<<< Προηγούμενη σελίδα

Eπίκαιρα Θέματα

Ιατρική αστική και ποινική ευθύνη

Αχιλλέας Καλογερόπουλος

 

Οι νομικές εμπλοκές κατά την άσκηση της ιατρικής πράξης τείνουν να καταστούν κατά τα τελευταία ιδίως χρόνια αληθινή μάστιγα του ιατρικού λειτουργήματος. Το θέμα αυτό συζητήσαμε σε έκταση στην τελευταία σύνοδο της UPIGO (Union Professionelle Internationale des Gynaecologues et Obstetriciens), που πραγματοποιήθηκε στο Reggio της Καλαβρίας, από 31 Σεπτεμβρίου έως και 2 Οκτωβρίου 2005. Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρονται κυρίως οι απόψεις που εκφράσθηκαν στη σύνοδο, όπως στην εισήγηση του R. Βelaiche. Έχουν επίσης καταχωρηθεί αξιόλογες απόψεις και πληροφορίες από τη διεθνή βιβλιογραφία. Στη σύνοδο αναγνωρίσθηκε, ότι όλες οι ιατρικές δραστηριότητες συνεπάγονται ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές ευθύνες, που απορρέουν από την ικανότητα των γιατρών να κουράρουν και να θεραπεύουν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Οι ευθύνες αυτές αναπόφευκτα ρυθμίζονται από διάφορες "ηθικές δεσμεύσεις" και από πολλούς -ποδηγετούντες το ιατρικό λειτούργημα- κώδικες, όπως είναι ο κώδικας της ιατρικής δεοντολογίας, ο κώδικας της δημόσιας υγείας (αναφερόμενος στην ποιότητα της ιατρικής φροντίδας10), ο κώδικας της κοινωνικής ασφάλισης, ο αστικός και ο ποινικός κώδικας, οι εργατικοί νόμοι, κλπ.[2].
Στο παρελθόν, οι γιατροί έπρεπε να υποπέσουν σε ιδιαίτερα σοβαρό σφάλμα για να αμφισβητηθούν. Σήμερα, η ελάχιστη απόκλιση από τα καθήκοντα τους (ακόμα και όταν αυτά δεν μπορούν να προσδιοριστούν με σαφήνεια, σύμφωνα με την επιστήμη της ιατρικής) αυξάνει τον κίνδυνο νομικών εμπλοκών[2]. Οι εμπλοκές αυτές είναι κατά βάση αστικές, δηλαδή διέπονται από τον Αστικό Κώδικα και τους ειδικούς αστικούς νόμους. Οι αστικοί νόμοι δεν ενδιαφέρονται για την επιβολή ποινής, αλλ' αποβλέπουν αποκλειστικά στην αποζημίωση του "θύματος" του ιατρικού συμβάντος. Το να είσαι υπεύθυνος σημαίνει, άλλωστε, ότι είσαι υποχρεωμένος να αποκαταστήσεις εκουσίως τη βλάβη που έχεις προκαλέσει από λάθος σε κάποιον άλλο (fault-based medical responsibility)[2], αλλιώς θα υποχρεωθείς να το πράξεις δικαστικά, οπότε η περιουσία σου καθίσταται εντέλει αντικείμενο κατάσχεσης από την πλευρά του "θύματος". Στην περίπτωση αυτή "το θύμα" ασκεί αγωγή στο αστικό δικαστήριο, με αίτημα να του επιδικασθεί αποζημίωση για βλάβες έστω από αμέλεια (fault-based indemnity, negligence-based indemnity), που αποδίδονται στον εναγόμενο γιατρό.
Αλλά το αδίκημα μπορεί να υποπέσει και στη δικαιοδοσία του ποινικού νόμου. Στην περίπτωση αυτή, η ιατρική ευθύνη επισημαίνεται με την επιβολή ποινής-τιμωρίας για παράπτωμα (λάθος), για το οποίο κρίνεσαι ένοχος (fault-based tort law/system)[4]. Απώτερος στόχος της επιβαλλόμενης ποινής είναι η μελλοντική ανάσχεση του ίδιου του ενόχου από την ολότητα[2], αλλά και η πρόληψη τέλεσης στο μέλλον και άλλων αδικημάτων όχι μόνο από τον ίδιο τον ένοχο, αλλά και από άλλους ιατρούς. Όμως, ο ιατρός είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τη βλάβη που προξένησε με τις δικές του πράξεις, αλλά και για τα λάθη που προκαλούνται από πράξεις συνεργατών που τελούν υπό την ευθύνη του (συνάδελφοι, αντικαταστάτες κλπ.). Είναι υπεύθυνος, επίσης, για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ή για την καθυστερημένη εκπλήρωση, όταν δεν μπορεί να δικαιολογήσει ότι η μη εκπλήρωση (των υποχρεώσεων) οφείλεται σε αίτια που δεν μπορούν να αποδοθούν στον ίδιο και ότι δεν υπάρχει κακή πίστη από μέρους του.
Σημειώνεται, ότι σε περίπτωση που προκύπτουν ιατρο-νομικές εμπλοκές οι ιατρικοί φάκελοι με το ιστορικό, τις εργαστηριακές και λοιπές εξετάσεις, γνωματεύσεις και θεραπευτικές αγωγές, αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας του ιατρού. Τα καταχωρημένα στο φάκελο στοιχεία είναι πολύτιμα για τον πραγματογνώμονα (το "μαύρο κουτί", όπως θα λέγαμε, που κάνει δυνατή την αποκάλυψη των διαφόρων στοιχείων των διαγνώσεων, της θεραπείας και των συνεπειών τους)[8,13]. Ο ιατρικός φάκελος αποτελεί ένα νόμιμο έγγραφο, που δείχνει το λόγο για τον οποίο έχει επιλεγεί μια αγωγή. Εάν ο φάκελος είναι "σιωπηλός", δεν υπάρχει άμυνα. Μια λάθος απόφαση μπορεί να προσβληθεί εάν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή έχουν καταχωρηθεί στο φάκελο[10]. Σε περίπτωση επιπλοκών, η κατάσταση πρέπει να συνεκτιμάται από όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό (τον βοηθό, τον εφημερεύοντα ιατρό, τη μαία, τον ή την παιδίατρο και τον ή την αναισθησιολόγο) και τα σχετικά στοιχεία να καταχωρούνται στο φάκελο. Οι φάκελοι πρέπει να διατηρούνται στο αρχείο, θεωρητικά τουλάχιστον, πάνω από τριάντα χρόνια[13]. Στην Ελλάδα το διάστημα αυτό είναι είκοσι χρόνια, αν πρόκειται για περίπτωση θανάτου (λόγω της εικοσαετούς παραγραφής του αδικήματος).
Το παραπάνω δυσμενές σύστημα της ιατρικής αμέλειας έχει αποτύχει μέχρι σήμερα να ανταποκριθεί στους κύριους στόχους του νόμου περί ιατρικής ευθύνης (fault/ negligence-based tort law), που -όπως σημειώθηκε-είναι η έγκυρη και δίκαιη αποζημίωση των εναγόντων, η επανόρθωση των λαθών και η αποτροπή της αμέλειας[5].
Ωστόσο, η βασιζόμενη στο λάθος νομολογία αναιρεί την κοινή ιατρική πρακτική. Τα λάθη είναι εγγενή σε όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές και αποτελούν μια δημιουργική διεργασία, που παρέχει την ευκαιρία βελτίωσης της ιατρικής πράξης. Η νομολογία βασίζεται στην απόδειξη της αμέλειας, που προσδιορίζεται ως απερισκεψία (ως ουσιώδης απόκλιση από τη συμπεριφορά, που υπό τις αντίστοιχες συνθήκες θα επιδείκνυε ο συνετός ιατρός της ίδιας ειδικότητας) και αποτελεί σπάνιο αίτιο ιατρικών και εν γένει ανθρώπινων λαθών. Ο νόμος και πολύ περισσότερο τα δικαστήρια που καλούνται να τον εφαρμόσουν συγχέουν συχνά το σφάλμα με την αμέλεια. Το ακούσιο ανθρώπινο σφάλμα δεν πρέπει να αποτελεί τη βάση για τη νομολογία ως προς την οικονομική αποζημίωση ή την τιμωρία[17].
Σήμερα, το σύστημα αυτό της ιατρικής ευθύνης δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, κατά τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια. Για το λόγο αυτό, το ιατρικό σφάλμα δεν διερευνάται πλέον ουσιαστικά, αλλά εξετάζεται σε σχέση με τις συνέπειες του. Στην προκείμενη περίπτωση, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει θεσμοθετηθεί η ευθύνη χωρίς σφάλμα (no-fault medical responsibility) ή η ευθύνη με βάση μόνο την αναμφισβήτητη ένδειξη (indisputable presumtion), μέσα στο πλαίσιο των θεραπευτικών και εν γένει ιατρικών κινδύνων[2]. Στη Σουηδία, π.χ., παρέχεται η δυνατότητα στους ασθενείς να ζητήσουν και να λάβουν οικονομική αποζημίωση μέσω του οργανισμού Ασφάλειας των Ασθενών (Swedish Patient Insurance) από το συμβούλιο της κομητείας τους, για βλάβη που προκλήθηκε στα ιδρύματα ή από το προσωπικό της κομητείας. Οι ασθενείς δεν υποχρεώνονται να αποδείξουν, ότι η βλάβη υπήρξε το αποτέλεσμα λάθους ή αμέλειας[11]. Η νοσοκομειακή και η ιδιωτική ιατρική πράξη καλύπτονται επίσης και στη Δανία[4].
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εμφανής αύξηση των ιατρικών δικών ιδίως στη δεκαετία του 1980 οδήγησε στην τροποποίηση στις αρχές του 1990 του συστήματος της οφειλόμενης σε αμέλεια ιατρικής αποζημίωσης (United Kingdoms's negligence-based system of medical compensation). Με την τροποποίηση αυτή έγινε αποδεκτή η μετάθεση της ευθύνης για αποζημίωση στις Υπηρεσίες Υγείας της χώρας (Crown indemnity) για ενέργειες οφειλόμενες σε αμέλεια των απασχολούμενων στα ιδρύματα της χώρας κλινικών γιατρών6. Την ευθύνη χωρίς σφάλμα για βλάβη οφειλόμενη στην ιατρική έρευνα, κυρίως στα Νοσοκομεία που παρέχουν εκπαίδευση, ευνοούν επίσης οι διάφορες Επιτροπές Ηθικής στην Έρευνα (Research Ethins Committies)[6].
Πριν όμως αποδεχθούμε την χωρίς σφάλμα υποχρέωση της αποζημίωσης (no-fault indemnity), είναι αναγκαίο να μελετήσουμε την ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης, να ενημερώσουμε τους ιατρούς σχετικά με "την χωρίς σφάλμα ευθύνη" και να επεξεργασθούμε τον τρόπο αποζημίωσης για θεραπευτικούς κινδύνους[15]. Η περίοδος παραγραφής ενός ποινικού αδικήματος στην Ελλάδα ποικίλει ανάλογα με τη βαρύτητα του και φθάνει στα 20 χρόνια σε περίπτωση "ανθρωποκτονίας από δόλο". Στη Γαλλία, ο νόμος του Κouchner της 4ης Μαρτίου 2002 περιόρισε σημαντικά τη διάρκεια της περιόδου παραγραφής για δίκες ιατρικής ευθύνης. Η περίοδος κατά την οποία η ευθύνη ενός γιατρού ή ενός ιατρικού κέντρου μπορεί να επιφέρει ιατρο-νομικές εμπλοκές ελαττώθηκε στα 10 χρόνια, από τα 30 χρόνια που ήταν πριν. Η ευθύνη αυτή αναφέρεται στους γιατρούς και στα ιατρικά κέντρα, που ασχολούνται με θέματα διάγνωσης και θεραπείας στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Η περίοδος των 10 χρόνων ενεργοποιείται από τη στιγμή που παγιώνεται η βλάβη. Όμως, μέχρι να παγιωθεί η βλάβη είναι δυνατή η προσφυγή στα δικαστήρια για θέματα ιατρικής ευθύνης. Επιπλέον, ο ανήλικος μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια μετά την ενηλικίωση του, επειδή η περίοδος παραγραφής ενεργοποιείται γι αυτόν όταν ενηλικιωθεί (στα 18 του χρόνια)[3].
Συμπερασματικά, οι νομικές εμπλοκές μπορούν να εξελιχθούν σε επικίνδυνες, επιβλαβείς και ενίοτε αήθεις διαδικασίες, που έχουν ως στόχο μεταξύ άλλων την εκδίκηση ή τον προσπορισμό χρημάτων[2]. Η ατμόσφαιρα της αυξανόμενης ανασφάλειας απορρέει από τη νομολογία, τις αυξανόμενες δαπάνες ασφάλισης της ιατρικής ευθύνης και (ιδιαίτερα) από το νόμο για τα δικαιώματα των ασθενών[15]. Η ανασφάλεια αυξάνει επίσης με την εισαγωγή στην ιατρική πράξη των κλινικών οδηγιών (clinical guidelines), που ναι μεν εκπονούνται με στόχο την αποτελεσματικότερη χρήση των κλινικών δεδομένων, αλλά αυξάνουν τον κίνδυνο ιατρο-νομικών εμπλοκών[7]. Ο κίνδυνος αυτός περιορίζεται κάπως, όταν υπάρχουν δημοσιευμένοι κανόνες και οδηγίες από επίσημα επαγγελματικά σωματεία[14].
Περαιτέρω και κατ' αντανάκλαση, ο κίνδυνος εμπλοκής στις παραπάνω ιατρο-νομικές διαδικασίες αναγκάζει τους ιατρούς να αναθεωρήσουν τους τρόπους επικοινωνίας και τη συμπεριφορά τους ως προς τις σχέσεις τους με τους ασθενείς τους[2]. Οι γιατροί βιώνουν το δικαστικό αγώνα ως τιμωρία και, για να αποφύγουν τη δημοσιότητα, καταφεύγουν στην αμυνόμενη ιατρική[5]. Το πιο δυσάρεστο και σημαντικό είναι, ότι ο φόβος των ιατρο-νομικών εμπλοκών στην περίπτωση αυτή εμπνέει έναν επιφυλακτικό, υπέρ-προφυλακτικό τύπο ιατρικής πράξης, μεταμορφώνοντας το γιατρό (ιδίως το νοσοκομειακό) σε ένα απλό υπάλληλο, που εργάζεται στο ελάχιστο των δυνατοτήτων του και της ιατρικής επιστήμης, με κίνδυνο να ανασταλεί κάθε ιατρική πρόοδος και κάθε ποιοτική ιατρική[2].
Όσον αφορά στην ειδικότητα μας, οι ιατρο-νομικές εμπλοκές μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα αποσταθεροποίησης, επειδή μπορούν να οδηγήσουν (και ήδη οδηγούν) στην αποχώρηση των μαιευτήρων-γυναικολόγων από την ειδικότητα, αλλά και αποτρεπτικό παράγοντα ως προς την εισδοχή (εξειδίκευση) και ένταξη των νέων επιστημόνων στην ειδικότητα του γυναικολόγου-μαιευτήρα[2,9]. Η κοινωνία, όμως, δεν έχει τίποτε να κερδίσει από το να στερείται των υπηρεσιών των μαιευτήρων ή από το να τους απειλεί με τον τρόπο που το πράττει αυτή τη στιγμή. Στην περίπτωση αυτή, αν οι μαιευτήρες πρέπει να πληρώνουν ακριβά για ένα λάθος, πρέπει να αμείβονται πλουσιοπάροχα για οτιδήποτε πραγματοποιούν με επιτυχία στο επάγγελμα τους[2]. Η σχέση ιατρού-ασθενούς είναι και πρέπει να είναι κατά το δυνατόν σχέση εμπιστοσύνης και διαφάνειας. Βεβαίως, ο μαιευτήρας, όπως και κάθε ιατρός, οφείλει στην ασθενή που εξετάζει, κουράρει ή συμβουλεύει, μια έντιμη, σαφή και κατάλληλη πληροφόρηση[2] για την κατάσταση της, για τις εξετάσεις και για τη θεραπεία που της προτείνει. Η πληροφόρηση πρέπει[2]:
- να προσαρμόζεται στην άρρωστη, στην καλλιέργεια της, στην προσωπικότητα της, στο ψυχολογικό της προφίλ και δεν πρέπει να είναι αποθαρρυντική ή αντιθέτως ενθαρρυντική.
- να επικεντρώνεται στη φύση της προτεινόμενης θεραπείας και στις ενδεχόμενες κοινές ή σοβαρές συνέπειες, έχοντες υπόψη πάντα ότι δεν υπάρχει κοινή θεραπεία και ότι η πιο κοινή θεραπεία μπορεί να καταστεί επιβλαβής ή να επιφέρει και το θάνατο.
- να επικεντρώνεται στις εναλλαγές ή τροποποιήσεις της θεραπευτικής αγωγής, εάν υπάρξουν, αλλά και στις συνέπειες της θεραπευτικής αποχής.
- να παρέχεται από όλους τους συμμετέχοντες, από το σύμβουλο δηλαδή και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν τη θεραπεία (η από κοινού πληροφόρηση, όταν συνεργάζονται διάφοροι γιατροί, είναι σημαντική για την άρρωστη).
- να παρέχεται αναμφίβολα στην ίδια την ασθενή, εάν διατηρεί όλες τις νοητικές ικανότητες της, αλλά και στους γονείς ή στους στενούς συγγενείς ή στον κηδεμόνα μιας ανήλικης, χωρίς να αποκλείεται η πληροφόρηση και της ανήλικης, εάν είναι ικανή να ακούσει και να καταλάβει το νόημα της πληροφόρησης.
Η πληροφόρηση είναι υποχρέωση του γιατρού, η έγγραφη συναίνεση είναι το επακόλουθο της υποχρέωσης του γιατρού να πληροφορεί και αποτελεί δικαίωμα επιλογής της ασθενούς. Όμως, υπάρχουν αποδεκτά όρια πληροφόρησης, δεδομένου ότι είναι επιτρεπτή ενίοτε η μερική ή ελλιπής πληροφόρηση της άρρωστης ή ακόμη και η πλήρης απουσία ή άγνοια πληροφόρησης για μια σοβαρή διάγνωση ή πρόγνωση, προς το συμφέρον πάντοτε της άρρωστης και για νομικούς λόγους που ο γιατρός πρέπει να προσδιορίζει με βεβαιότητα[2]. Στην περίπτωση αυτή όμως επιβάλλεται η πλήρης ενημέρωση του στενού συγγενούς (συνήθως του συζύγου ή των γονέων) της άρρωστης.
Είναι αδιαμφισβήτητο, όμως, ότι η καλή και καταληπτή πληροφόρηση πρέπει να διατυπώνεται, έτσι ώστε να κάνει δυνατή την παροχή της αναγκαίας συναίνεσης της ασθενούς για την προτεινόμενη αγωγή ή εγχείρηση. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει πριν από οποιαδήποτε ιατρική θεραπεία να δίνεται ένα επεξηγηματικό έγγραφο στην ασθενή και να λαμβάνεται η έγγραφη συναίνεση της, μετά την ανάγνωση και την αποδοχή του εγγράφου, που θα έχει την ακόλουθη μορφή: "αποδέχομαι ότι έχω λάβει και καταλάβει την πληροφορία που ζήτησα, που ήταν σαφής και ειλικρινής και αναφέρεται στην ιατρική ή χειρουργική θεραπεία που πρέπει να υποβληθώ". Ακολουθούν οι υπογραφές από το γιατρό και από την ασθενή[2]. Σε αστικά θέματα, η γραπτή διαδικασία ενημέρωσης και συναίνεσης παραμένει η πιο κατάλληλη διαδικασία θωράκισης του γιατρού, αλλά και της ασθενούς, καθώς η σχέση γιατρού- ασθενούς αποτελεί ένα ιδιαίτερο διάλογο, μέσα στην αναγκαία οικειότητα που αναπτύσσεται στην ιατρική χειρουργική πράξη, διάλογο που διεξάγεται στο μεγαλύτερο διάστημα χωρίς μάρτυρες[2]. Ο διάλογος όμως αυτός πρέπει να αντιμετωπίζεται με περίσκεψη, και να μη λέμε εύκολα στην ασθενή μας "το πρόβλημα σου δεν είναι σοβαρό, η επέμβαση δεν είναι σπουδαία, όλα θα πάνε καλά", επειδή η προτεινόμενη θεραπευτική αγωγή στην περίπτωση αυτή μπορεί να έχει επιλεγεί με βάση ένα διαγνωστικό λάθος. Τα διαγνωστικά λάθη έχουν την υψηλότερη συχνότητα δικαστικών αγώνων[2].
Μετά τη θεραπευτική παρέμβαση ή το θάνατο ενός παιδιού κατά ή μετά τον τοκετό, ο γιατρός έχει το καθήκον να δώσει εξηγήσεις στην ασθενή ή στην οικογένεια της (εάν η ίδια δεν είναι ζωντανή). Δεν πρέπει να αποφύγει να πάει στο δωμάτιο της, εάν έχει συμβεί κάποια τραγωδία, και πρέπει να οπλιστεί με πολύ νηφαλιότητα για να προχωρήσει σε συζήτηση για τα λάθη και να δώσει εξηγήσεις, εάν έχουν γίνει λάθη. Σχεδόν όλες οι ιατρο-νομικές υποθέσεις προκύπτουν από έλλειψη πληροφόρησης[2] ή ανεπαρκή πληροφόρηση[16]. Η ασθενής θέλει να γνωρίζει τι έχει συμβεί και συχνά παραπονείται για τη σιωπή του ιατρού της[2]. Η απουσία πληροφόρησης αποστερεί την άρρωστη από μια άλλη πιθανή επιλογή, εκτός από τη δικαστική[2]. Σε περίπτωση έλλειψης πληροφόρησης ο γιατρός πρέπει να ετοιμάζεται να αποζημιώσει την ασθενή για τη βλάβη που επήλθε σ' αυτήν, εκτός εάν στο μεταξύ θεσμοθετηθεί η ευθύνη χωρίς σφάλμα (no-fault medical responsibility) και καθιερωθεί η αποζημίωση των ασθενών από ειδικούς πολιτειακούς ασφαλιστικούς οργανισμούς.

Αχιλλέας Καλογερόπουλος,
Έκπρόσωπος της ΕΝΜΓΕ
στην UPIGO και ΕΒCΟG

Βιβλιογραφία
1. Bartlett EE: Physicians cognitive errors and their liability consequences. J. Health Risk Manag 1998 Fall; 18 (4): 62-9
2. Belaiche R.: Medical responsibility, UPIGO meeting in Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05.
3. Belaiche R.: The limitation period for medical responsibility, UPIGO meeting in Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05
4. Conzemious A., Lenz s., Wagner HH.: Medical responsibility/ no fault system in Denmark, UPIGO meeting in Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05.
1. Bartlett EE: Physicians cognitive errors and their liability consequences. J. Health Risk Manag 1998 Fall; 18 (4): 62-9
2. Belaiche R.: Medical responsibility, UPIGO meeting in Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05.
3. Belaiche R.: The limitation period for medical responsibility, UPIGO meeting in Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05
4. Conzemious A., Lenz s., Wagner HH.: Medical responsibility/ no fault system in Denmark, UPIGO meeting hi Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05.
5. GrayN.: Reforming the relationship between medicin and the law of tort, J.Law Med. 2005 Feb; 12 (3): 386
6. Harvey IM.,ChadwickR.: The implications of medical research. Soc.Sci.Med. 1992 Jun; 34 (12): 1399-404
7. Harvey IM., Roberts CJ.: Clinical guidelines, medical litigation and the current medical defence system, Lancet 1987 Jan. 17; 1 (8525): 145-7
8. Laros RK.: Presidential address: medical-legal issues in obstetrics and gynaecology. Am. J. Obstet. Gynaecol. 2005 Jun; 192(6): 1883-9
9. Quam L, Dingwall R, Fenn P: Medical malpractice claims in obstetrics and gynaecology: comparison between United States and Britain. Br J Omstet Gynaecol. 1998 May; 95 (5): 454-61
10. Richards BC, Thomasson G: Closed liability claims analysis and the medical records. Obstet. Cynecol 1992 Aug. 80 (2): 313-6
11 Ryde-Blomqvist E.: Analysis of the claims submitted to the patient insurance (PI) sceeme in Sweden during 1975-1979 in obstetrical and gynaecological cases, Acta Obstet. Gynecol. Scand, Suppl. 1989; 146: 1-108
12. SchenkerJC.: Codes of perinatal ethics: an international perspectiveClin. Perinatal. 2003 Mar; 30 (1): 45-65
13. chlaeder G.: The importance of medical records in case of medico-legal proplems, UPIGO meeting in Reggio di Calabria, 30/09-02/10/05..
14. Simpson KR, Knox GE: Common areas of litigationrelated to care during labor and birth: recommendations to promote patient safety and decrease risk exposure
75. Squifflet JP.: The medical responsibility: current view fron thw Council of Physicians side, Acta Chir. Belg. 2003 Ap; 103 (2): 120-3
16. Tsai WC, Kung PT, Chiang YJ: Relation between malpractice claims and medical care quality. Int. J. Health Care qual Assur Inc Leadersh Health Serv. 2004; 17 (7): 394-400
17. Wood C.: The misplace of litigation in medical practice, Aust. N. Z. J. Obstet. Gynaecol. 1999 Aug; 39 (3): 394-6.

 

ΗΟΜΕPAGE