<<< Προηγούμενη σελίδα

Οδηγία του Βασιλικού Κολεγίου Μαιευτήρων-
Γυναικολόγων του Λονδίνου για την αντιμετώπιση
της ακράτειας κατά την προσπάθεια

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ακράτεια κατά την προσπάθεια είναι ένα σύμπτωμα ή σημείο που καταδεικνύει ότι μία γυναίκα έχει ακούσια απώλεια ούρων που σχετίζεται με την προσπάθεια. Από ουροδυναμικής πλευράς αυτό σημαίνει ότι μία ανεπαρκής ουρήθρα επιτρέπει απώλεια ούρων απουσία συσπάσεως του εξωστήρα.
Η χειρουργική αποκατάσταση της ακράτειας από προσπάθεια εφαρμόζεται εδώ και ένα αιώνα. Η πρόσθια κολπορραφία ήταν η πιο δημοφιλής επέμβαση μέχρι και τη δεκαετία του 1970, αλλά τα τελευταία 20 χρόνια άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται λόγω υψηλών ποσοστών υποτροπής της νόσου και να αντικαθίσταται από οπισθοηβικές τεχνικές.
Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καταδείξει τα πλεονεκτήματα των διαφόρων τεχνικών καθώς η μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχούς χειρουργικής θεραπείας της ακράτειας κατά την προσπάθεια σχετίζεται με μια επιτυχημένη αρχική επέμβαση. Η χειρουργική θεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται έπειτα από μια περίοδο συντηρητικής θεραπείας από ειδικό η οποία είτε δεν απέδωσε ή δεν έγινε δεκτή από την ασθενή. Υπάρχουν ενδείξεις από μια ανασκόπηση της βάσης δεδομένων Cochrane ότι η άσκηση των μυών του πυελικού εδάφους είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με ακράτεια κατά την προσπάθεια ή μικτή ακράτεια. Ο ρόλος της συντηρητικής θεραπείας έπειτα από χειρουργική αντιμετώπιση της ακράτειας δεν έχει αποσαφηνιστεί.
Υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία όσον αφορά τις χειρουργικές επεμβάσεις για ακράτεια κατά την προσπάθεια, η οποία βασίζεται κυρίως σε σειρές περιστατικών (case series) παρά σε τυχαιοποιημένες μελέτες (randomised trials). Το επιτυχές θεραπευτικό αποτέλεσμα εκφράζεται με πολλούς τρόπους, τόσο υποκειμενικούς όσο και αντικειμενικούς. Γενικά το 85% των γυναικών αναφέρει βελτίωση τρεις μήνες μετά την επέμβαση για την ακράτεια, το 5% καμία αλλαγή και το 8% επιδείνωση των συμπτωμάτων. Η σημασία των επιπλοκών των χειρουργικών επεμβάσεων του αυχένα της κύστης μελετήθηκε μόλις πρόσφατα. Για παράδειγμα, η εμφάνιση ακράτειας από έπειξη ή δυσχέρειας κένωσης της κύστης μετεγχειρητικά, μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την αντίληψη μιας γυναίκας σχετικά με το τι θεωρεί η ίδια ως επιτυχές θεραπευτικό αποτέλεσμα.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Πρόσθια Κολπορραφία

Η πρόσθια κολπορραφία είναι λιγότερο αποτελεσματική στη διόρθωση της ακράτειας σε σύγκριση με τις οπισθοηβικές επεμβάσεις εφαρμογής ταινιών ανάρτησης (slings). Η πρόσθια κολπορραφία συνεχίζει να έχει θέση στη θεραπεία της πρόπτωσης χωρίς ακράτεια.
Η θεραπεία της ακράτειας έπειτα από πρόσθια κολπορραφία ποικίλει από 31-100% με βάση τη βιβλιογραφία που αφορά ανακοινώσεις περιστατικών. Η πρόσθια κολπορραφία παραμένει σε ευρεία χρήση κυρίως λόγω της χαμηλής της νοσηρότητας και της εξοικείωσης των γυναικολόγων με την επέμβαση. Η συχνότητα σοβαρών επιπλοκών κυμαίνεται στο 1% ενώ η συχνότητα της de novo υπερδραστηριότητας του εξωστήρα είναι λιγότερο από 6%. Σε σύγκριση με την κολποανάρτηση παρατηρείται μικρότερη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο και κατά 50% μικρότερη απώλεια αίματος. Η συχνότητα μακροπρόθεσμων διαταραχών κένωσης της κύστης έπειτα από πρόσθια κολπορραφία είναι περίπου μηδενική. Η απώτερη αποτελεσματικότητα μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, έτσι ώστε η εγκράτεια από το 63% τον πρώτο χρόνο μετά την επέμβαση να πέφτει στο 37% έπειτα από πέντε έτη. Η άποψη της Αμερικανικής Ουρολογικής Εταιρείας είναι ότι " οι πρόσθιες κολπορραφίες είναι η κατηγορία επεμβάσεων με τη μικρότερη αποτελεσματικότητα σε βάθος χρόνου όταν συγκρίνονται με τις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες επεμβάσεων (υπο-ουρηθρικές ταινίες, κολποαναρτήσεις, αναρτήσεις με μακριές βελόνες).
Σε πρόσφατη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στη βάση δεδομένων Cochrane, φαίνεται ότι η πρόσθια κολπορραφία είναι λιγότερο αποτελεσματική από την κοιλιακή οπισθοηβική ανάρτηση. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται στα ποσοστά εγκράτειας που αναφέρονται από τις ίδιες τις γυναίκες μετά την επέμβαση, τόσο βραχυπρόθεσμα (συχνότητα αποτυχίας στον πρώτο χρόνο μετά από πρόσθια κολπορραφία 29% έναντι 14% μετά από κολποανάρτηση), όσο και μακροπρόθεσμα ( μετά τον πρώτο χρόνο, 41% έναντι 17%). Υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαιτίας των παραπάνω διαφορών οι γυναίκες που υποβάλλονται σε πρόσθια κολπορραφία έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να επαναχειρουργηθούν για ακράτεια (23% έναντι 2%). Στα ανωτέρω ευρήματα δε συνυπολογίστηκε η συνύπαρξη ή μη προπτώσεως. Είναι ασαφές για την ώρα το ποια αποτελεί την επέμβαση εκλογής σε μια γυναίκα με ακράτεια από προσπάθεια και συνύπαρξη κυστεοκήλης

Κολποανάρτηση κατά Burch
Η κολποανάρτηση κατά Burch είναι η πιο αποτελεσματική χειρουργική επέμβαση για ακράτεια από προσπάθεια, με επίτευξη εγκράτειας στο 85-90% των γυναικών στο πρώτο έτος μετά την επέμβαση.
Δυσχέρεια στη κένωση της ουροδόχου κύστης έχει αναφερθεί στο 10,3% των γυναικών μετά από κολποανάρτηση. De novo υπερδραστηριότητα του εξωστήρα περιγράφεται περίπου στο 17% μετά από την επέμβαση. Πρόπτωση του οπισθίου κολπικού τοιχώματος (εντεροκήλη, ορθοκήλη) αναφέρεται στο 13,6% των γυναικών πέντε έτη μετά την κολποανάρτηση. Έχουν επίσης αναφερθεί περιπτώσεις κακώσεως των ουρητήρων κατά την επέμβαση. Δεν έχουν σημειωθεί θάνατοι ως άμεση επιπλοκή της επέμβασης. Τα ποσοστά εγκράτειας μετά από κολποανάρτηση κατά Burch πέφτουν σημαντικά εάν έχουν προηγηθεί αυτής άλλες επεμβάσεις για διόρθωση της ακράτειας.
Μία ανασκόπηση στη βάση δεδομένων Cochrane εξέτασε τη θέση της κολποανάρτησης κατά Burch μεταξύ των άλλων επεμβάσεων για τη διόρθωση της ακράτειας και το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι πρόκειται για την τεχνική με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όσον αφορά την ακράτεια από προσπάθεια, ιδιαίτερα σε βάθος χρόνου. Η κολποανάρτηση κατά Burch είναι πιο αποτελεσματική από τις αναρτήσεις με βελόνη (14% υποκειμενική αποτυχία ένα χρόνο μετά από ανοιχτή κολποανάρτηση έναντι 26% με ανάρτηση με βελόνη) και οδηγεί σε παρόμοια ποσοστά υποκειμενικής διόρθωσης της ακράτειας με τη λαπαροσκοπική κολποανάρτηση (95-100% 6-18 μήνες μετεγχειρητικά). Ομοίως, όταν συγκριθεί με τις επεμβάσεις τοποθέτησης υπό-ουρηθρικών ταινιών τα ποσοστά διόρθωσης της ακράτειας είναι παρόμοια στην πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο. Δεν μπορεί να γίνει σύγκριση της απώτερης αποτελεσματικότητας καθώς οι τελευταίες επεμβάσεις άρχισαν να εφαρμόζονται αρκετά πρόσφατα και δεν υπάρχει μακροχρόνια μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών. Δεν υπάρχουν ενδείξεις αυξημένης νοσηρότητας ή επιπλοκών με την ανοιχτή κολποανάρτηση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες επεμβάσεις, μολονότι η πρώτη συνδέεται με συχνότερη εμφάνιση πρόπτωσης του οπισθίου κολπικού τοιχώματος συγκριτικά με την πρόσθια κολπορραφία και τις τοποθετήσεις sling.

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΥΠΕΡΗΒΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Ο ρόλος άλλων υπερηβικών επεμβάσεων όπως η Marshall-Marchetti-Krantz, η παρακολπική επιδιόρθωση και η λαπαροσκοπική κολποανάρτηση δεν είναι σαφής.
Η υπερηβική τεχνική κατά Marshall-Marchetti-Krantz (ΜΜΚ) αντιπροσώπευε μια συνήθη επέμβαση για τη διόρθωση της ακράτειας τη δεκαετία του '50 και ο ίδιος ο Krantz περιέγραψε σειρά 3861 περιστατικών με μετεγχειρητική παρακολούθηση μέχρι και 31 έτη και υποκειμενικό ποσοστό διόρθωσης της ακράτειας 96%. Η θνησιμότητα ήταν 0,2% ενώ η εμφάνιση επιπλοκών γενικά έφτανε το 22%. Η επέμβαση αυτή έχει στις μέρες μας περιέλθει σε αχρηστία. Μία χαρακτηριστική επιπλοκή της ΜΜΚ είναι η εμφάνιση ηβικής οστεΐτιδας στο 2,5% περίπου των ασθενών. Η επέμβαση είναι λιγότερο αποτελεσματική στη διόρθωση κυστεοκήλης συγκριτικά με την κολποανάρτηση κατά Burch.
Η παρακολπική επιδιόρθωση περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον White το 1909. Υπάρχουν σειρές που καταδεικνύουν μέχρι και 97% ποσοστό υποκειμενικής διόρθωσης της ακράτειας με την επέμβαση αυτή. Παρ'όλα αυτά υπάρχει μόνο μία δημοσιευμένη τυχαιοποιημένη μελέτη που συγκρίνει την παρακολπική επιδιόρθωση με την κολποανάρτηση κατά Burch. Στους έξι μήνες μετεγχειρητικής παρακολούθησης τα ποσοστά υποκειμενικής διόρθωσης της ακράτειας ήταν αντίστοιχα 72% και 100%. Στις μέρες μας, η σημασία της αναγνώρισης και επιδιόρθωσης των παρακολπικών ελλειμμάτων είναι ασαφής.
Η λαπαροσκοπική κολποανάρτηση έχει αποτελέσει πεδίο πολλών μελετών οι οποίες καταδεικνύουν παρόμοια ποσοστά διόρθωσης της ακράτειας με την ανοιχτή μέθοδο κατά Burch. Μία ανασκόπηση της Cochrane που δημοσιεύτηκε το 2002 έδειξε ότι τα ποσοστά υποκειμενικής διόρθωσης της ακράτειας ήταν παρόμοια ανάμεσα στη λαπαροσκοπική και ανοιχτή κολποανάρτηση (85-100% σε μετεγχειρητική παρακολούθηση που κυμαίνονταν από 6-18 μήνες). Εντούτοις υπήρχαν ενδείξεις ότι τα αντικειμενικά ποσοστά διόρθωσης της ακράτειας ήταν χαμηλότερα με την λαπαροσκοπική μέθοδο (ουροδυναμικές μελέτες έδειξαν κίνδυνο αποτυχίας κατά 9% μεγαλύτερο σε σχέση με την ανοιχτή μέθοδο). Δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην εμφάνιση υπερδραστηριότητας του εξωστήρα ή δυσχερειών κένωσης της κύστης μετεγχειρητικά, μεταξύ των δύο μεθόδων. Τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής κολποανάρτησης με βάση την παραπάνω ανασκόπηση ήταν η μικρότερη απώλεια αίματος διεγχειρητικά, ο λιγότερος μετεγχειρητικός πόνος, η χρήση καθετήρα για συντομότερη περίοδο, η συντομότερη παραμονή στο νοσοκομείο και η ταχύτερη επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες. Στα μειονεκτήματα συμπεριλαμβάνονταν το υψηλότερο ποσοστό επιπλοκών και ο μεγαλύτερος εγχειρητικός χρόνος. Σημαντικός ρόλο φαίνεται να παίζει η λαπαροσκοπική εμπειρία του χειρουργού και ο τύπος των ραμμάτων που χρησιμοποιείται. Δεν υπάρχει λογική εξήγηση για την εμφάνιση διαφορετικών ποσοστών επιτυχίας ανάμεσα στις δύο τεχνικές αν εκτελούνται με τον ίδιο τρόπο. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην άρτια ολοκλήρωση της επέμβασης με τη λαπαροσκοπική μέθοδο χωρίς την καταφυγή στη χρήση πλεγμάτων ή στην τοποθέτηση λιγότερων ραμμάτων εξαιτίας του γεγονότος ότι η λαπαροσκοπική τοποθέτηση ραμμάτων είναι τεχνικά δύσκολη. Η θέση της λαπαροσκοπικής κολποανάρτησης σήμερα είναι επίσης ασαφής. Είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να αποτελέσει μια ειδική επέμβαση που θα εκτελείται μόνο από ειδικά εκπαιδευμένους χειρουργούς τόσο στην επιδιόρθωση της ακράτειας όσο και στις λαπαροσκοπικές τεχνικές.

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΒΕΛΟΝΕΣ
Δεν θα πρέπει να γίνονται αναρτήσεις με βελόνη διότι τα αρχικά επιτυχή αποτελέσματα δεν παραμένουν με το χρόνο και ο κίνδυνος αποτυχίας είναι υψηλότερος σε σχέση με τις οπισθο- ηβικές τεχνικές ανάρτησης.
Κατά το παρελθόν έχουν περιγραφεί πολλές τεχνικές ανάρτησης με βελόνη. Η πρώτη επέμβαση περιγράφηκε από τον Peyrera και έκτοτε εξελίχθηκαν πολλές τεχνικές με βάση την πρώτη αυτή επέμβαση όπως η Gittes και η Stamey με τη χρήση ραφών ανάρτησης και πλεγμάτων. Η μετέπειτα εξέλιξη περιελάμβανε διαδερμική ανάρτηση του αυχένα της κύστης με καθήλωση σε οστέινη επιφάνεια με χρήση συστημάτων ανάρτησης.
Στην ανασκόπηση της Cochrane που δημοσιεύτηκε το 2002 αναφέρεται ότι οι αναρτήσεις με βελόνη είναι πιθανότερο να αποτύχουν σε σχέση με τις ανοιχτές οπισθο-ηβικές επεμβάσεις και σχετίζονται με περισσότερες περιεγχειρητικές επιπλοκές (48% έναντι 30%). Οι αναρτήσεις με βελόνη μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικές με την πρόσθια κολπορραφία αλλά σχετίζονται με υψηλότερη νοσηρότητα.

ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΑΙΝΙΕΣ
Η ανάρτηση με ταινίες χρησιμοποιώντας αυτόλογα μοσχεύματα ή συνθετικά υλικά οδηγούν σε πλήρη διόρθωση της ακράτειας στο 85% των γυναικών και σε βελτίωση των συμπτωμάτων στο 90% αυτών με μικρή έκπτωση του αποτελέσματος με την πάροδο του χρόνου. Μόνο ένας τύπος συνθετικής ταινίας έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα σε τυχαιοποιημένη μελέτη (η κολπική ταινία ελεύθερης τάσης)
Έχουν χρησιμοποιηθεί πολυάριθμα υλικά στις υπό-ουρηθρικές ταινίες. Γενικά τα αυτόλογα μοσχεύματα σχετίζονται με καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τη διόρθωση της ακράτειας και λιγότερες επιπλοκές σε σύγκριση με τα πτωματικά μοσχεύματα ή τα συνθετικά υλικά. Τα αυτόλογα μοσχεύματα από την περιτονία των ορθών κοιλιακών ή από την πλατεία περιτονία είναι πιθανότατα τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα. Τα αλλομοσχεύματα από πτωματικούς δότες ή χοίρους είναι επίσης σε ευρεία χρήση. Όλα τα παραπάνω δε φαίνονται να σχετίζονται με σχηματισμό εξελκώσεων αλλά με προοδευτική έκπτωση του θεραπευτικού αποτελέσματος με την πάροδο του χρόνου, που μπορεί να υπερβεί και το 20% ανάλογα με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε. Έχουν αναπτυχθεί πολλές παραλλαγές για την επίτευξη μεγαλύτερης σταθεροποίησης, όπως η καθήλωση στο ηβικό οστό, με καλά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα αλλά και τον κίνδυνο ανάπτυξης οστεομυελίτιδας στο σημείο της καθήλωσης. Γενικά με όλα τα παραπάνω υλικά ο κίνδυνος της εξέλκωσης κυμαίνεται από μηδέν μέχρι και 16%. Η εμφάνιση εξέλκωσης στην ουρήθρα κυμαίνεται από 0-5%. Ο κίνδυνος διεγχειρητικών επιπλοκών όπως η διάτρηση της ουροδόχου κύστης είναι περίπου 9%. Η εμφάνιση de novo υπερδραστηριότητας του εξωστήρα ποικίλει από 3,7-66%. Η συχνότητα της ανάγκης για ορθή επανατοποθέτηση της αρχικής ταινίας ή αφαίρεση αυτής είναι από 1,8-35%. Μέχρι και 10,8% των γυναικών αντιμετωπίζουν δυσχέρεια στην κένωση της κύστης την πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο. Ανάγκη για μακροχρόνιο αυτοκαθετηριασμό παρουσιάζεται στο 1,5-7,8% των ασθενών, μολονότι ένα πιο ρεαλιστικό νούμερο είναι στα επίπεδα του 2%.
Σε σύγκριση με την κολποανάρτηση η τοποθέτηση υπό-ουρηθρικών ταινιών έχει παρόμοια ποσοστά επιτυχίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσοστά διόρθωσης της ακράτειας με την τοποθέτηση ταινιών δέκα χρόνια μετά την επέμβαση είναι παρόμοια με αυτά κατά το πρώτο έτος.
Στην πλειονότητα των γυναικών η τοποθέτηση των ταινιών μπορεί να γίνει χωρίς γενική αναισθησία σαν χειρουργείο ημέρας. Μολονότι σαν επέμβαση είναι ακριβότερη από την κολποανάρτηση, η βραχύτερη παραμονή των ασθενών στο νοσοκομείο την καθιστά οικονομικά πιο συμφέρουσα.

ΕΝΕΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Η χρήση ενέσιμων παραγόντων σχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τις άλλες τεχνικές. Βραχυπρόθεσμα διόρθωση της ακράτειας παρατηρείται στο 48% των γυναικών ενώ βελτίωση των συμπτωμάτων στο 76%. Μακροπρόθεσμα παρατηρείται μια προοδευτική επιδείνωση της ακράτειας. Παρ'όλα αυτά η τεχνική αυτή παρουσιάζει πολύ χαμηλή νοσηρότητα και έχει θέση όταν άλλες επεμβάσεις έχουν αποτύχει όπως σε περιπτώσεις ενδογενούς ελλείμματος του σφιγκτήρα της ουρήθρας.
Έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί διάφορα διατατικά υλικά για τη διόρθωση της ακράτειας από προσπάθεια στις γυναίκες (κολλαγόνο, Teflon, λίπος, σιλικόνη). Τα υλικά αυτά ενίονται στους περιουρηθρικούς ιστούς γύρω από τον αυχένα της κύστης και το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Λόγω της χαμηλής νοσηρότητας της μεθόδου πολλοί προτείνουν οι συγκριτικές μελέτες που την αφορούν να μη γίνονται με άλλες χειρουργικές επεμβάσεις αλλά με συντηρητικές μεθόδους αντιμετώπισης της ακράτειας όπως η φυσιοθεραπεία.

ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΣΦΙΓΚΤΗΡΕΣ
Οι τεχνητοί σφιγκτήρες μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία έπειτα από αποτυχημένες επεμβάσεις για τη διόρθωση της ακράτειας, αλλά σχετίζονται αφενός με υψηλή νοσηρότητα και αφετέρου με σχετικά αυξημένο κίνδυνο για επανεπέμβαση και επιδιόρθωση του τεχνητού σφιγκτήρα (17%).
Είναι δύσκολο να μελετηθεί η βιβλιογραφία που σχετίζεται με τη χρήση τεχνητών σφιγκτήρων γύρω από το αρχικό τμήμα της ουρήθρας καθώς οι γυναίκες που περιλαμβάνονται στις διάφορες μελέτες παρουσιάζουν πληθώρα συμπτωμάτων και στα τελικά αποτελέσματα των μελετών δε γίνεται ομαδοποίηση με βάση τα συμπτώματα.
Κάποιος μπορεί να αναμένει ένα θεραπευτικό αποτέλεσμα γύρω στο 80% και βελτίωση των συμπτωμάτων στο 90% των ασθενών όταν ένας τεχνητός σφιγκτήρας τοποθετηθεί ως αρχικό μέτρο αντιμετώπισης της ακράτειας κατά την προσπάθεια, χωρίς δηλαδή να προηγηθεί άλλη χειρουργική επέμβαση.

ΠΡΟΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Συστήνεται να γίνεται ουροδυναμικός έλεγχος των γυναικών με ακράτεια κατά την προσπάθεια πριν από τη θεραπευτική της αντιμετώπιση και ειδικά αν πρόκειται να εκτελεστεί χειρουργική επέμβαση στον αυχένα της κύστης. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εκτιμηθεί αντικειμενικά ο τύπος της ακράτειας καθώς και η παρουσία άλλων παραγόντων όπως η δυσχέρεια στην κένωση ή η υπερδραστηριότητα του εξωστήρα, οι οποίοι μπορεί να καθορίσουν την τεχνική που θα εφαρμοσθεί. Οι επεμβάσεις πρέπει να εκτελούνται από χειρουργούς εκπαιδευμένους κατάλληλα σε αυτές, με αριθμό περιστατικών τέτοιο που να τους επιτρέπει την παροχή υπηρεσιών υψηλών προδιαγραφών. Τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για περιπτώσεις επαναληπτικής επέμβασης.

Με την έγκριση του Βασιλικού Κολεγίου Μαιευτήρων - Γυναικολόγων του Λονδίνου
Ιωάννης Μ. Τζαφέττας, MD, FRCOG
Δημήτριος Σ. Δόβας, MD, DFFP


 

 

ΗΟΜΕPAGE