<<< Προηγούμενη σελίδα

Διατροφικές ανάγκες και κύηση:
Ο ρόλος των ιχνοστοιχεΙων για
την ομαλή έκβαση της κύησης

Γεώργιος Πετράκος, Απόστολος Οικονόμου, Ιωάννης Κούτρας,
Περικλής Παναγόπουλος, Νικόλαος Κανελλόπουλος

 

Εισαγωγή
Η περίοδος της εγκυμοσύνης αποτελεί μια δυναμική, αναβολική κατάσταση, μια περίοδο αυξημένων μεταβολικών απαιτήσεων, κατά την οποία μικρές και συνεχείς φυσιολογικές προσαρμογές επηρεάζουν τον μεταβολισμό των θρεπτικών συστατικών. Οι προσαρμογές αυτές καθορίζονται από την προ εγκυμοσύνης διατροφή της εγκύου, από το μέγεθος και τις διατροφικές απαιτήσεις του εμβρύου, από τον τρόπο ζωής της εγκύου (διατροφή, άσκηση, κάπνισμα κλπ), από γενετικούς παράγοντες και από τις διάφορες ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Εάν η διατροφή της εγκύου είναι ανεπαρκής σε ποιότητα και σε ποσότητα, τότε οι συνέπειες είναι αρνητικές τόσο για το έμβρυο όσο και για την ίδια την έγκυο. Στην παρούσα ανασκόπηση εξετάζεται ο ρόλος των ιχνοστοιχείων: ασβεστίου, φωσφόρου, μαγνησίου, ψευδαργύρου και νατρίου στην ομαλή εξέλιξη και έκβαση της κύησης.

Ασβέστιο
Οι φυσιολογικές απαιτήσεις για το ασβέστιο αυξάνονται κατά 200-300 mg/ημερησίως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτή η αύξηση μπορεί θεωρητικά να ικανοποιηθεί μέσω αύξησης της διαιτητικής πρόσληψης και της εντερικής απορρόφησης ασβεστίου, ελάττωσης της αποβολής ασβεστίου με τα ούρα και κινητοποίησης ασβεστίου από την οστική μάζα της εγκύου. Στην πραγματικότητα όμως, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνεται σημαντικά (2-3 φορές) η απορρόφηση ασβεστίου από το γαστρεντερικό σύστημα, ενώ μεγαλύτερη είναι και η απέκκριση ασβεστίου μέσω νεφρών, λόγω της αυξημένης νεφρικής σπειραματικής διήθησης[1]. Αυτές οι αυξήσεις συμβαίνουν στην αρχή και στο μέσο της εγκυμοσύνης, προλαβαίνοντας τις αυξημένες απαιτήσεις του εμβρύου για τη σκελετική του ανάπτυξη που παρατηρούνται στο τρίτο τρίμηνο. Επιπλέον, η απορρόφηση και ο σχηματισμός των οστών της εγκύου αυξάνουν όσο προχωρεί η εγκυμοσύνη, ενώ παράλληλα μειώνεται η συγκέντρωση στο πλάσμα της οστεοκαλσίνης (δείκτης οστικού σχηματισμού) λόγω της πρόσληψης της από τον πλακούντα. Αύξηση κατά 50-200% παρατηρείται και στην οστική ανακύκλωση την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η συγκέντρωση ασβεστίου στον ορό ελαττώνεται αυτή την περίοδο λόγω του αυξημένου ενδοαγγειακού όγκου υγρών και της επακόλουθης αραίωσης. Οι αλλαγές στο μεταβολισμό του ασβεστίου και των οστών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνοδεύονται από αυξήσεις της καλσιτριόλης (ενεργή βιταμίνη D) και μικρές μεταβολές των συγκεντρώσεων της καλσιτονίνης και παραθορμόνης[2].
Το ασβέστιο είναι απαραίτητο στην εγκυμοσύνη για τη σύνθεση των οστών του εμβρύου, με συνολικά 25-30 γραμμάρια περίπου να προσληφθούν από το έμβρυο, κυρίως στο τρίτο τρίμηνο κύησης[3] Συνεπώς, το μεγαλύτερο μέρος της εμβρυϊκής σκελετικής ανάπτυξης λαμβάνει χώρα από τα μέσα της εγκυμοσύνης και μετά, κυρίως στο τρίτο τρίμηνο. Είναι πιθανόν, η οστεοσυνθετική δραστηριότητα της εγκύου κατά την κύηση να εξαρτάται από ποικιλία παραγόντων, όπως η ηλικία και ο αριθμός των προηγούμενων τοκετών, η διατροφική της κατάσταση και το ενδοκρινικό της προφίλ πριν την εγκυμοσύνη κ.α.[4].
Στο παρελθόν, οι συστάσεις που δίδονταν στις έγκυες ήταν να αυξήσουν σημαντικά τη διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου προκειμένου να καλύπτονται τόσο οι ανάγκες του εμβρύου όσο και οι ανάγκες διατήρησης της οστικής τους μάζας. Οι σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι δύο φυσιολογικές προσαρμογές κατά την εγκυμοσύνη, η σημαντική αύξηση της απορρόφησης και της απέκκρισης του ασβεστίου, επιφέρουν θετικό ισοζύγιο ασβεστίου στην έγκυο με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται αυτή να λαμβάνει καθημερινά μεγαλύτερες ποσότητες ασβεστίου σε σχέση με την προ της εγκυμοσύνης περίοδο.
Η συνιστώμενη πρόσληψη για μία έγκυο άνω των 19 ετών είναι 1000 mg/ημέρα[4]. Οι έγκυες που βρίσκονται στην εφηβεία έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε ασβέστιο διότι πρέπει να υποστηρίξουν και την δική τους οστική ανάπτυξη. Έτσι, οι πρόσφατες συστάσεις για την πρόσληψη ασβεστίου από έγκυες εφήβους είναι 1300 mg/ημέρα[4]. Επίσης, καθώς οι κρίσιμες αλλαγές στην φυσιολογία της εγκύου συμβαίνουν ανεξάρτητα από την τρέχουσα πρόσληψη ασβεστίου στην εγκυμοσύνη, είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στην συνιστώμενη πρόσληψη διαιτητικού ασβεστίου από την έγκυο πριν την εγκυμοσύνη. Ωστόσο, ερευνητικές μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει ότι οι έγκυες λαμβάνουν μικρότερη ποσότητα διαιτητικού ασβεστίου σε σχέση με τις συστάσεις για την εγκυμοσύνη[5].
Η χορήγηση συμπληρωμάτων ασβεστίου κατά την εγκυμοσύνη είναι ασφαλής μέχρι τα 2500 mg/ημέρα (ανώτατο όριο). Μεγαλύτερες προσλήψεις μπορεί να οδηγήσουν σε νεφρολιθίαση, αναστολή της απορρόφησης σιδήρου, καθώς και ψευδαργύρου, υπασβεστιαιμία στο νεογνό κ.α. Τα συμπληρώματα ασβεστίου, όταν χρειάζονται, είναι σωστό να λαμβάνονται πριν τον βραδινό ύπνο, έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η απορρόφηση άλλων θρεπτικών συστατικών[6,7].
Έγκυες άνω των 35 ετών, έγκυες με ιστορικό προεκλαμψίας, έγκυες με σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια και χρόνια υπέρταση, έγκυες πολύτοκες και έγκυες χαμηλών κοινωνικοοικονομικών τάξεων εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης προεκλαμψίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης[8]. Οι ακριβείς παράγοντες που περιλαμβάνονται στην παθογένεια της προεκλαμψίας δεν είναι σαφείς, αλλά πιθανολογείται ότι συμβαίνουν αλλαγές στο μεταβολισμό ασβεστίου[9]. Πιθανές μεταβολικές διαταραχές στο μεταβολισμό ασβεστίου περιλαμβάνουν ελάττωση της συγκέντρωσης της ενεργής βιταμίνης D ορού, μείωση της συγκέντρωσης τω ιόντων ασβεστίου ορού και μείωση της απέκκρισης ασβεστίου. Το ασβέστιο είναι εκείνο το μικροθρεπτικό συστατικό που έχει μελετηθεί περισσότερο σε σχέση με την εμφάνιση προεκλαμψίας και υπέρτασης της κύησης. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ μειωμένης πρόσληψης ασβεστίου και προεκλαμψίας. Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν οδηγήσει στην υπόθεση ότι η συχνότητα εμφάνισης προεκλαμψίας μπορεί να περιοριστεί σε πληθυσμούς εγκύων με μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου μετά από συμπληρωματική χορήγηση σκευασμάτων ασβεστίου[10]. 13 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες παρέμβασης έδειξαν μια μέση μείωση κατά 32% της συχνότητας εμφάνισης προεκλαμψίας μετά από συμπληρωματική μέση χορήγηση 2 g/ημέρα ασβεστίου. Αυτή η επίδραση ήταν πιο έκδηλη σε ομάδες εγκύων με χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου. Στις περισσότερες όμως από αυτές τις μελέτες το δείγμα των εγκύων ήταν μικρό, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένη πιθανότητα σφάλματος. Η μεγαλύτερη έρευνα μέχρι σήμερα, στην οποία έλαβαν μέρος 4589 Αμερικανίδες έγκυες, δεν έδειξε καμία θετική επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης ασβεστίου (2000mg/ημέρα) στην αρτηριακή πίεση. Όμως, σε αυτή τη μελέτη, το δείγμα των εγκύων χαρακτηριζόταν από επαρκή πρόσληψη ασβεστίου[11]. Συμπερασματικά, από τις μέχρι σήμερα μελέτες προκύπτουν αντικρουόμενα αποτελέσματα όσον αφορά την επίδραση των συμπληρωμάτων ασβεστίου στην πρόληψη ή θεραπεία της προεκλαμψίας ή υπέρτασης κύησης. Φαίνεται ότι η καθημερινή πρόσληψη συμπληρωμάτων ασβεστίου ωφελεί τις έγκυες γυναίκες που έχουν χαμηλή πρόσληψη διαιτητικού ασβεστίου ή χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν υπέρταση κύησης και προεκλαμψία. Η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου συνήθως οφείλεται σε μη επαρκή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων ή εμπλουτισμένων τροφίμων σε ασβέστιο[12]. Περαιτέρω μελέτες απαιτούνται προκειμένου να βρεθεί η ιδανική δόση συμπληρωμάτων ασβεστίου που θα συμβάλλει στην πρόληψη των παραπάνω παθολογικών καταστάσεων.
Φαίνεται ότι η πρόσληψη ασβεστίου έχει σημαντική επίδραση στο βάρος του νεογνού[13]. Πιο συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερη είναι η πρόσληψη ασβεστίου, τόσο παρατείνεται ο χρόνος κύησης, ευνοείται η ανάπτυξη του εμβρύου και άρα αποφεύγονται τα λιποβαρή νεογνά. Επίσης τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες είχαν χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου στην εγκυμοσύνη και έλαβαν συμπλήρωμα ασβεστίου κατά τη διάρκειά της, είχαν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση στην ηλικία των 7 ετών, συγκριτικά με τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και δεν έλαβαν συμπλήρωμα ασβεστίου[14]. Βέβαια, αξίζει να τονιστεί ότι η παραπάνω συσχέτιση ισχύει κυρίως για τα υπέρβαρα παιδιά στην ηλικία των 7 ετών[15]. Συνεπώς, η μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη υπέρτασης στην παιδική ηλικία, η οποία μπορεί να προληφθεί μόνο εάν η έγκυος λαμβάνει συμπλήρωμα ασβεστίου κατά τη διάρκεια της κύησης. Επιπρόσθετα, η ομάδα των γαλακτοκομικών σχετίζεται αρνητικά με την εμφάνιση αποβολών. Με άλλα λόγια, όσο μικρότερη είναι η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων (άρα και ασβεστίου) στην εγκυμοσύνη, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος αποβολών στην εγκυμοσύνη16. ¶λλες έρευνες υποστηρίζουν ότι η πρόσληψη διαιτητικού ασβεστίου από την έγκυο είναι σημαντική για την επιμετάλλωση των οστών του εμβρύου, ακόμη και στις κοινωνίες της αφθονίας, όπου το φαγητό είναι πλούσιο. Ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η ομαλή επιμετάλλωση των οστών του εμβρύου είναι μέσω πρόσληψης διαιτητικού ασβεστίου από την έγκυο, καθώς οι διαιτητικές πηγές πλούσιες σε ασβέστιο είναι επίσης πλούσιες και σε άλλα θρεπτικά συστατικά απαραίτητα για την υγεία των οστών του εμβρύου. Επίσης, η συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου σε έγκυες με επαρκή διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου, δεν φαίνεται να αυξάνει τη συγκέντρωση των εμβρυϊκών οστών σε μέταλλα[17].

Φωσφόρος
Δεν έχει παρατηρηθεί καμία αλλαγή στα επίπεδα του ανόργανου φωσφόρου στα οστά και τον ορό κατά τη διάρκεια της κύησης. Κατά συνέπεια δεν συνιστάται συμπληρωματική λήψη φωσφόρου στη διάρκεια της κύησης. Η συνιστώμενη πρόσληψή του είναι 700 mg/ημέρα στις έγκυες ηλικίας 19-50 ετών και 1250 mg/ημέρα στις έφηβες έγκυες. Το ανώτατο όριο πρόσληψής του στην εγκυμοσύνη έχει καθοριστεί στα 3500 mg/ημέρα[18]. Τα περισσότερα τρόφιμα περιέχουν φωσφόρο, με αποτέλεσμα η ανεπάρκειά του να είναι σπάνια κατά την κύηση. Καμία μελέτη μέχρι σήμερα δεν έχει εξετάσει την επίδραση του διαιτητικού φωσφόρου στην εξοικονόμηση μεταλλικών στοιχείων στην εγκυμοσύνη ή στην έκβαση της υγείας τόσο της εγκύου όσο και του βρέφους.

Μαγνήσιο
Το μαγνήσιο βρίσκεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του εναποθηκευμένο στα οστά. Τα ποσά μαγνησίου που είναι βιοχημικώς ενεργά είναι συγκεντρωμένα στα νευρικά και μυϊκά κύτταρα. Η συγκέντρωση του μαγνησίου στον ορό κατά την κύηση παραμένει σταθερή μέχρι το τελικό στάδιο της εγκυμοσύνης, οπότε αρχίζει να μειώνεται συνεχώς. Μελέτες έχουν δείξει ότι η ανεπαρκής πρόσληψη μαγνησίου είναι συχνό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και έχει συσχετιστεί με καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη, πρόωρο τοκετό, χαμηλό βάρος γέννησης, προεκλαμψία και νευρομυϊκές δυσλειτουργίες[19,20,21]. Έρευνες σε αναπτυγμένες χώρες έχουν δείξει ότι η συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου βελτιώνει διάφορες περιγεννητικές παραμέτρους, όπως το χαμηλό βάρος γέννησης, την προεκλαμψία και την καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη[22,23]. Ωστόσο, δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία μέχρι σήμερα σχετικά με το ρόλο της συμπληρωματικής χορήγησης μαγνησίου στην πρόληψη ή εμφάνιση επιπλοκών κύησης. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη μαγνησίου στην εγκυμοσύνη είναι 400 mg για την ηλικία κάτω των 18 ετών, 350 mg για την ηλικία 19-30 ετών και 360 mg για την ηλικία 31-50 ετών[18]. Παρατηρούμε ότι οι ανάγκες δεν αυξάνονται σημαντικά σε σχέση με την προ εγκυμοσύνης περίοδο και αυτή η μικρή αύξηση μπορεί εύκολα να καλυφθεί μέσω διατροφικών επιλογών που δίνουν έμφαση στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, στα δημητριακά ολικής αλέσεως, στα όσπρια και τους ξηρούς καρπούς[21]. Το ανώτατο όριο πρόσληψης στην εγκυμοσύνη έχει καθοριστεί στα 350 mg/ημέρα. Επίσης, μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες προτείνουν ότι η αυξημένη πρόσληψη λαχανικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο αποβολών. Προφανώς, το μαγνήσιο, κύριο συστατικό των λαχανικών, συμβάλλει σε αυτή τη συσχέτιση[16].

Ψευδάργυρος
Η πρόληψη ψευδαργύρου είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου. Ο ψευδάργυρος είναι συστατικό εκατοντάδων ενζύμων και άλλων πρωτεϊνών, ορμονών και νευροπεπτιδίων. Επίσης, διευκολύνει τη μεταγραφή γονιδίων και συμβάλλει στην κυτταρική διαίρεση, ανάπτυξη, διαφοροποίηση καθώς και στην εμβρυογένεση[24]. Σχετίζεται άμεσα με ένζυμα του μεταβολισμού των υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπιδίων. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η διατροφική κατάσταση της εγκύου σε ψευδάργυρο στο μέσον της κύησης φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική για την σωστή ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος-ΚΝΣ του εμβρύου και την μετέπειτα διανοητική του κατάσταση ως βρέφος[25].
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι επιπλέον ανάγκες για ψευδάργυρο ανέρχονται περίπου στα 100 mg[26]. Αυτό αποτελεί το 5-7% του συνολικού ψευδαργύρου του σώματος της μη-εγκύου. Ο επιπλέον ψευδάργυρος εναποτίθεται στο έμβρυο (57%) και στη μήτρα (24%). Οι επιπλέον ανάγκες ψευδαργύρου κατά την κύηση μπορούν να καλυφθούν μέσω αύξησης της διαιτητικής πρόσληψής του και μέσω προσαρμογών στην ομοιόσταση του[27]. Οι περισσότερες έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει αξιοσημείωτη αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης ψευδαργύρου στην εγκυμοσύνη, με αποτέλεσμα οι ομοιοστατικές ρυθμίσεις στη χρήση ψευδαργύρου να αποτελούν τον κύριο μηχανισμό κάλυψης των επιπλέον απαιτήσεών του στην εγκυμοσύνη. Πιο συγκεκριμένα, η απορρόφηση ψευδαργύρου αυξάνει κατά μέσo όρο κατά 30% ή κατά 1 mg/ ημέρα, κυρίως στο δεύτερο μισό της εγκυμοσύνης. Από το 1 mg, τα 0,7 mg μεταφέρονται στο έμβρυο, ενώ τα υπόλοιπα 0,3 mg αποβάλλονται με τα ούρα. Λόγω της αύξησης της νεφρικής σπειραματικής διήθησης, παρατηρείται μεγαλύτερη απέκκριση ψευδαργύρου στην εγκυμοσύνη. Επίσης, δεν απελευθερώνεται ψευδάργυρος από τους ιστούς της εγκύου έτσι ώστε να βοηθήσει στην κάλυψη των επιπλέον αναγκών του κατά την κύηση. Επιπλέον, η μέση συγκέντρωση ψευδαργύρου ορού ελαττώνεται με την εξέλιξη της εγκυμοσύνης και αυτό μπορεί να οφείλεται σε ορμονικές αλλαγές ή σε φυσιολογικές προσαρμογές της εγκυμοσύνης ή σε συνδυασμό αυτών των παραγόντων[28]. Οι έγκυες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης έλλειψης ψευδαργύρου λόγω των αυξημένων φυσιολογικών απαιτήσεων στην εγκυμοσύνη[29]. Σοβαρή έλλειψη ψευδαργύρου στην έγκυο σχετίζεται με αποβολές, συγγενείς δυσμορφίες (π.χ ανεγκεφαλία), υπέρταση της κύησης και προεκλαμψία, ενώ οι πιο ήπιες μορφές έλλειψης ψευδαργύρου σχετίζονται με χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης, ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, αποκόλληση πλακούντα, πρόωρη ρήξη μεμβρανών, πρόωρο τοκετό ή παρατεταμένη εγκυμοσύνη που μπορεί να καταλήξει σε καισαρική τομή, περιγεννητική ασφυξία, κ.α. Ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος συμπαράγοντας για τη μεταφορά ανοσοσφαιρινών από την έγκυο στο έμβρυο μέσω του πλακούντα. Επίσης, η μη επαρκής διατροφική κατάσταση της εγκύου σε ψευδάργυρο μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τα επίπεδα βιταμίνης Α του νεογνού, μιας βιταμίνης κρίσιμης για την επιβίωσή του[30]. ¶λλες δυσμενείς επιπτώσεις ανεπαρκούς διατροφικής κατάστασης της εγκύου σε ψευδάργυρο είναι η μειωμένη ικανότητα μνήμης, προσοχής, αντίληψης και μάθησης του παιδιού.
Η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου για την βελτίωση της έκβασης της εγκυμοσύνης έχει δείξει αντικρουόμενα αποτελέσματα στις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί. Αξιοσημείωτες είναι οι έρευνες που έδειξαν ότι η λήψη συμπληρωμάτων ψευδαργύρου μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο βάρος γέννησης, μεγαλύτερη περιφέρεια κεφαλής και γρηγορότερη σωματική ανάπτυξη του βρέφους μόνο στην περίπτωση που η έγκυος είχε ανεπαρκή διατροφική κατάσταση σε ψευδάργυρο και δείκτης μάζας σώματος <26 kg/m2 κατά τη σύλληψη. Κατά συνέπεια, η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου δεν δρα προστατευτικά, όσον αφορά το χαμηλό βάρος γέννησης, σε υπέρβαρες και παχύσαρκες έγκυες, αλλά μόνο σε εγκύους φυσιολογικού βάρους. Η δόση συμπληρώματος ψευδαργύρου που χρησιμοποιήθηκε στις παραπάνω έρευνες ήταν 25 mg/ημέρα, χωρίς να σημαίνει ότι αυτή αποτελεί τη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση[1].
Η πρόσληψη ψευδαργύρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνίσταται να είναι 15 mg/ημέρα, ενώ το ανώτατο όριο πρόσληψής του έχει καθοριστεί στα 35 mg/ημέρα. Αν και οι περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι η συνήθης πρόσληψή του είναι μικρότερη από αυτή που συστήνεται (11 mg), δεν συνιστάται συμπληρωματική χορήγησή του. Αυτό ισχύει διότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι η συνήθης πρόσληψή του είναι τόσο χαμηλή ώστε να περιορίζει την παραγωγή συστατικών απαραίτητων για την υγεία της εγκύου, του εμβρύου και βρέφους. Πλούσιες πηγές ψευδαργύρου αποτελούν τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, όπως μοσχάρι, αυγά, θαλασσινά. ¶λλες καλές πηγές είναι τα όσπρια, οι ξηροί καρποί και τα δημητριακή ολικής αλέσεως. Τα φρούτα και λαχανικά είναι φτωχές πηγές ψευδαργύρου. Ο ψευδάργυρος στα φυτικά προϊόντα είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμος λόγω της παρουσίας φυτικών οξέων και ινών.
Παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν δευτερογενή έλλειψη ψευδαργύρου στην εγκυμοσύνη είναι αυτοί που αναστέλλουν την απορρόφησή του (π.χ. φυτικά οξέα, ασβέστιο), η συμπληρωματική χορήγηση στοιχειακού σιδήρου άνω των 60 mg/ημέρα και οι παράγοντες που εμποδίζουν την μεταφορά του στον πλακούντα όπως το κάπνισμα και αλκοόλ. Όλες αυτές οι καταστάσεις ελαττώνουν τη συγκέντρωση ψευδαργύρου στον ορό και μειώνουν την διαθέσιμη ποσότητά του προς το έμβρυο. Έγκυες που έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούν να λαμβάνουν καθημερινά συμπλήρωμα ψευδαργύρου των 25 mg, έτσι ώστε να αποφύγουν τις επιπλοκές ανεπάρκειάς του. Επίσης, συστήνεται οι έγκυες που λαμβάνουν συμπλήρωμα σιδήρου πάνω από 30 mg/ημέρα, να λαμβάνουν και συμπλήρωμα ψευδαργύρου των 15 mg/ημέρα, λόγω της ανασταλτικής επίδρασης του σιδήρου στην απορρόφηση ψευδαργύρου. Επειδή η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου έχει δυσμενείς επιδράσεις στο μεταβολισμό του χαλκού, συνιστάται η χορήγηση συμπληρώματος χαλκού των 2mg πρέπει να συνοδεύει το συμπλήρωμα ψευδαργύρου[31].

Νάτριο
Ο μεταβολισμός του νατρίου μεταβάλλεται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η αύξηση του όγκου του αίματος, η αύξηση του όγκου του αμνιακού υγρού και οι αυξημένες ανάγκες σε νάτριο του αναπτυσσόμενου εμβρύου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτούν αυξημένη κατακράτηση νατρίου[32].
Το συνολικό νάτριο στο σώμα υπολογίζεται ότι αυξάνει κατά 900-950 meq (25 γραμ νατρίου, 60 γραμ ΝαCl) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης με μια μέση αύξηση 4 meq/ημέρα[33]. Η συγκέντρωση του νατρίου ορού στην εγκυμοσύνη παραμένει περίπου σταθερή. Η αυξημένη νεφρική σπειραματική διήθηση, η προγεστερόνη και ο νατριοουρητιικός παράγοντας προκαλούν αύξηση της απέκκρισης νατρίου από τα νεφρά. Σε αντίθεση, η αλδοστερόνη, τα οιστρογόνα και το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης ελαττώνουν την νεφρική απέκκριση νατρίου. Έρευνες έχουν δείξει ότι στην εγκυμοσύνη αυξάνει η προτίμηση για αλάτι και αλμυρά τρόφιμα. Σε αυτό συμβάλλουν κυρίως ορμόνες της κύησης, όπως η προγεστερόνη και η οιστραδιόλη, δείχνοντας έτσι ότι οι αλλαγές στην προτίμηση άλατος στην εγκυμοσύνη έχουν ενδοκρινική βάση.
Η αυξημένη κατακράτηση υγρών που παρατηρείται κατά την εγκυμοσύνη, μειώνει κατά κάποιον τρόπο τις ανάγκες του οργανισμού σε νάτριο. Οι πραγματικές ανάγκες σε νάτριο είναι πολύ μικρές (200-400 mg/ημέρα) για την εγκυμοσύνη, σε σύγκριση με τη μέση συνήθη πρόσληψη που είναι 2300-6900 mg/ημέρα. Για την εγκυμοσύνη προστίθενται μόνο 70 mg/ημέρα στις βασικές ανάγκες (οι συνολικές ανάγκες των 20000 mg διαιρεμένες δια του συνόλου των 300 ημερών)[32]. Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι οι μηχανισμοί επαναρρόφησης στο νεφρό υπολειτουργούν όταν περιορίζεται σημαντικά το διαιτητικό νάτριο. Οι υπερτασικές καταστάσεις που οφείλονται στην εγκυμοσύνη δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με εξαιρετικά μειωμένες προσλήψεις νατρίου γιατί ο περιορισμός νατρίου όχι μόνο δεν προλαμβάνει αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά αντίθετα προκαλεί επιπλοκές[10]. Ακόμη, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη ότι οι έγκυες δεν “ανέχονται” και δεν συμμορφώνονται εύκολα με δίαιτες πολύ χαμηλές σε νάτριο. Οποιαδήποτε δίαιτα επαρκής σε ενέργεια μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες σε νάτριο. Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο να συνιστάται απεριόριστη πρόσληψη αλατιού στην εγκυμοσύνη. Η σύσταση της απεριόριστης πρόσληψης ενδέχεται να ενέχει κινδύνους για το 15-20% των γυναικών που είναι επιρρεπείς στην ιδιοπαθή υπέρταση. Η τελική συμβουλή πάντως είναι για κάθε περίπτωση οι συστάσεις να εξατομικεύονται.

Συμπεράσματα
Τα μικροθρεπτικά συστατικά είναι απαραίτητα για την κυτταρική ανάπτυξη και ιστική διαφοροποίηση, για την ομαλή ανάπτυξη και λειτουργία των οργάνων του εμβρύου, για την ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης, για τη διατήρηση των αποθηκών της εγκύου και γενικά για την υγεία της εγκύου και του εμβρύου.
Συνοψίζοντας τις συνέπειες μιας αρνητικής διατροφής, σε ποιότητα και ποσότητα, ιχνοστοιχείων μπορούμε να πούμε ότι όσον αφορά το έμβρυο, παρατηρούνται συχνά ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, συγγενείς ανωμαλίες και δυσμορφίες, ανεπαρκής ανάπτυξη οργάνων και πλακούντα, ανοσοκαταστολή, προωρότητα (τοκετός πριν την 37η εβδομάδα κύησης), αποβολές, χαμηλό βάρος γέννησης (μικρότερο των 2500 γρ) κ.α.

Nutrition in pregnancy: the role of micronutritients and pregnancy outcome
G Petrakos, Α Economou, I Koutras, P Panagopoulos, N Kanellopoulos
Department of Obstetrics and Gynaecologic, “Tzaneio” Hospital of Piraeus

Summary
Pregnancy is a critical period, during which the diet of the pregnant woman reflects not only her own health but the health of the foetus as well. Nutritional sufficiency in both quantity and quality at this time period plays a critical role for the physiological development and mental state of the infant and later on of the child. The need for extending the knowledge regarding the nutritional attitudes of Greek pregnant women and for the application of interventions that will improve their nutritional status, led to the conduction of the current study. The micronutrients are necessary trace elements for the cellular development and proliferation, functionality of the vital organs of the foetus and the normal outcome of pregnancy. We review in the recent literature the role of micronutrients in the pregnancy and with the pregnancy outcome.

ΒιβλιογραφΙα
1. Ritchie LD, Fung EB, Halloran BP, Turnlund JR, D Van Loan M, Cann CE and King JC. A longitudinal study of calcium homeostasis during human pregnancy and lactation and after resumption of menses. Am J Clin Nutr 1998;67:693-701.
2. Prentice A. Maternal calcium metabolism and bone mineral status. Am J Clin Nutr 2000;71(suppl):1312-6.
3. Prentice A. Maternal calcium requirements during pregnancy and lactation. Am J Clin Nutr 1994;59(suppl):477-83.
4. Prentice A. Calcium in pregnancy and lactation. Annu Rev Nutr 2000;20:249-72.
5. Johnson AA, Knight EM, Edwards CH, Oyemade UJ, Cole OJ, West OE, Westney LS, Laryea H and Jones S. Dietary intakes, anthropometric measurements and pregnancy outcomes. J Nutr 1994;124 (suppl-6):936-42.
6. Ladipo OA. Nutrition in pregnancy: mineral and vitamin supplements. Am J Clin Nutr 2000;72(suppl):280S-90S.
7. King JC. Effect of reproduction on the bioavailability of calcium, zinc and selenium. J Nutr 2001;131(suppl):1355-58.
8. Niromanesh S, Laghaii S and Mosavi-Jarrahi. Supplementary calcium in prevention of pre-eclampsia. International Journal of Gynecology & Obstetrics 2001;74:17-21.
9. Ritchie LD and King JC. Dietary calcium and pregnancy-induced hypertension: is there a relation? Am J Clin Nutr 2000;71(suppl):1371S-4S.
10. Roberts JM, Balk JL, Bodnar LM, Belizan JM, Bergel E and Martinez A. Nutrient involvement in preeclampsia. J Nutr 2003;133(suppl):1684S-92S.
11. Levine RJ, Hauth JC, Curet LB, Sibai BM, Catalano PM, Morris CD, DerSimonian R, Esterlitz JR, Raymond EG, Bild DE, Clemens JD and Cutler JA. Trial of calcium to prevent preeclampsia. N Eng J Med 1997;337:69-76.
12. Kaiser LL and Lindsay A. Position of the American Dietetic Association: Nutrition and lifestyle for a healthy pregnancy outcome. J Am Diet Assoc 2002;102(10):1479-1490.
13. Fall C, Yajnik CS, Rao S, Davies A, Brown N and Farrant H. Micronutrients and fetal growth. J Nutr 2003;133(suppl):1747S-56S.
14. Neggers Y and Goldenberg RL. Some thoughts on body mass index, micronutrient intakes and pregnancy outcome. J Nutr 2003;133(suppl):1737S-40S.
15. Villar J and Belizan JM. Same nutrient, different hypotheses: disparities in trials of calcium supplementation during pregnancy. Am J Clin Nutr 2000;71(suppl):1375S-9S.
16. Di Cintio E, Parazzini F, Chatenoud L, Surace M, Benzi G, Zanconato G and La Vecchia C. Dietary factors and risk of spontaneous abortion. Eur J Obstetrics & Gynecology and Reproductive Biology 2001;95:132-36.
17. Koo WK, Walters JC, Esterlitz J, Levine RJ , Bush AJ and Sibai B. Maternal calcium supplementation and fetal bone mineralization. Obstet Gynecol 1999;94:577-82.
18. Picciano MF. Pregnancy and lactation: Physiological adjustments, nutritional requirements and the role of dietary supplements. J Nutr 2003;133(suppl):1997S-2002S.
19. Black RE. Micronutrients in pregnancy. Br J Nutr 2001;85(suppl-2):193S-7S.
20. Bendich A. Micronutrients in women's health and immune function. Nutrition 2001;17:858-67.
21. Turner RE, Langkamp-Henken B, Littell RC, Lukowski MJ and Suarez MF. Comparing nutrient intake from food to the estimated average requirements shows middle-to upper-income pregnant women lack iron and possibly magnesium. J Am Diet Assoc 2003;103:461-66.
22. The Magpie Trial Collaborative Group. Do women with pre-eclampsia, and their babies, benefit from magnesium sulphate? The Magpie Trial: a randomized placebo-controlled trial. Lancet 2002;359:1877-90.
23. Merialdi M, Carroli G, Villar J, Abalos E, Gulmezoglu AM, Kulier R and de Onis M. Nutritional interventions during pregnancy for the prevention or treatment of impaired fetal growth: An overview of randomized controlled trials. J Nutr 2003;133(suppl):1626S-31S.
24. Velie EM, Block G, Shaw GM, Samuels SJ, Schafer DM and Kulldorff M. Maternal supplemental and dietary zinc intake and the occurrence of neural tube defects in California. Am J Epidemiol 1999;150:605-16.
25. Caulfield LE, Zavaleta N, Shankar AH and Merialdi M. Potential contribution of maternal zinc supplementation during pregnancy to maternal and child survival. Am J Clin Nutr 1998;68(suppl):499S-508S.
26. Wada L and King JC. Trace element nutrition during pregnancy. Clin Obstet Gynecol 1994;37(3):574-86.
27. King JC. Determinants of maternal zinc status during pregnancy. Am J Clin Nutr 2000;71(suppl):1334S-43S.
28. Tamura T, Goldenberg RL, Johnston KE and Dubard M. Maternal plasma zinc concentrations and pregnancy outcome. Am J Clin Nutr 2000;71:109-13.
29. Hamadani JD, Fuchs GJ, Osendarp SJ, Huda SN and Grantham-McGregor SM. Zinc supplementation during pregnancy and effects on mental development and behavior of infants: a follow-up study. Lancet 2002;360:290-94.
30. Gindler J, Berry Z, Zheng J, Correa A, Sun X, Wong L, Cheng L, Erickson D, Wang Y and Tong Q. Folic acid supplements during pregnancy and risk of miscarriage.
31. Keen CL, Clegg MS, Hanna LA, Lanoue L, Rogers JM, Daston GP, Oteiza P and Uriu-Adams JY. The plausibility of micronutrient deficiencies being a significant contributing factor to the occurrence of pregnancy complications. J Nutr 2003;133(suppl):1597S-1605S.
32. Knuist M, Bonsel GJ, Zondervan HA and Treffers PE. Low sodium diet and pregnancy-induced hypertension: a multicentre randomized controlled trial. Br J Obstet Gynaecol 1998;105(4):430-4.
33. Clarke S and Bernstein I. NaCl preference increases during pregnancy and lactation: assessment using brief access tests. Pharmacology, Biochemistry and behavior 2001;68:555-63.

 

 

ΗΟΜΕPAGE