μ' έχει πιάσει
γιατί o Θεός ανέλαβε τoυς πάντες να δικάσει.


Βιβλιογραφικός Προσανατολισμός
1. Gert Pinkernell: "Francois Villon: biographie critique et autres etudes, Universitatsverlag" C Winter, Heidelberg, 2002.
2. M et G Vovelle: "Vision de la mort et de lΥau-dela ". Paris, 1970.
3. Ph. Aries: "LΥhomme devant la mort". Paris, 1977.
4. P. Chaunu: "La mort a Paris, 16e, 17e et 18e siecles". Paris, 1978.
5. R Favre: "La mort dans la pensee francaise au siecles des Lumieres". Presses Universitaires de Lyon, 1978.
6. WS Stammler: "Der Totentanz, Entstehung und Deutung". Munich, 1948.
7. LP Kurtz: "The dance of Death and the macabre Spirit in European Literature". New York, Institute of French Studies, Columbia University, 1934.
8. JM Clark: "The Dance of Death in the Middle Ages and the Rennaisance". Glascow, 1950.
9. J Saugnieux: "Anthologie de la poesie francaise du Moyen Age". Paris, 1972.
10. A. Corvisier: "Les danses macabres Que sais-je?". PUF, Paris, 1998.

ΗΟΜΕPAGE