<<< Προηγούμενη σελίδα

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
Bιβλιογραφική Eνημέρωση

Παιδική και Εφηβική ΓυναικολογΙα

Eπιμέλεια: Aπόστολος Oικονόμου
Σχόλιο: Περικλής Παναγόπουλος

 

1) J Pediatr Adolesc Gynecol. 2003 Feb;16(1):25-30. Identification of symptoms that indicate a pelvic examination is necessary to exclude PID in adolescent women. Blake DR, Fletcher K, Joshi N, Emans SJ
Οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις από χλαμύδια ή γονόκοκκο, παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά νόσησης μεταξύ των σεξουαλικά ενεργών εφηβών, και αν διαδράμουν χωρίς την κατάλληλη αντιμετώπιση είναι πολύ πιθανή η πρόκληση Φλεγμονώδους Νόσου της Πυέλου με όλες τις πιθανές επιπλοκές. Η πρόσφατη δυνατότητα προσδιορισμού χλαμυδιακών και γονορροϊκών λοιμώξεων με εξέταση δείγματος ούρων, επιτρέπουν τον προσδιορισμό των λοιμώξεων αυτών χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση κολποδιαστολέα, η χρήση του οποίου δρά αποτρεπτικά στην προσέλευση των εφήβων με συμπτωματική κολπίτιδα. Στην παρούσα μελέτη ερευνήθηκε η δυνατότητα των γιατρών να αξιολογήσουν- διαγνώσουν την Πυελική Φλεγμονή σε εφήβους και νεαρές ενήλικες ασθενείς με συμπτώματα από το ουροποιογεννητικό χωρίς να προβούν σε αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση, στηριζόμενοι σε προγνωστικά σημεία από το ιστορικό. Οι περισσότερες ασθενείς με Πυελική Φλεγμονή ανέφεραν άλγος υπογαστρίου, ενώ όλες οι ασθενείς με Πυελική Φλεγμονή ανέφεραν είτε άλγος υπογαστρίου είτε δυσπαρεύνεια. Από τις ασθενείς στις οποίες δεν διεγνώσθη Πυελική Φλεγμονή το 44% δεν ανέφερε συμπτώματα που θα απαιτούσαν αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο συνδυασμός του ιστορικού με τη χρήση των νέων μεθόδων για τον προσδιορισμό των χλαμυδιακών και γονορροϊκών λοιμώξεων, μπορεί να μειώσει την ανάγκη της εκτέλεσης αμφίχειρης γυναικολογικής εξέτασης και να αυξήσει την προσέλευση των εφήβων με συμπτώματα ουροποιογεννητικής λοίμωξης.

ΣΧΟΛΙΟ
H μελέτη αυτή παρουσιάζει μια σειρά από περιορισμούς στο σχεδιασμό της, καθιστώντας την εκτίμηση της σημασίας των ευρημάτων δυσχερή: α) απουσία ακρίβειας στα κριτήρια κλινικής διάγνωσης της Πυελικής φλεγμονής, β) η μελέτη είχε μικρή διάρκεια (1 έτος) και μικρό αριθμό δείγματος (193 έφηβοι), και γ) η πρόταση χρήσης των προσδιορισμών στα ούρα των χλαμυδίων και του γονοκόκκου, η οποία και αυξημένο κόστος παρουσιάζει και δεν είναι διαθέσιμη σε πολλά νοσηλευτικά ιδρύματα.

2) J Clin Endocrinol Metab. 2003 Oct;88(10):4682-8. Early endocrine, metabolic, and sonographic characteristics of polycystic ovary syndrome (PCOS): comparison between nonobese and obese adolescents. Silfen ME, Denburg MR, Manibo AM, Lobo RA, Jaffe R, Ferin M, Levine LS, Oberfield SE.
Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (ΣΠΩ), παρουσιάζει εκσημασμένη κλινική ετερογένεια., έχει αδιευκρίνιστη αιτιολογία και συχνά η έναρξή του τοποθετείται στην περίοδο της εμμηναρχής.
Ο κύριος σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν ο καθορισμός των πρώϊμων ενδοκρινικών και μεταβολικών αλλαγών σε εφήβους με ΣΠΩ και ο προσδιορισμός πιθανών εργαστηριακών διαφοροποιήσεων μεταξύ παχύσαρκων και μη-παχύσαρκων ασθενών. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 11 μη- παχύσαρκες ασθενείς, 22 παχύσαρκες ασθενείς και 15 παχύσαρκες υγιείς έφηβες.
Πολυκυστική εμφάνιση των ωοθηκών (υπερηχογραφικά) διαπιστώθηκε σε όλες τις μη- παχύσαρκες ασθενείς, στο 75% των παχύσαρκων ασθενών και στο 31% των παχύσαρκων υγιών εφήβων (ποσοστό υψηλότερο από το συνήθη μέσο όρο).
Η αυξημένη LH στις μη παχύσαρκες εφήβους σε σύγκριση με τις παχύσαρκες είναι ανάλογη της αύξησης που παρατηρείται στον ενήλικο πληθυσμό. Στις μη παχύσαρκες εφήβους με ΣΠΩ ήταν επίσης εμφανή τα στοιχεία αυξημένης επινεφριδικής ανδρογονικής δραστηριότητας, και αυξημένου ποσοστού μελανίζουσας ακάνθωσης. Στις παχύσαρκες εφήβους με ΣΠΩ η SHBG ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα από τις αντίστοιχες μη παχύσαρκες εφήβους, ενώ χαμηλότερη ήταν και η ευαισθησία στην ινσουλίνη.

ΣΧΟΛΙΟ
Η παρούσα μελέτη επιβεβαιώνει τα κοινά μεταβολικά και ενδοκρινολογικά ευρήματα του συνδρόμου, από την έναρξη του στις εφήβους με τον αντίστοιχο ενήλικο πληθυσμό. Κάποιες παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν ως προς τη μελέτη αφορούν τα εξής: α) Στις μη- παχύσαρκες εφήβους η αυξημένη επίπτωση της μελανίζουσας ακάνθωσης, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχη ομάδα ελέγχου και το δείγμα είναι πολύ μικρό, και β) στις παχύσαρκες εφήβους με ΣΠΩ ενώ παρατηρείται στατιστικά σημαντική διαφορά στην ευαισθησία στην ινσουλίνη με τις αντίστοιχες μη- παχύσαρκες εφήβους, δεν παρατηρείται το ίδιο και με την ομάδα ελέγχου (υγιείς παχύσαρκες) γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα προηγούμενων μελετών

3) Am J Obst Gynec Vol 189, Issue 6 , Dec 2003, Pages 1569-1572. McIndoe procedure for vaginal agenesis: Long-term outcome and effect on quality of life Christopher J. Klingele MD, John B. Gebhart MD, Andrew J. Croak DO, Connie S. DiMarco MD, Timothy G. Lesnick MS and Raymond A. Lee MD

Το σύνδρομο Mayer-Rokitansky-Kuster-Hauser, χαρακτηρίζεται από απλασία μήτρας- κόλπου και φυσιολογικό καρυότυπο και ωοθήκες. Η θεραπεία του συνδρόμου είναι η δημιουργία νεόκολπου. Ο σκοπός της πλαστικής του κόλπου είναι η δημιουργία ενός κόλπου με ικανοποιητική εμφάνιση, λειτουργικότητα και αισθητικότητα.
Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκαν με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου 71 από τις 213 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε τροποποιημένη επέμβαση κατά McIndoe για τη δημιουργία νεόκολπου, στη Mayo Clinic, από το 1950 έως το 2001.
Οι 10 από τις ασθενείς είχαν υποβληθεί σε προηγούμενη επέμβαση για τον ίδιο λόγο. Ο μέσος χρόνος μετά την επέμβαση ήταν 23 έτη. Η πλειοψηφία των μοσχευμάτων για τη δημιουργία νεόκολπου ελήφθησαν από την περιοχή των γλουτών. Μείζονα διεγχειρητικά συμβάτα παρουσιάστηκαν σε δύο περιστατικά (ρήξη εντέρου), ενώ δεν αναφέρθηκε καμμιά περίπτωση τραυματισμού ουροδόχου κύστης.
Το 91% των ασθενών ήταν σεξουαλικά ενεργείς, και το 82% των ασθενών ανέφερε συχνότητα επαφών περισσότερο από μία εβδομαδιαίως. Αιμορραγία μετά την επαφή ανέφερε το 11% των ασθενών, ενώ δυσπαρεύνεια ανέφερε το 13% των ασθενών

ΣΧΟΛΙΟ
Η παρούσα ανασκοπική μελέτη με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου προσπαθεί να διερευνήσει την μακροχρόνια αποτελεσματικότητα της δημιουργίας νεόκολπου με την επέμβαση κατά McIndoe. Είναι γεγονός πως η έρευνα δεν ασχολείται καθόλου με τις συντηρητικές μεθόδους για τη δημιουργία νεόκολπου, τις οποίες θεωρεί ως ελάχιστα ελκυστικές για τις ασθενείς.
Η δημιουργία ενός λειτουργικού νεόκολπου βέβαια είναι μόνο ένα κομμάτι της επιτυχημένης θεραπείας, καθώς είναι δύσκολη η κατανόηση των ψυχολογικών και συναισθηματικών παραμέτρων των γυναικών με Μυλλέρεια αγενεσία.
Περιορισμό στη μελέτη αποτελεί το χαμηλό ποσοστό απαντήσεων (περίπου 40%) και η εγγενής αδυναμία η οποία προκύπτει από το γεγονός, καθώς φαίνεται ότι μόνο οι ασθενείς με θετικά αποτελέσματα ανταποκρίθηκαν στη μελέτη.
Άλλος σημαντικός περιορισμός της μελέτης ήταν η απουσία φυσικής εξέτασης για τον προσδιορισμό των κολπικών διαστάσεων. Είναι γνωστό ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ βάθους του νεόκολπου και ικανοποιητικού αποτελέσματος, αν και η επιτυχία από λειτουργική άποψη δεν είναι απαραίτητα αναλογική με το μήκος του κόλπου.
Είναι αναμφισβήτητη πάντως η μακρά εμπειρία της κλινικής σε τέτοιου είδους επεμβάσεις, και το χαμηλό ποσοστό επιπλοκών που απορρέει από τη συγκεκριμένη εμπειρία.

 

ΗΟΜΕPAGE