<<<Προηγούμενη σελίδα
Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών
Foundation for Economic & Industrial Research

Μεθοδολογικά προβλήματα στον υπολογισμό
της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΟΖΑΜΑΝΗΣ
ΙΟΒΕ - Τμήμα Οικονομικών της Υγείας
Αθήνα, Νοέμβριος 2000

Βασικά σημεία και συμπεράσματα
Η σύγκριση μακροοικονομικών δεικτών σχετικών με τις δαπάνες υγείας ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες χώρες δεν είναι αξιόπιστη, λόγω μεθοδολογικών προβλημάτων που υπεισέρχονται στις μετρήσεις.
Οι διεθνείς οργανισμοί δε χρησιμοποιούν κατ' ανάγκη τα ίδια πρότυπα καταγραφής στοιχείων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα πρότυπα καταγραφής του ΟΟΣΑ, η Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη δεν περιλαμβάνει τα φάρμακα που καταναλώνονται στα νοσοκομεία, τα οποία εντάσσονται στη δαπάνη ενδονοσοκομειακής περίθαλψης.
Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Βάσης Δεδομένων Υγείας του ΟΟΣΑ 2000, έχει συμπεριλάβει στα στοιχεία που έχει υποβάλλει ως Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη στον ΟΟΣΑ και τη φαρμακευτική κατανάλωση εντός των νοσοκομείων, με αποτέλεσμα να υπερεκτιμάται η συνολική δαπάνη, όταν αυτή συγκρίνεται με τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Η Δημόσια και Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, σύμφωνα με τα πρότυπα καταγραφής του ΟΟΣΑ και μετά τις απαραίτητες διορθώσεις, που δεν ήταν όλες εφικτές, όπως π.χ. η αφαίρεση από τη φαρμακευτική δαπάνη της κατανάλωσης σε ιδιωτικές κλινικές και ιδιωτικά νοσοκομεία, είναι πολύ κοντά στο μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Με δεδομένη την εκτεταμένη σκιώδη οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, οικονομικοί δείκτες με βάση το ΑΕΠ θα πρέπει να διορθώνονται βάσει του Πραγματικού Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος. Στη μελέτη αποδείχτηκε ότι η φαρμακευτική δαπάνη ως ποσοστό του διορθωμένου, ως προς την σκιώδη οικονομία ΑΕΠ, δεν αυξάνεται με ανεξέλεγκτους ρυθμούς και ότι κυμάνθηκε από το 1,1% το 1996 στο 1% το 1999.
Αξιόπιστα στοιχεία, αποδεκτά από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, συμβάλλουν στον εποικοδομητικό διάλογο, βοηθούν στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων και προάγουν την επιστημονική έρευνα. Για τους παραπάνω λόγους, κρίνεται απαραίτητη η αναβάθμιση της Στατιστικής Υπηρεσίας του υπουργείου Υγείας και θεωρείται σκόπιμη η συνεργασία της Στατιστικής Υπηρεσίας με τους εμπλεκόμενους φορείς (ασφαλιστικά ταμεία, Φαρμέτρικα κ.ά.). Μέσω της συνεργασίας αυτής, θα επιτευχθεί η συστηματική συλλογή, καταγραφή και ανάλυση των στοιχείων της φαρμακευτικής κατανάλωσης και δαπάνης στη χώρα μας και παράλληλα, θα παρέχονται ακριβή στοιχεία σε διεθνείς οργανισμούς.

Εισαγωγή
Tην τελευταία δεκαετία, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, παρατηρείται αύξηση των δαπανών υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ (Jacobzone, 2000). Παράλληλα, αυξημένη εμφανίζεται και η φαρμακευτική δαπάνη, η οποία καταλαμβάνει συνεχώς πιο σημαντικό μερίδιο επί του συνόλου των δαπανών υγείας και επί του ΑΕΠ.
Εντούτοις, η αύξηση αυτή οδηγεί συχνά σε υποκατάσταση της νοσοκομειακής περίθαλψης, ελευθερώνει πόρους και τελικά οδηγεί σε συγκράτηση ή μείωση των δαπανών υγείας (Σουλιώτης & Κυριόπουλος, 2000). Παραδείγματα από τη διεθνή βιβλιογραφία καταδεικνύουν τον παραπάνω ισχυρισμό (Lichtenberg, 1998), ενώ παράλληλα, οι κυβερνήσεις λαμβάνοντας υπόψη το κόστος σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων, δίνουν προτεραιότητα στη φαρμακευτική περίθαλψη, αυξάνοντας τα δημόσια κονδύλια φαρμακευτικής δαπάνης, με πρόσφατο παράδειγμα αυτό της Ολλανδίας (Περιοδικό SCRIP, 2000).
Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια επιχειρείται ο εξορθολογισμός του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης. Για να πετύχει αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να είναι διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία που αφορούν τη φαρμακευτική κατανάλωση και δαπάνη, κοινώς αποδεκτά από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν να απεικονιστεί στο μέγιστο βαθμό η πραγματικότητα, να εξαχθούν συμπεράσματα και να ληφθούν αποφάσεις, έχοντας υπόψη και τις λανθασμένες συγκρίσεις λόγω μεθοδολογικών σφαλμάτων σε διακρατικό επίπεδο.
Στην ανάλυση που ακολουθεί, θα γίνει αναφορά στα μεθοδολογικά σφάλματα που υπεισέρχονται στον υπολογισμό της κατανάλωσης και δαπάνης φαρμάκων στη χώρα μας. Αυτό συμβαίνει επειδή κατά τεκμήριο γίνεται χρήση στοιχείων που αφορούν πωλήσεις φαρμάκων στα δημόσια νοσοκομεία και τις φαρμακαποθήκες και όχι την κατανάλωση, όπως αυτή καταγράφεται κατά την εκτέλεση συνταγών στα φαρμακεία. Ακόμη, δεν αφαιρούνται από την κατανάλωση οι παράλληλες εξαγωγές - αποτέλεσμα του ενδοκοινοτικού εμπορίου των Ελλήνων φαρμακεμπόρων -,οι οποίες εκτιμώνται από το ΙΟΒΕ.
Τέλος, γίνεται διόρθωση του σφάλματος στο δείκτη Συνολικής Φαρμακευτικής Κατανάλωσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) αναφορικά με την Ελλάδα προς τη νοσοκομειακή κατανάλωση και εξέταση, λαμβάνοντας υπόψη την παραοικονομία στις χώρες του ΟΟΣΑ, της Συνολικής Φαρμακευτικής Δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ.

Μεθοδολογικά προβλήματα υπολογισμού της εγχώριας κατανάλωσης και δαπάνης φαρμάκων
Για τον υπολογισμό της εγχώριας κατανάλωσης και δαπάνης φαρμάκων, τα στοιχεία που κατά τεκμήριο χρησιμοποιούνται είναι της Φαρμέτρικα, θυγατρικής εταιρείας του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), η οποία καταγράφει τις πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων προς τα δημόσια νοσοκομεία και τις φαρμακαποθήκες. Από τα στοιχεία αυτά, δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη συνολική εγχώρια κατανάλωση και δαπάνη, επειδή περιλαμβάνουν τις παράλληλες εξαγωγές.
Οι παράλληλοι εξαγωγείς, επωφελούμενοι από τις διαφορές τιμών μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. αγοράζουν φάρμακα από τις φαρμακευτικές εταιρείες (με τη φτηνότερη τιμή της Ευρώπης) και τα εξάγουν προς τις ακριβές αγορές της Ε.Ε. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται μετά το 1997, αφού το νέο σύστημα τιμολόγησης που τέθηκε σε ισχύ εκείνο το έτος ευνόησε τη ραγδαία αύξηση αυτής της δραστηριότητας.
Επειδή δεν υπάρχει ένα σύστημα καταγραφής του παράλληλου εμπορίου, το οποίο θα αποτυπώνει την πραγματική εγχώρια κατανάλωση, οι παράλληλες εξαγωγές μπορούν να εκτιμηθούν ως εξής:

Εκτίμηση παράλληλων εξαγωγών
Σημαντικές ποσότητες φαρμάκων λόγω παράλληλου εμπορίου κατευθύνονται από τις φαρμακαποθήκες σε αγορές του εξωτερικού και όχι στα φαρμακεία. Επομένως, προκύπτει μία διαφορά στην αξία των φαρμάκων μεταξύ αποθήκης και φαρμακείου (σε Χονδρική Τιμή - Χ.Τ.). Η ακριβής αξία (σε Χ.Τ.) που αναλογεί στις φαρμακαποθήκες λαμβάνεται από τη Φαρμέτρικα. Κατόπιν, αφαιρείται από την αξία των πωλήσεων των φαρμακείων που υπολογίζεται με στατιστική επεξεργασία από την IMS Hellas[1]. Για λόγους αντικειμενικότητας, αφαιρείται επιπλέον ένα ποσό που αντιστοιχεί σε αποθέματα (λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αποθήκες έχουν απόθεμα 10 ημερών και την αύξηση της κατανάλωσης ανά έτος) και επιστροφές (οι οποίες είναι ουσιαστικά μηδενικές, αφού οι φαρμακευτικές εταιρείες δηλώνουν τις καθαρές πωλήσεις τους). Το τελικό ποσό είναι η εκτίμηση των παράλληλων εξαγωγών σε Χ.Τ. Σε Λιανικές Τιμές προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της αξίας των φαρμάκων σε Χονδρική Τιμή με το συντελεστή 1,458 (ο συντελεστής αυτός προσθέτει στη Χονδρική Τιμή το κέρδος του φαρμακείου και το ΦΠΑ).
[1] Λόγω της στατιστικής επεξεργασίας υπεισέρχεται στη μέτρηση στατιστικό λάθος, οπότε τα νούμερα που προκύπτουν για τις παράλληλες εξαγωγές αφορούν εκτιμήσεις.

Επομένως, με βάση την παραπάνω μεθοδολογία για τις παράλληλες εξαγωγές, η πραγματική δαπάνη φαρμάκων για τα έτη 1996, 1997, 1998, 1999 και 2000 παρουσιάζεται στον πίνακα 1:

Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη στον ΟΟΣΑ
Οι διάφοροι Ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί για την επεξεργασία στοιχείων που λαμβάνουν από τα κράτη-μέλη τους δε χρησιμοποιούν κατ' ανάγκη τα ίδια πρότυπα καταγραφής, με αποτέλεσμα αρκετές φορές να μην εξάγονται ασφαλή συμπεράσματα που αφορούν τις συγκρίσεις μεταξύ κρατών.
Επομένως, το ερώτημα που τίθεται αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές κάθε χώρας δηλώνουν στοιχεία στους εν λόγω οργανισμούς. Στην ανάλυση που ακολουθεί με βάση τους ορισμούς του ΟΟΣΑ (OECD, 2000) αναφέρεται το μεθοδολογικό σφάλμα που γίνεται από τη χώρα μας στην παροχή στοιχείων, σχετικών με τη φαρμακευτική δαπάνη.
Σύμφωνα με τα πρότυπα του ΟΟΣΑ, ο όρος Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη (Total Expenditure on Pharmaceuti-cals) ορίζεται ως εξής:
"Η συνολική κατανάλωση φαρμάκων περιλαμβάνει τα συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα της αυτοθεραπείας, τα οποία αναφέρονται συχνά ως φάρμακα OTC (Over The Counter) (ΜΗΣΥΦΑ)".
Σημείωση: Στη δαπάνη περιλαμβάνεται και η αμοιβή του φαρμακοποιού, όταν η τελευταία διαχωρίζεται από την τιμή του φαρμάκου.
Τα φάρμακα που καταναλώνονται στα νοσοκομεία εξαιρούνται. Η δαπάνη περιλαμβάνει ΦΠΑ και φόρο επί των πωλήσεων, όπου αυτοί εφαρμόζονται.
Το μέγεθος της δαπάνης στα νοσοκομεία συμπεριλαμβάνεται στην ενδο-νοσοκομειακή φροντίδα" (OECD Health Data 2000).
Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει υποβάλλει στον εν λόγω οργανισμό, στη συνολική κατανάλωση φαρμάκων περιλαμβάνει και αυτά που καταναλώνονται στα νοσοκομεία (δημόσια και ιδιωτικά), με αποτέλεσμα να υπερεκτιμώνται τα ανάλογα μεγέθη.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη στην Ελλάδα για το 1996[2] υπολογίζεται στο 1,8% του ΑΕΠ, με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ να είναι 1,2% και των ΗΠΑ 1,3%.
Το ίδιο έτος, ως ποσοστό των συνολικών δαπανών υγείας, οι φαρμακευτικές δαπάνες στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 21,3%, ενώ το 1990 το ποσοστό αυτό ήταν 16,9% (OECD Health Data 2000).
Αφαιρώντας τη δαπάνη των φαρμάκων που καταναλώθηκαν στα νοσοκομεία το 1996, ο δείκτης της Συνολικής Φαρμακευτικής Δαπάνης (Total Expenditure on Pharmaceuticals) από 1,8% του ΑΕΠ διορθώνεται στο 1,6%, ενώ η Φαρμακευτική Δαπάνη ως ποσοστό των Συνολικών Δαπανών Υγείας μετά τη διόρθωση προς τη νοσοκομειακή κατανάλωση είναι 19% (Πίνακας 2).

Ο δείκτης (Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη) διορθώνεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη και η κατανάλωση φαρμάκων στα ιδιωτικά νοσοκομεία, για τα οποία δυστυχώς δεν υπάρχουν δεδομένα.

Η Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη σε δις δραχμές και ως ποσοστό του ΑΕΠ για τα έτη 1997, 1998, 1999 και 2000, με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, δίνεται στον παρακάτω Πίνακα 3:

Στοιχεία ΟΟΣΑ και διακρατικές συγκρίσεις
Στην προσπάθεια να διεξαχθούν διακρατικές συγκρίσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, υπεισέρχονται μεθοδολογικά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα διαφορετικά συστήματα διοίκησης, χρησιμοποίησης πηγών και συλλογής δεδομένων, στους ορισμούς των μεταβλητών, στα όρια του συστήματος, στο διαχωρισμό των κοινωνικών δαπανών και των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, στο διαφορετικό τρόπο μέτρησης του ΑΕΠ, σε δημογραφικούς παράγοντες κ.ά.(Κυριόπουλος & Νιάκας, 1994).
Τελευταία, στον ΟΟΣΑ βρίσκεται σε εξέλιξη μία προσπάθεια καθορισμού ενός συστηματικού πλαισίου αναφοράς και καταγραφής δεδομένων που αφορούν το χώρο της υγείας η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση των στοιχείων, ώστε να ενισχυθεί η διακρατική και διαχρονική συγκρισιμότητα αυτών (OECD, 2000).
Ένα επιπλέον εμπόδιο στη σύγκριση στοιχείων μεταξύ των κρατών είναι η παραοικονομία στο χώρο της υγείας (Καναβός & Μόσιαλος, 1996). Στην Ελλάδα, η ανάπτυξη της παραοικονομικής δραστηριότητας στην υγεία ευνοείται για λόγους που συνδέονται με την ιδιομορφία των υπηρεσιών υγείας (Γείτονα και συν., 1997), ενώ αρκετές είναι οι μελέτες στη βιβλιογραφία που αναφέρονται στο υψηλό μέγεθος αυτής (Παυλόπουλος, 1987, Νιάκας και συν., 1990, Κυριόπουλος, 1992, Γείτονα και συν., 1996, Σουλιώτης, 2000). Επίσης, όπως αναφέρουν οι Καναβός & Μόσιαλος (1999) από τους Εθνικούς Λογαριασμούς της χώρας δε διαφεύγει μόνο η παραοικονομία, αλλά και το μέγεθος της ιδιωτικής δραστηριότητας. Να σημειωθεί ότι, η παραοικονομία μπορεί ως ένα βαθμό να εξηγήσει τη σημαντική συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στη συνολική δαπάνη για την υγεία. Επομένως, το πραγματικό ΑΕΠ είναι σημαντικά υποεκτιμημένο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην απεικονίζεται σωστά η πραγματική εικόνα, όταν πρόκειται για διακρατικές συγκρίσεις.
Μελέτη σχετική με την παραοικονομία (Schneider & Enste, 2000) για την περίοδο 1990-93 υπολογίζει την παραοικονομία στην Ελλάδα ως προς το ΑΕΠ σε 27,2% κατά μέσον όρο, ενώ την περίοδο 96-97 την ανεβάζει στο 30,1% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (μέσος όρος ΟΟΣΑ = 16,9%), με χαμηλότερο αυτό της Ελβετίας (7,8%) και των ΗΠΑ (8,8%). Η ίδια μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ η παραοικονομική δραστηριότητα αυξανόταν την τελευταία δεκαετία.
Σε ότι αφορά τον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων, δεν υπάρχουν ενδείξεις παραοικονομικής δραστηριότητας, γεγονός που οφείλεται στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς φαρμάκων, το οποίο είναι αυστηρά καθορισμένο και ρυθμισμένο από την Πολιτεία. Σε κάθε περίπτωση, εάν λαμβάνει χώρα τέτοιου είδους δραστηριότητα, το μέγεθος της είναι ουσιαστικά αμελητέο. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι οι εξής:
- Οι εταιρείες τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας, που σημαίνει ότι το λογιστικό σύστημα καθιστά αδύνατη την παράνομη διακίνηση.
- Τα λογιστικά βιβλία και ο ισολογισμός των φαρμακευτικών εταιρειών ελέγχονται από ορκωτούς λογιστές. Το ίδιο ισχύει και για τις φαρμακαποθήκες που διατηρούν επίσης βιβλία Γ' κατηγορίας βάσει νόμου.
- Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, είναι οι ταινίες γνησιότητας τις οποίες τυπώνει ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ) και παραδίδονται στις εταιρείες. Οι εταιρείες χρεώνονται με τις ταινίες και στη συνέχεια, πιστώνονται από αυτές σύμφωνα με την ανάλωσή τους πάνω στα αποθέματα και στη διακίνηση αυτών (πώληση-καταστροφή). Επομένως, είναι υποχρεωμένες να τηρούν "αποθήκη" των ταινιών γνησιότητας σύμφωνα με τους κανόνες του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ). Ακόμη, όσες ταινίες αχρηστεύονται κατά τη διαδικασία επικόλλησης πρέπει να συλλέγονται και να φυλάσσονται. Κατά τη διαδικασία της επικόλλησης τηρείται ειδικό βιβλίο ανάλωσης, όπου αναφέρεται σε πιο προϊόν επικολλήθηκε και μάλιστα, ανά παρτίδα. Επίσης, εάν αρχίσει η επικόλληση, θα πρέπει η διαδικασία αυτή να ολοκληρωθεί. Οποιαδήποτε διακοπή είναι παράνομη. Τα παραπάνω πρέπει να είναι συμβατά με την τήρηση της αποθήκης και των πωλήσεων όπως αναφέρονται στον ΕΟΦ κάθε μήνα, αλλά και στο υπουργείο Ανάπτυξης μία φορά το χρόνο.


Συμπεράσματα
Η Συνολική Δαπάνη Φαρμάκων στην Ελλάδα τα έτη 1996, 1997, 1998, 1999 και 2000 ανήλθε σε 473, 494,8, 440,1, 532 και 629,1 δις αντίστοιχα.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ η δαπάνη αυτή, με διόρθωση προς τη νοσοκομειακή κατανάλωση, αντιπροσωπεύει το 1,58%, 1,5%, 1,22%, 1,4% και 1,5% αντίστοιχα, με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (1996) στο 1,2%.
Λαμβάνοντας υπόψη και την παραοικονομία, τα παραπάνω ποσοστά διορθώνονται σε 1,21%, 1,15%, 0,94%, 1,07% και 1,15% αντίστοιχα, με το διορθωμένο μέσο όρο του ΟΟΣΑ (1996) στο 1,02%.
Επομένως, στην προσπάθεια να συγκριθούν μακροοικονομικοί δείκτες σχετικοί με τις δαπάνες υγείας ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες χώρες, λόγω των αντικρουόμενων και αναξιόπιστων στοιχείων η φαρμακευτική δαπάνη δεν μπορεί να αποτελέσει εργαλείο σύγκρισης.
Η αναξιοπιστία των στοιχείων οφείλεται στο γεγονός ότι η επεξεργασία τους παρουσιάζει μεθοδολογικά σφάλματα και η παροχή αυτών προς διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, δε γίνεται με βάση τα πρότυπα καταγραφής που ακολουθεί ο κάθε οργανισμός.
Τα αξιόπιστα στοιχεία βοηθούν στην ορθή απεικόνιση της υφιστάμενης κατάστασης, συμβάλλουν στον εποικοδομητικό διάλογο, βοηθούν στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων και προάγουν την επιστημονική έρευνα. Για τους παραπάνω λόγους, κρίνεται απαραίτητη η αναβάθμιση της Στατιστικής Υπηρεσίας του υπουργείου Υγείας και θεωρείται σκόπιμη η συνεργασία της υπηρεσίας αυτής με τους εμπλεκόμενους φορείς (ασφαλιστικά ταμεία, Φαρμέτρικα κ.ά.). Μέσω της συνεργασίας αυτής θα επιτευχθεί η συστηματική συλλογή, καταγραφή και ανάλυση των στοιχείων της φαρμακευτικής κατανάλωσης και δαπάνης στη χώρα μας και παράλληλα, θα παρέχονται ακριβή στοιχεία σε διεθνείς οργανισμούς.


Βιβλιογραφία

Ελληνική

1. M. Γείτονα, Γ. Κυριόπουλος, Γ. Καραλής. "Η άτυπη συμμετοχή στο κόστος των υπηρεσιών υγείας από ίδιες πληρωμές και η παραοικονομική δραστηριότητα". Ενιαίος Φορέας Υγείας: Αναγκαιότητα και Αυταπάτη, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1997:284-297, Αθήνα.
2. Β. Κοντοζαμάνης. Τιμές, Κατανάλωση και Δημόσια Δαπάνη στην Ελληνική Αγορά Φαρμάκων, ΙΟΒΕ, Αθήνα, 2000.
3. Γ. Κυριόπουλος., Γ. "Οικονομία και Υπόγεια Οικονομία στον Υγειονομικό Τομέα στην Ελλάδα". Κοινωνία, Οικονομία και Υγεία, 1992, 3:7, Αθήνα.
4. Γ. Κυριόπουλος & Δ. Νιάκας. "Δαπάνες Υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ". Θέματα Οικονομικών & Πολιτικής Υγείας, Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών, ΕΣΔΥ, 1994:131-154, Αθήνα.
5. Δ. Νιάκας, Γ. Σκουτέλης, Γ. Κυριόπουλος. "Διερεύνηση της Παραοικονομικής Δραστηριότητας στον Υγειονομικό Τομέα. Μία πρώτη ποσοτική προσέγγιση". Επιθεώρηση Υγείας 1990, 1(6):σελ. 42-45, Αθήνα.
6. Π. Παυλόπουλος. Η Παραοικονομία στην Ελλάδα: Μία πρώτη ποσοτική εκτίμηση. ΙΟΒΕ, Ειδικές Εκδόσεις 1987, 17, Αθήνα.
7. Κ. Σουλιώτης. Η Χρηματοδότηση του Ελληνικού Υγειονομικού Συστήματος. Κατανομή των Πόρων και Ιδιωτικές Δαπάνες Υγείας. Διδακτορική Διατριβή 2000:294-305, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
8. Κ. Σουλιώτης, Γ. Κυριόπουλος. Γ. "Εξελίξεις στην Αγορά του Φαρμάκου στην Ελλάδα". Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (υπό δημοσίευση), 2000, Αθήνα.
9. Φαρμέτρικα. Πωλήσεις Φαρμακευτικών Ιδιοσκευασμάτων (1987-1999) 2000, Αθήνα.
Ξένη
1. Jacobzone S. Pharmaceutical Policies in OECD countries: Reconciling Social and Industrial Goals. OECD's Labour Market and Social Policy Occasional 2000, 40:4, OECD, Paris.
2. Kanavos P, Mossialos E. "The Methodology of International Comparisons of Health Care Expenditures: Any Lessons for Health Policy?". Discussion 1996, 3:9, LSE Health, The London School of Economics, London.
3. Kanavos P, Mossialos E. "International comparisons of health care expenditures: what we know and what we do not know". Journal of Health Services Research Policy 1999, 4(2):122-126.
4. Lichtenberg F. Pharmaceutical Innovation, Mortality Reduction and Economic Gain. National Bureau of Economic Research 1998, USA.
5. OECD. A System of Health Accounts 2000, Paris.
6. OECD. OECD Health Data 2000, Paris.
7. Schneider F, Enste D. "Shadow Economies: Size, Causes and Consequences". Journal of Economic Litera-ture, 2000, XXXVIII:77-114.
8. SCRIP Magazine 2000, 2577, PJB Publications Ltd, UK.

ΗΟΜΕPAGE