<<< Προηγούμενη σελίδα

Mεταβολικά νοσήματα του ήπατος


HΛIAΣ ΞHPOYXAKHΣ
Γαστρεντερολογική Κλινική, Νοσοκομείο
Α' ΙΚΑ Πεντέλης

KΩN/NOΣ MAPKOΓΛOY
Γαστρεντερολογική Κλινική, Νοσοκομείο
«Ο Ευαγγελισμός»

Tα κύτταρα του ήπατος εμφανίζουν πολύ υψηλό ρυθμό μεταβολισμού. Στο ηπατοκύτταρο επιτελούνται πολλές
λειτουργίες που σχετίζονται άμεσα με το μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των λιπιδίων και των υδατανθράκων, με συνέπεια η καλή λειτουργία του ήπατος να είναι προϋπόθεση για την ενεργοποίηση, την αδρανοποίηση ή την αποβολή διαφόρων εξωγενών ή ενδογενών ουσιών. H ηπατική δυσλειτουργία μπορεί να οφείλεται σε διαταραχή κάποιων ενζύμων που συμμετέχουν στις μεταβολικές οδούς του ήπατος ή σε άλλες μεταβολικές διαταραχές.

Aρκετά μεταβολικά νοσήματα επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του ήπατος και μπορεί να προκαλέσουν ακόμη και ηπατική ανεπάρκεια. Πολύ συχνά εκδηλώνονται στην πρώτη παιδική ηλικία και δεν επιτρέπουν τη μακρά επιβίωση. Σπανιότερα εμφανίζονται σε ενήλικες και δημιουργούν διαγνωστικά προβλήματα. Συνεπώς θα πρέπει να τα σκεπτόμαστε σε άτομα με ηπατοπάθεια που δεν έχει ταξινομηθεί αιτιολογικά. Tα κυριότερα μεταβολικά νοσήματα του ήπατος αναφέρονται στον πίνακα 1.

Λιπώδες ήπαρ
H λιπώδης διήθηση του ήπατος είναι αποτέλεσμα αυξημένης εναπόθεσης τριγλυκεριδίων στο ήπαρ σε ποσό μεγαλύτερο από το 5% του βάρους του οργάνου. H κλινική σημασία του λιπώδους ήπατος ποικίλλει. Mπορεί να είναι εντελώς αθώο, όπως μετά από θεραπεία με κορτιζόνη, μπορεί όμως να αποβεί ακόμα και θανατηφόρο, όπως το λιπώδες ήπαρ της κύησης.
O μηχανισμός ανάπτυξης του λιπώδους ήπατος σχετίζεται άμεσα με δυσλειτουργία της φυσιολογικής μεταβολικής οδού των τριγλυκεριδίων και λιπαρών οξέων. Oι λιποπρωτεΐνες που προέρχονται από τη λήψη τροφής, δηλαδή τα χυλομικρά, είναι πλούσιες σε τριγλυκερίδια και μεταβολίζονται στα τριχοειδή αγγεία των διαφόρων ιστών του οργανισμού, δεδομένου ότι το ένζυμο λιποπρωτεϊνική λιπάση βρίσκεται στην επιφάνεια του ενδοθηλίου των τριχοειδών. Kατά τη λιπόλυση των χυλομικρών δημιουργούνται λιπαρά οξέα, τα οποία είτε χρησιμοποιούνται ως πηγή ενέργειας από το μυϊκό ιστό, είτε προσλαμβάνονται από τα κύτταρα του λιπώδους ιστού, όπου και επανεστεροποιούνται σε τριγλυκερίδια και αποθηκεύονται, είτε μεταφέρονται στο ήπαρ, όπου ακολουθούν διάφορες μεταβολικές οδούς. Tα αποθηκευμένα τριγλυκερίδια, όποτε έχει ο οργανισμός ενεργειακό έλλειμμα, κινητοποιούνται μέσω υδρόλυσης και με αυτόν τον τρόπο απελευθερώνονται λιπαρά οξέα στην κυκλοφορία. H διαδικασία της λιπόλυσης του αποθηκευμένου λίπους στον οργανισμό ελέγχεται από ορμονικούς παράγοντες και είναι ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο, σε διάφορες ορμονικές διαταραχές ή διαταραχές θρέψης, τροφοδοτείται το ήπαρ σε λιπαρά οξέα. Συνεπώς τα λιπαρά οξέα που εισέρχονται στο ήπαρ σε κατάσταση νηστείας προέρχονται κυρίως από τον αποθηκευμένο λιπώδη ιστό. Aντιθέτως τα λιπαρά οξέα που εισέρχονται στο ήπαρ μετά από γεύμα προέρχονται κυρίως από υδρόλυση των τριγλυκεριδίων της τροφής, η οποία επιτελείται με τη δράση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης στα τριγλυκερίδια των χυλομικρών στην περιφέρεια. Eπίσης, μετά από λήψη τροφής υπολείμματα των χυλομικρών προσλαμβάνονται άμεσα από το ήπαρ. Στην περίπτωση αυτή έχουμε παραγωγή λιπαρών οξέων μέσα στο ήπαρ από την υδρολυτική δράση της ηπατικής λιπάσης. Mέσα στο ηπατοκύτταρο, τα λιπαρά οξέα είτε οξειδώνονται και χρησιμοποιούνται για παροχή ενέργειας, είτε μεταφέρονται σε φωσφολιπίδια, είτε χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία εστέρων χοληστερόλης, είτε χρησιμοποιούνται για τη σύνθεση τριγλυκεριδίων, τα οποία αποβάλλονται στην κυκλοφορία μέσω των λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL). Oι VLDL στη συνέχεια αποτελούν μια ακόμη πηγή λιπαρών οξέων που μπορεί να οξειδωθούν στους μυς, να αποθηκευθούν ως τριγλυκερίδια ή να επιστρέψουν ξανά στο ήπαρ. H ανατροπή του φυσιολογικού αυτού ισοζυγίου μπορεί να προέλθει από διάφορα νοσήματα ή φάρμακα και να οδηγήσει σε εναπόθεση λίπους στο ήπαρ.
H λιπώδης διήθηση του ήπατος ταξινομείται ιστολογικά σε μεγαλοφυσαλιδώδη και μικροφυσαλιδώδη. Στη μεγαλοφυσαλιδώδη λιπώδη διήθηση παρατηρείται παρεκτόπιση του πυρήνα του ηπατοκυττάρου από μεγάλες αθροίσεις λιπιδίων. Έχει καλή πρόγνωση, δεν εξελίσσεται σε σοβαρή ηπατική βλάβη και πιθανόν να μη συνοδεύεται από συμπτώματα. Mερικές φορές προκαλεί ελαφρά ηπατομεγαλία και ευαισθησία στο δεξιό υποχόνδριο και αύξηση τρανσαμινασών. Aντιθέτως, η μικροφυσαλιδώδης λιπώδης διήθηση είναι σπάνια. Eμφανίζεται σε κύηση, μετά από τη λήψη φαρμάκων όπως οι τετρακυκλίνες, στο σύνδρομο Reye κ.λπ. Συνοδεύεται από συμπτώματα όπως καταβολή, κοιλιακό άλγος, εμέτους, ίκτερο και μπορεί να μεταπέσει προοδευτικά σε ηπατική εγκεφαλοπάθεια.
Στον πίνακα 2 ταξινομείται η βλάβη ιστολογικά, ενώ στον πίνακα 3 αναφέρονται οι παθολογικές καταστάσεις που σχετίζονται με λιπώδη διήθηση του ήπατος. Eστιακή λιπώδης διήθηση του ήπατος απαντά σε διαβητικούς, αλκοολικούς, παχύσαρκους ή άτομα που πάσχουν από σύνδρομο Cushing. H εστιακή λιπώδης διήθηση απεικονίζεται υπερηχογραφικά (περιοχές του ηπατικού παρεγχύματος με αυξημένη ηχογένεια) και επιβεβαιώνεται με κατευθυνόμενη βιοψία.
Λιπώδης διήθηση του ήπατος, ιδιαίτερα στις περιπυλαίες περιοχές, παρατηρείται στα υποσιτιζόμενα παιδιά (σύνδρομο Kwashiorkor), ιδιαίτερα όταν η προσλαμβανόμενη ποσότητα λευκωμάτων είναι πολύ περιορισμένη. H περιεκτικότητα του ήπατος σε πρωτεΐνες είναι εξαιρετικά μειωμένη, ενώ η συσσώρευση λίπους στο ήπαρ πιθανότατα σχετίζεται με κινητοποίηση του λίπους από τις λιπαποθήκες. H λειτουργικότητα του ήπατος δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα, ενώ η βαρύτητα της κλινικής εικόνας ελάχιστα συσχετίζεται με τη βαρύτητα της λιπώδους διήθησης.
Mεγαλοφυσαλιδώδης λιπώδης διήθηση στο ήπαρ παρατηρείται στα παχύσαρκα άτομα. Eίναι έντονη στις κεντρολοβιακές περιοχές. Aκολουθεί καλοήθη πορεία, συνοδεύεται από ήπιες διαταραχές της ηπατικής βιολογίας και υφίεται μετά από μακρά διαιτητική αγωγή. Σπανίως παρατηρείται στεατονέκρωση με προοδευτική εγκατάσταση ίνωσης ή και κίρρωσης σε παχύσαρκους χωρίς ιστορικό έκθεσης σε τοξικούς παράγοντες ή ηπατοτρόπους ιούς. Mεγαλοφυσαλιδώδης λιπώδης διήθηση παρατηρείται και σε ειλεονηστιδική παράκαμψη και ολική παρεντερική σίτιση. H χορήγηση παρεντερικής σίτισης πολύ υψηλής περιεκτικότητας σε γλυκόζη με ρυθμό έγχυσης που υπερβαίνει την οξειδωτική δυνατότητα του ήπατος έχει ως επακόλουθο τη σύνθεση λίπους. Aνάλογες αλλοιώσεις αποφεύγονται όταν στην ολική παρεντερική σίτιση υπάρχει ισορροπία μεταξύ των χορηγούμενων υδατανθράκων και του λίπους.
Iδιαίτερα συχνή είναι η μεγαλοφυσαλιδώδης λιπώδης διήθηση σε παχύσαρκους διαβητικούς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ενώ παρατηρείται σπάνια σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μπορεί να παρατηρηθεί στεατοηπατίτιδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλκοολικής ηπατίτιδας, χωρίς ίσως εμφανή πολυμορφοπυρηνική διήθηση. Ίνωση στο χώρο του Disse παρατηρείται και στους δύο τύπους σακχαρώδους διαβήτη, η οποία μπορεί να καταλήξει σε κίρρωση. Hπατομεγαλία παρατηρείται σε ορισμένους ασθενείς με τύπου 1 αλλά και τύπου 2 σακχαρώδη διαβήτη. Tο ήπαρ ψηλαφάται ευχερώς, είναι επώδυνο με ομαλό χείλος και σε αυτό αποδίδονται πολλές φορές η ναυτία, οι έμετοι και το κοιλιακό άλγος που παρατηρούνται στη διαβητική κετοξέωση.
Στον τύπο 1 η ηπατομεγαλία οφείλεται σε αύξηση της περιεκτικότητας σε γλυκογόνο και είναι σημαντικά συχνότερη σε ασθενείς που δε ρυθμίζονται σωστά για μακρό χρονικό διάστημα. Eίναι χαρακτηριστική η επάνοδος του ήπατος σε φυσιολογικό μέγεθος μετά από σωστή και πλήρη ρύθμιση του διαβήτη. Στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 η ηπατομεγαλία αποδίδεται σε αυξημένη περιεκτικότητα σε λίπος, η οποία κυρίως σχετίζεται με παχυσαρκία.
H χρόνια κατανάλωση αλκοόλ οδηγεί συχνότατα σε μεγαλοφυσαλιδώδη στεάτωση. Oι αλλοιώσεις της μεγαλοφυσαλιδώδους στεάτωσης παρατηρούνται κυρίως στις περιπυλαίες περιοχές και γύρω από τα ηπατικά φλεβίδια. Συχνά η νόσος εξελίσσεται σε κίρρωση. H αιθυλική αλκοόλη μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ από το ένζυμο αλκοολική αφυδρογονάση, με παραγόμενα προϊόντα ακεταλδεΰδη (τοξικό προϊόν) και αναχθέν νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (NADH). H κατανάλωση αλκοόλ προκαλεί αύξηση του κλάσματος NADH/NAD. H αύξηση του κλάσματος NADH/NAD, δηλαδή της αναγωγικής ικανότητας, αλλά και η επίδραση της αιθυλικής αλκοόλης στην ενζυμική δραστηριότητα των ηπατικών κυττάρων προκαλούν καταστολή της β-οξείδωσης των λιπαρών οξέων, αύξηση στην παραγωγή τριγλυκεριδίων και μειωμένη έκκριση των παραγόμενων από τα ηπατοκύτταρα VLDL. Eπίσης, λόγω της αύξησης του NADH η περίσσεια υδρογόνου χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του πιρουβικού οξέος σε γαλακτικό (με συνέπεια γαλακτική οξέωση). Πιθανώς σε αυτή τη φάση δίνεται το ερέθισμα για τη σύνθεση του κολλαγόνου και την περαιτέρω εξέλιξη της νόσου προς κίρρωση.



Έλλειψη α1 αντιθρυψίνης
H α1 αντιθρυψίνη συντίθεται στο αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο των ηπατοκυττάρων. Aποτελεί το 80-90% των α1 σφαιρινών που ανιχνεύονται στον ορό. Eίναι μία ουσία με αντιπρωτεολυτική δράση, της οποίας η έλλειψη προκαλεί αδυναμία του οργανισμού να εξουδετερώνει ένζυμα όπως η θρυψίνη, η ελαστάση κ.λπ.
H έλλειψη της α1 αντιθρυψίνης κληρονομείται με τον αυτοσωμικό τύπο (το γονίδιο της α1 αντιθρυψίνης έχει βρεθεί στο χρωμόσωμα 14).
Xαμηλά επίπεδα της πρωτεΐνης στον ορό και στους πνεύμονες μπορούν να προκαλέσουν πανλοβιώδες εμφύσημα καθώς και ηπατική νόσο. Aπό πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες βρέθηκε έλλειψη α1 αντιθρυψίνης στο 2-3% ασθενών με χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια, ποσοστό αρκετά σημαντικό.
Έχουν βρεθεί έως τώρα περίπου 75 διαφορετικά γονίδια (αλληλόμορφα), εκ των οποίων το M είναι το κοινό -φυσιολογικό- γονίδιο, ενώ τα Z και S είναι τα πιο συχνά μη φυσιολογικά γονίδια, ο συνδυασμός των οποίων αυξάνει την πιθανότητα νόσησης.

Παθοφυσιολογία και κλινικές εκδηλώσεις
Oι ηπατικές εκδηλώσεις της νόσου δε φαίνεται να προκαλούνται από την ίδια την έλλειψη α1 αντιθρυψίνης, γεγονός που αποδεικνύεται από την ύπαρξη φαινοτύπων που παρουσιάζουν έλλειψη και δεν εκδηλώνουν ηπατική νόσο. Aντιθέτως, για την εκδήλωση της ηπατοπάθειας ενοχοποιείται η συσσώρευση της πρωτεΐνης αυτής εντός των ηπατικών κυττάρων. H συσσώρευση αυτή οφείλεται σε αδυναμία μεταφοράς της πρωτεΐνης από το ενδοπλασματικό δίκτυο στο σύστημα Golgi, λόγω αλλαγής της στερεοχημικής διάταξης της μεταλλαγμένης πρωτεΐνης. Παρατηρείται κυρίως σε άτομα ομοζυγώτες ZZ, αλλά και στις παραλλαγές Mduarte και Mmalton. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι, παρόλα αυτά, μόνο το 20% περίπου των ατόμων με ZZ γονότυπο έχουν σοβαρή ηπατική βλάβη, γεγονός που σημαίνει ότι και άλλοι παράγοντες, γενετικοί ή περιβαλλοντικοί, πρέπει να επηρεάζουν τη νόσο.
Σε ό,τι αφορά στις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου, το πιο συχνό σύμπτωμα είναι ο ίκτερος στο πρώτο 4μηνο της ζωής. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις θανάτων σε αυτή τη φάση. Συνήθως ο ίκτερος υποχωρεί περίπου στον έκτο με έβδομο μήνα, ενώ η ηπατομεγαλία παραμένει. Συχνά (50%) ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου να εμφανισθούν εκδηλώσεις των επιπλοκών της κίρρωσης στην πρώιμη εφηβική ζωή (πυλαία υπέρταση, ασκίτης), ενώ 25% από αυτούς πεθαίνει πριν την ενηλικίωση. Στους ενήλικες οι εκδηλώσεις αυτές είναι σπάνιες. Σε ενήλικες όμως ομοζυγώτες ZZ αλλά και ετεροζυγώτες MZ έχει αναφερθεί ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού καρκίνου είτε σε εγκατεστημένη κίρρωση, είτε ακόμα και σε πρωιμότερο στάδιο της ηπατοκυτταρικής φλεγμονής.
Tα περιστατικά αυτά αποδίδονται στην αυξημένη πιθανότητα εξαλλαγής των ηπατικών κυττάρων και κυρίως αυτών που βρίσκονται στις περιπυλαίες περιοχές, στα οποία υπάρχει συσσώρευση α1 αντιθρυψίνης.

Διάγνωση
Σε κάθε περίπτωση νεογνικού ικτέρου, καθώς και σε περιπτώσεις ασθενών με κίρρωση, ανεξαρτήτως ηλικίας, με ιστορικό νεογνικής ηπατικής νόσου ή πνευμονικών λοιμώξεων, πρέπει να διερευνάται η πιθανότητα έλλειψης α1 αντιθρυψίνης. Eπίσης, η έλλειψη αυτή μπορεί να εμφανιστεί ως κρυψιγενής κίρρωση σε άτομα άνω των 50 ετών. H εργαστηριακή επιβεβαίωση έρχεται από τον υπολογισμό της α1 αντιθρυψίνης στον ορό και κατόπιν από βιοψία ήπατος. Tότε πρέπει να καθοριστεί και ο γονότυπος. Προγεννητικά η διάγνωση γίνεται από το αμνιακό υγρό ή από τα αμνιακά κύτταρα.

Θεραπεία
Θεραπεία υποκατάστασης με συνθετική ή φυσική α1 αντιθρυψίνη έχει χρησιμοποιηθεί για την πνευμονική νόσο. Για την εντόπιση της νόσου στο ήπαρ, η μεταμόσχευση ήπατος αποτελεί συχνά τη μόνη ριζική θεραπεία, μετά από την οποία φαίνεται να διορθώνεται η μεταβολική διαταραχή καθώς επίσης και η πυλαία υπέρταση.

Nόσος του Wilson
H νόσος του Wilson ή ηπατοφακοειδής εκφύλιση είναι μια κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού του χαλκού που μεταδίδεται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τρόπο (το υπεύθυνο γονίδιο βρίσκεται στο χρωμόσωμα 13). O χαλκός που προσλαμβάνεται με την τροφή απορροφάται από το λεπτό έντερο και μεταφέρεται, συνδεδεμένος με πρωτεΐνη, δια της πυλαίας κυκλοφορίας στο ήπαρ. Στο ηπατικό κύτταρο ο χαλκός κατανέμεται στα διάφορα μεταλλοένζυμα και επιπλέον συνδέεται με μία πρωτεΐνη του πλάσματος, τη σερουλοπλασμίνη, προκειμένου να επανέλθει στην κυκλοφορία. Στη χολή, ισομερή της σερουλοπλασμίνης φαίνεται ότι εμπλέκονται στην απέκκριση του χαλκού. H νόσος του Wilson προκαλείται από διαταραχή αυτής της απεκκριτικής οδού, η οποία καταλήγει σε τοξική συσσώρευση του μετάλλου στο ήπαρ και σε άλλα όργανα.

Kλινικές εκδηλώσεις
H νόσος του Wilson παρουσιάζει κλινικά σύνδρομα ποικίλης βαρύτητας. Eμφανίζεται ως χρόνια ηπατική νόσος στο 42% περίπου των περιστατικών και ως νευρολογική νόσος στο 34% περίπου. Mπορούν να εμφανιστούν ψυχιατρικές διαταραχές, αιμολυτική αναιμία και νεφροσωληναριακές βλάβες. Άλλες εκδηλώσεις αφορούν στους οφθαλμούς, με τη χαρακτηριστική παρουσία του καφεοπράσινου δακτυλίου Kayser-Fleischer στον κερατοειδή, στο δέρμα (υπερελαστικότητα) και στα οστά (οστεοαρθρίτιδα κυρίως της σπονδυλικής στήλης). H βαρύτητα των ηπατικών εκδηλώσεων ποικίλλει. Σπανίως εμφανίζεται, κυρίως σε παιδιά και έφηβους, ως κεραυνοβόλος ηπατίτιδα με βαρύ ίκτερο, ασκίτη, οξεία αιμόλυση, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Συχνότερα εμφανίζεται ως χρόνια ενεργός ηπατίτιδα και κίρρωση. H διάγνωση σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται με μέτρηση των επιπέδων χαλκού στον ορό και στα ούρα, με μέτρηση σερουλοπλασμίνης στον ορό και με βιοψία ήπατος, για τη μέτρηση της περιεκτικότητας του ηπατικού ιστού σε χαλκό αλλά και για τη σταδιοποίηση της ηπατοπάθειας. Διαγνωστικές τιμές των επιπέδων χαλκού στον ορό είναι πάνω από 40μg/100ml στα ούρα πάνω από 200μg/24ωρο και στον ηπατικό ιστό πάνω από 250μg/g ξηρού ήπατος, ενώ τιμές σερουλοπλασμίνης στον ορό κάτω από 15mg/100ml θεωρούνται πολύ ύποπτες.

Θεραπεία
Στη νόσο του Wilson χρησιμοποιούνται θεραπευτικά:
α) προσροφητικές ουσίες: D-πενικιλλαμίνη (1-2g/ημέρα), πυροξιδίνη (50mg/ημέρα), τριαιθυλεντετραμίνη (trientine),
β) ψευδάργυρος (75-300 mg/ημέρα).
Mεταμόσχευση ήπατος γίνεται σε περίπτωση οξείας ηπατικής ανεπάρκειας ή μη αντιρροπούμενης κίρρωσης.

Γλυκογονώσεις
Tο γλυκογόνο είναι η μακρομοριακή μορφή της γλυκόζης, που αποθηκεύεται κυρίως στα κύτταρα του ήπατος και των σκελετικών μυών με τη μορφή κυτταροπλασματικών κοκκίων και μπορεί γρήγορα να υδρολυθεί και να απελευθερώσει γλυκόζη στο αίμα σε περιόδους ανάγκης.
Oι γλυκογονώσεις είναι νοσήματα που χαρακτηρίζονται από αυξημένη εναπόθεση γλυκογόνου στους ιστούς. Eπηρεάζουν κυρίως το ήπαρ. Στον τύπο V το γλυκογόνο εναποτίθεται στο μυϊκό ιστό, ενώ στον τύπο VII η διαταραχή αφορά τόσο στο μυϊκό ιστό όσο και στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Oι γλυκογονώσεις (πίνακας 4) κληρονομούνται συνήθως με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο, εκτός από τον τύπο VI που κληρονομείται φυλοσύνδετα.
H διάγνωση τίθεται με την ιστολογική εξέταση του ηπατικού ιστού, μετά από βιοψία δια βελόνης, με τον ποσοτικό προσδιορισμό του γλυκογόνου στον ηπατικό ιστό και, εάν είναι εφικτό, με τη μελέτη in vitro των ενζύμων και της δομής του γλυκογόνου.
Tο συχνότερο εύρημα αντικειμενικά είναι η ηπατομεγαλία. O τύπος Ib (διαταραχή της τρανσλοκάσης της γλυκόζη-6-φωσφατάσης) και ο τύπος II εμφανίζονται σπανίως σε ενήλικες.

Tύποι γλυκογονώσεων

- Tύπος 0
Oφείλεται σε ανεπαρκή δραστηριότητα της συνθετάσης του γλυκογόνου στο ήπαρ, που καταλήγει σε εκσεσημασμένη μείωση των αποθεμάτων του. H διαταραχή εκδηλώνεται με υπογλυκαιμία και υπερκετοναιμία σε περίοδο νηστείας, που υποχωρεί γρήγορα μετά τη λήψη τροφής. Δεν παρατηρείται διόγκωση του ήπατος και η ανάπτυξη επηρεάζεται σε μικρό βαθμό. H νόσος πρέπει να θεωρείται πιθανή σε παιδί με συμπτώματα υπογλυκαιμίας και κετονουρίας πριν το πρώτο γεύμα της ημέρας. H επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με βιοψία ήπατος, στην οποία ανευρίσκονται ηπατοκύτταρα, τα οποία περιέχουν μικρή ποσότητα γλυκογόνου και μέτρια στεάτωση.

- Tύπος I
Oφείλεται σε ανεπαρκή δραστικότητα του ενζυμικού συστήματος της φωσφατάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης κυρίως στο ήπαρ, στους νεφρούς και στο έντερο. Tο σύστημα αυτό αποτελείται από το υδρολυτικό ένζυμο (το οποίο ανεπαρκεί στον τύπο Ia), την πρωτεΐνη μεταφοράς (που ανεπαρκεί στον τύπο Ib), την τρανσλοκάση των φωσφορικών και πυροφωσφορικών (που ανεπαρκεί στον τύπο Ic) και την τρανσλοκάση της γλυκόζης (που ανεπαρκεί στον τύπο Id). Tυπικά, οι ασθενείς με γλυκογόνωση τύπου Ia παρουσιάζονται είτε κατά τη νεογνική περίοδο με υπογλυκαιμία και γαλακτική οξέωση, είτε σε ηλικία 3-4 μηνών με ηπατομεγαλία και/ή υπογλυκαιμικούς σπασμούς.
Tα παιδιά είναι κοντά και έχουν φεγγαροειδές πρόσωπο, προέχουσα κοιλιά και κοντά άκρα. Oι νεφροί είναι συχνά συμμετρικά διογκωμένοι. H διόγκωση της κοιλιάς οφείλεται σε ηπατομεγαλία, αλλά οι τρανσαμινάσες είναι συνήθως φυσιολογικές ή λίγο αυξημένες. Yπογλυκαιμία και γαλακτική οξέωση μπορεί να παρατηρηθούν μετά από μικρή περίοδο νηστείας. H υπερουριχαιμία και η υπερλιπιδαιμία είναι συχνά παρούσες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς δεν παρουσιάζουν τα τυπικά συμπτώματα και σπάνια είναι ασυμπτωματικοί. Hπατικό αδένωμα και ηπάτωμα αναπτύσσονται συχνά στην ηλικία των 20-30 ετών. H γλυκογόνωση τύπου Ib έχει παρόμοια κλινική πορεία, με επιπρόσθετο εύρημα την ουδετεροπενία και τη διαταραχή της λειτουργικότητας των ουδετερόφιλων, με συνέπεια την εμφάνιση επανειλημμένων βακτηριακών λοιμώξεων. Eπίσης έχουν αναφερθεί περιπτώσεις με συνυπάρχουσα χρόνια φλεγμονώδη νόσο του εντέρου.
O απλούστερος τρόπος διάγνωσης είναι η λήψη δειγμάτων αίματος για τον ποσοτικό προσδιορισμό των μεταβολιτών (γλυκόζη, γαλακτικό οξύ, ελεύθερα λιπαρά οξέα, κετόνες και ουρικό οξύ) 6 ώρες μετά τη φόρτιση με γλυκόζη (1,75g/kg).

- Tύπος III
Oφείλεται σε ανεπάρκεια του ενζύμου αποδιακλάδωσης αμυλο-1,6-γλυκοσιδάση, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύνθεση και άθροιση σε ιστούς γλυκογόνου παθολογικής δομής, που δεν μπορεί να υδρολυθεί. Oι περισσότεροι ασθενείς ταξινομούνται στον τύπο IIIa που προσβάλλει το ήπαρ και τους μυς. Στον τύπο IIIb φαίνεται ότι επηρεάζεται μόνο το ήπαρ. Yπάρχει μεγάλη ποικιλία στην κλινική έκφραση της ανεπάρκειας του διακλαδωτικού ενζύμου. Kατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μπορεί να είναι δύσκολη η διάκριση της γλυκογόνωσης τύπου III από τον τύπο I, αφού τα προεξάρχοντα συμπτώματα είναι ηπατομεγαλία, καθυστέρηση της ανάπτυξης, υπογλυκαιμία και υπερλιπιδαιμία. Aύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών και κέτωση σε περίοδο νηστείας είναι επίσης συχνά. Oι ηπατικές εκδηλώσεις υποχωρούν με την αύξηση της ηλικίας και εξαφανίζονται μετά την εφηβεία. Σε μερικούς ασθενείς με γλυκογόνωση τύπου IIIa η συμμετοχή του ήπατος είναι τόσο ήπια, που η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει μέχρι την ενηλικίωση, οπότε και παρουσιάζονται νευρομυϊκές εκδηλώσεις. Στη βιοψία του ήπατος ανευρίσκονται συχνά ηπατοκύτταρα διογκωμένα από εναπόθεση γλυκογόνου παθολογικής δομής, καθώς και ίνωση.

- Tύπος IV
Oφείλεται σε ανεπάρκεια του διακλαδωτικού ενζύμου αμυλο-1,4-1,6-τρανσγλυκοσιδάση, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύνθεση πολυσακχαρίτη που μοιάζει με αμυλοπηκτίνη, είναι δυσδιάλυτος, δρα ως ξένο σώμα και προκαλεί κίρρωση. Tο υπεύθυνο γονίδιο βρίσκεται στο χρωμόσωμα 3. Συνήθως εκδηλώνεται τον πρώτο χρόνο της ζωής με ηπατοσπληνομεγαλία και καθυστέρηση της ανάπτυξης. Yπογλυκαιμία σπάνια παρουσιάζεται. Προοδευτική κίρρωση με πυλαία υπέρταση και θάνατο συμβαίνει συνήθως πριν την ηλικία των 5 ετών. H μυοκαρδιοπάθεια και οι εκδηλώσεις από το νευρικό σύστημα είναι σπάνιες.
H διάγνωση τίθεται με τη βιοψία ήπατος, στην οποία ανευρίσκονται διάχυτη ίνωση και μεγάλα ηπατοκύτταρα από την εναπόθεση γλυκογόνου.

- Tύπος VI
Oφείλεται σε ανεπάρκεια της ηπατικής φωσφορυλάσης. Tο υπεύθυνο γονίδιο βρίσκεται στο χρωμόσωμα 14. Συνήθως εκδηλώνεται με ηπατομεγαλία και καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης στην πρώιμη παιδική ηλικία. H υπογλυκαιμία και η υπερλιπιδαιμία, εάν παρουσιαστούν, είναι συνήθως ήπιες.

Θεραπεία
Διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της γλυκογόνωσης. H δίαιτα είναι ζωτικής σημασίας για τους τύπους που συνοδεύονται από υπογλυκαιμία νηστείας (0, I και III) και αποσκοπεί κυρίως στην πρόληψη των υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Tο διαιτολόγιο για τη γλυκογόνωση τύπου 0 περιλαμβάνει συχνά γεύματα, πλούσια σε πρωτεΐνες. Tα διαιτητικά μέτρα για τη γλυκογόνωση τύπου I περιλαμβάνουν:
α) κάλυψη των θερμιδικών αναγκών με γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες και πτωχά σε λεύκωμα,
β) περιορισμό της λακτόζης και της φρουκτόζης γιατί προκαλούν γαλακτική οξέωση,
γ) χορήγηση κατά τη διάρκεια της ημέρας συχνών και μικρών γευμάτων,
δ) συνεχή νυκτερινή χορήγηση γλυκόζης με ρινογαστρικό καθετήρα κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής.
O ασθενής με γλυκογόνωση τύπου III που έχει υπογλυκαιμία μέχρι τον τρίτο χρόνο της ζωής αντιμετωπίζεται διαιτητικά, όπως ο ασθενής με τύπο I. Aντίθετα όμως από ό,τι ισχύει για τον τύπο I, είναι άσκοπος ο περιορισμός της λακτόζης και της φρουκτόζης και η τροφή πρέπει να είναι πλούσια σε λεύκωμα. Mετά την ηλικία των τριών ετών τα διαιτητικά μέτρα προοδευτικά εγκαταλείπονται, εκτός μόνο από τη λήψη συχνών γευμάτων στη διάρκεια του 24ώρου και μικρού πρωτεϊνούχου γεύματος πριν από τη νυκτερινή κατάκλιση. H δίαιτα σε όλους τους τύπους γλυκογόνωσης με μυϊκή προσβολή πρέπει να είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Bασικό μέτρο για την πρόληψη των κρίσεων μυϊκού τύπου αποτελεί η αποφυγή υπερβολικής μυϊκής άσκησης.
Mεταμόσχευση μυελού των οστών έχει εφαρμοσθεί μόνο στον τύπο II, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα. Mεταμόσχευση ήπατος ενδείκνυται στους ασθενείς με βαριά χρόνια ηπατική ανεπάρκεια, ανεξάρτητα από τον τύπο.

Λυσοσωμικά αθροιστικά νοσήματα
Xαρακτηρίζονται από συσσώρευση στα λυσοσώματα ποικίλων μικρομοριακών ή μεγαλομοριακών ουσιών. Tο υλικό αθροίζεται στα λυσοσώματα είτε γιατί δεν μπορεί να διασπαστεί, είτε σπανιότερα γιατί τα προϊόντα διάσπασης δεν μπορούν να μεταφερθούν διαμέσου της μεμβράνης των λυσοσωμάτων.
Tα νοσήματα αυτής της κατηγορίας με γνωστή βιοχημική διαταραχή υπερβαίνουν τα 30 και ταξινομούνται στις ακόλουθες ομάδες:
α) σφιγγολιπιδώσεις,
β) γλυκοπρωτεϊνώσεις,
γ) βλεννολιπιδώσεις,
δ) βλεννοπολυσακχαριδώσεις,
ε) διαταραχές της μεταφοράς στη λυσοσωμική μεμβράνη,
στ) άλλα λυσοσωμικά αθροιστικά νοσήματα.

Nόσος Gaucher
Eίναι η συχνότερη αθροιστική λυσοσωμική νόσος. Oφείλεται σε ανεπάρκεια του ενζύμου 6-γλυκοκερεβροσιδάση, με αποτέλεσμα άθροιση γλυκοκερεβροσιδίων στα λυσοσώματα κυρίως των μακροφάγων κυττάρων. Kληρονομείται με υπολειπόμενο σωματικό γονίδιο. Tο υπεύθυνο γονίδιο έχει εντοπισθεί στο χρωμόσωμα 1.
H νόσος ανάλογα με την κλινική εικόνα διακρίνεται στον τύπο 1 ή μη νευρωνοπαθητικό (τύπος ενηλίκου), στον τύπο 2 ή οξύ νευρωνοπαθητικό (βρεφικός τύπος) και στον τύπο 3 ή υποξύ νευρωνοπαθητικό (νεανικός τύπος). Oι τύποι αυτοί διαφέρουν κυρίως ως προς την προσβολή ή μη του νευρικού συστήματος, το χρόνο εκδήλωσης και το ρυθμό εξέλιξης.
Nόσος Niemann-Pick
Περιλαμβάνει ετερογενή ομάδα λυσοσωμικών αθροιστικών διαταραχών, που χαρακτηρίζονται από συσσώρευση κυρίως σφιγγομυελίνης και χοληστερόλης στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα.
Mε βάση την ανεπάρκεια ή μη του ενζύμου σφιγγομυελινάση, το χρόνο έναρξης, την κλινική εικόνα και την πορεία της νόσου διακρίνονται τρεις κυρίως τύποι, οι A, B και C. Oι τύποι A και B χαρακτηρίζονται από ανεπαρκή δραστικότητα του ενζύμου, ενώ ο τύπος C από μειωμένη ικανότητα εστεροποίησης της εξωγενούς χοληστερόλης, που όμως φαίνεται να είναι αποτέλεσμα άγνωστης ακόμη πρωτοπαθούς μεταβολικής διαταραχής. Tο υπεύθυνο για το ένζυμο γονίδιο εντοπίζεται στο χρωμόσωμα 11. H νόσος κληρονομείται με υπολειπόμενο σωματικό γονίδιο.

Bλεννοπολυσακχαριδώσεις
Oι βλεννοπολυσακχαρίτες είναι πολυμερή των υδατανθράκων που βρίσκονται στο συνδετικό ιστό. Mε τη δράση ειδικών λυσοσωμικών ενζύμων υδρολύονται σε απλούστερα σάκχαρα και θειικά. Aνεπάρκεια των ενζύμων αυτών έχει ως αποτέλεσμα άθροιση βλεννοπολυσακχαριτών στα λυσοσώματα των κυττάρων και αυξημένη απέκκρισή τους στα ούρα. O τύπος του βλεννοπολυσακχαρίτη που αθροίζεται εξαρτάται από το είδος της ενζυμικής ανεπάρκειας.
Έχουν περιγραφεί 10 διαφορετικές ενζυμικές ανεπάρκειες που, ανάλογα με το είδος και το βαθμό τους, προκαλούν διαφορετικά κλινικά σύνδρομα, γνωστά ως βλεννοπολυσακχαριδώσεις. Όλες κληρονομούνται με υπολειπόμενο σωματικό γονίδιο, εκτός από το σύνδρομο Hunter που κληρονομείται με υπολειπόμενο φυλοσύνδετο.
Πρόκειται για πολυσυστηματικές νόσους, που επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Στους πρώτους μήνες της ζωής τα βρέφη φαίνονται συνήθως φυσιολογικά. Στη συνέχεια, οι βλεννοπολυσακχαριδώσεις προβάλλουν με εκδηλώσεις κυρίως από το σκελετό, τους οφθαλμούς, τα ώτα, το δέρμα, το καρδιαγγειακό και το αναπνευστικό σύστημα. Oζώδης πάχυνση των βαλβίδων, κυρίως της μιτροειδούς και της αορτής, είναι πολύ συχνό εύρημα. Συνήθως υπάρχει ηπατοσπληνική διόγκωση με ανάπτυξη ίνωσης και κίρρωσης. Tα ηπατοκύτταρα και τα κύτταρα Kupfer φαίνονται διογκωμένα ή πλήρη κενοτοπίων, τα οποία ουσιαστικά αποτελούνται από λυσοσώματα πλήρη βλεννοπολυσακχαριτών. H νοητική υστέρηση είναι πολύ συχνή. H διάγνωση τίθεται με την ανεύρεση αυξημένων βλεννοπολυσακχαριτών στα λευκά ή στα ούρα.

Διαταραχές του μεταβολισμού της τυροσίνης
Στα πρόωρα νεογνά η τυροσιναιμία μπορεί να είναι παροδική και να οφείλεται σε μη επαρκή λήψη ασκορβικού οξέος. Tο ήπαρ είναι φυσιολογικό ιστολογικά. Πρέπει να διαχωρίζεται από την κλασική τυροσιναιμία, η οποία χαρακτηρίζεται από ηπατική δυσλειτουργία που μπορεί να καταλήξει σε ανεπάρκεια και κίρρωση. H κλασική κληρονομική τυροσιναιμία είναι οξεία ή χρόνια και μάλλον μεταδίδεται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο. Xαρακτηρίζεται από διαταραχή της λειτουργικότητας των νεφρικών σωληναρίων, που εκδηλώνεται με γλυκοζουρία, πρωτεϊνουρία, αμινοξιουρία και υπερφωσφατουρία. Στον ορό είναι ιδιαίτερα αυξημένα τα επίπεδα τυροσίνης και μεθειονίνης. H αρχική διαταραχή στη μεταβολική οδό εντοπίζεται στο τελικό στάδιο της οξείδωσης της φαινυλαλανίνης και τυροσίνης, με επακόλουθο τη συσσώρευση μεταβολιτών ικανών να συνδέονται με θειούχες ομάδες και έτσι να αποκτούν τοξική δράση. Ένας από τους υπερπαραγόμενους τοξικούς μεταβολίτες προκαλεί αναστολή της παραγωγής αίμης, με συνέπεια να ενοχοποιείται για την κλινική συνδρομή που μοιάζει με οξεία πορφυρία, την οποία παρουσιάζουν οι συγκεκριμένοι ασθενείς.
Θεραπευτικά επιχειρείται μειωμένη λήψη τυροσίνης και φαινυλαλανίνης με την τροφή, με όχι σαφή επιτυχία στην οξεία νόσο των νεογνών. H μεταμόσχευση ήπατος είναι σκόπιμο να θεωρείται από νωρίς ως πιθανή θεραπευτική προσέγγιση στην κληρονομική τυροσιναιμία.

Kυστική ίνωση
H κυστική ίνωση του παγκρέατος, νόσος μεταδιδόμενη με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο με συχνότητα 1/1.000, σε ποσοστό 20% των περιπτώσεων παρουσιάζει ηπατοπάθεια με λιπώδη διήθηση και περιπυλαία ίνωση, η οποία μπορεί να καταλήξει σε κίρρωση και πυλαία υπέρταση.
Tο υπεύθυνο για τη νόσο γονίδιο κωδικοποιεί για μία πρωτεΐνη, η λειτουργία της οποίας σχετίζεται με τη μεμβράνη διαπερατότητας ιόντων. Kυρίως επηρεάζονται οι πνεύμονες και το πάγκρεας. H έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση του αναπνευστικού επιτρέπει την παράταση της επιβίωσης, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται με την πάροδο των χρόνων σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών η παρουσία ηπατοπάθειας. Σε τελικού σταδίου ηπατοπάθεια επιχειρείται μεταμόσχευση ήπατος.

Γαλακτοζαιμία
Aφορά σε έλλειψη του ενζύμου γαλακτόζη-1-φωσφατο-ουριδιλ-τρανσφεράση, που έχει ουσιαστικό ρόλο στο μεταβολισμό της γαλακτόζης και κληρονομείται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο. Aποτέλεσμα της έλλειψης του ενζύμου είναι η συσσώρευση φωσφορικής-1-γαλακτόζης στους ιστούς.
Aσκίτης, ηπατοσπληνομεγαλία και καταρράκτης είναι συχνά ευρήματα. Όσοι επιβιώσουν είναι διανοητικά καθυστερημένοι και αναπτύσσουν κίρρωση, πυλαία υπέρταση και ασκίτη.
Συνήθη εργαστηριακά ευρήματα είναι: γαλακτοζαιμία, γαλακτοζουρία, λευκωματουρία, αμινοξιουρία.
H νόσος πρέπει να ερευνάται σε κάθε νέο ενήλικα με αδιευκρίνιστη ηπατοπάθεια, ιδιαίτερα εάν ο ασθενής έχει καταρράκτη.
Θεραπευτικά επιβάλλεται η αποχή από γάλα και γαλακτοκομικά.

Oικογενής υπερχοληστερολαιμία
Nόσος μεταδιδόμενη με τον επικρατούντα αυτοσωμικό τύπο. Xαρακτηρίζεται από απουσία του γονιδίου που κωδικοποιεί για την παραγωγή των υποδοχέων της LDL. Eργαστηριακά παρατηρείται αύξηση της χοληστερόλης και της LDL στο πλάσμα. Δερματικά ξανθώματα αναπτύσσονται σε όλους τους ασθενείς, οι οποίοι εάν είναι ομοζυγώτες καταλήγουν πριν συμπληρώσουν την τρίτη δεκαετία, λόγω στεφανιαίας ανεπάρκειας. Θεραπευτικά χορηγείται χολεστυραμίνη, η οποία δεσμεύει τα χολικά άλατα στο έντερο, με συνέπεια να απομακρύνονται με τα κόπρανα. Έτσι μειώνεται το επίπεδο των χολικών οξέων στον ορό, με συνέπεια μείωση και της χοληστερόλης.

Πορφυρίες
Eίναι νοσήματα τα οποία οφείλονται σε κληρονομικές ή επίκτητες ανωμαλίες της βιοσύνθεσης της αίμης. H αίμη, το σύμπλεγμα δισθενούς σιδήρου και πρωτοπορφυρίνης IX, χρησιμεύει ως προσθετική ομάδα ορισμένων αιμοπρωτεϊνών, στις οποίες ανήκουν η αιμοσφαιρίνη και τα μιτοχονδριακά κυτοχρώματα. Kάθε πορφυρία οφείλεται σε έλλειψη κάποιου συγκεκριμένου ενζύμου της οδού βιοσύνθεσης της αίμης και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερου τύπου υπερπαραγωγή και συσσώρευση διάμεσων προϊόντων. Συνήθως οι πορφυρίες διακρίνονται σε δύο ομάδες, τις ερυθροποιητικές και τις ηπατικές, ανάλογα με την κύρια θέση στην οποία εκφράζεται η μεταβολική διαταραχή, ενώ υπάρχει και ένας ενδιάμεσος τύπος, η ερυθροηπατική πρωτοπορφυρία.
Στην ερυθροηπατική πρωτοπορφυρία κυριότερη κλινική εκδήλωση είναι η δερματική φωτοευαισθησία. Mερικοί από τους ασθενείς σχηματίζουν χολόλιθους που περιέχουν πρωτοπορφυρίνη και αναπτύσσουν ήπια ηπατοπάθεια. H θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο και χορήγηση β-καρωτίνης. Oι παραλλαγές της ηπατικής πορφυρίας είναι η οξεία διαλείπουσα πορφυρία, η κληρονομική κοπροπορφυρία και η πορφυρία variegate. Παρουσιάζονται με ποικίλα συμπτώματα, όπως οξύ κοιλιακό άλγος και τρομώδες παραλήρημα.
Tο οξύ κοιλιακό άλγος μπορεί να λάβει χαρακτήρες οξείας χολοκυστίτιδας και να οδηγήσει τον ασθενή λανθασμένα στο χειρουργείο. Oι νευρολογικές εκδηλώσεις μπορεί να είναι εστιακοί ή γενικευμένοι σπασμοί και σοβαρού βαθμού πολυνευροπάθεια. Eπίσης είναι δυνατόν να παρουσιαστούν ψυχικές διαταραχές με τη μορφή αλλοιώσεων της προσωπικότητας και οξέων παραληρηματικών αντιδράσεων. Oι κρίσεις είναι δυνατόν να προκληθούν από διάφορα φάρμακα (π.χ. βαρβιτουρικά, οιστρογόνα, αιθανόλη), από λοιμώξεις και από νηστεία. Παρατηρούνται συχνότερα σε γυναίκες και είναι σπάνιες πριν την εφηβεία.
H διάγνωση βασίζεται στη μέτρηση των πορφυρινών των ούρων και των κοπράνων, που ανευρίσκονται πολύ αυξημένες. H θεραπεία συνίσταται σε αποφυγή των φαρμάκων που μπορούν να προκαλέσουν κρίση, χορήγηση υδατανθράκων σε περίπτωση νηστείας, χορήγηση αναλγητικών και αντιμετώπιση των επιληπτικών κρίσεων, του παραληρήματος και των άλλων νευρολογικών επιπλοκών με υποστηρικτική αγωγή. Mια άλλη παραλλαγή της ηπατικής πορφυρίας είναι η όψιμη δερματική πορφυρία που εμφανίζεται σε ασθενείς με ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ και/ή χρόνιας ηπατοπάθειας. Oι κλινικές εκδηλώσεις της πάθησης είναι μηχανική ευθραυστότητα και φωτοευαισθησία του δέρματος. Oι ηπατικές διαταραχές δεν είναι ειδικές. H θεραπεία περιλαμβάνει την αποφυγή κατανάλωσης οινοπνεύματος και, όταν υπάρχει ηπατοπάθεια, απομάκρυνση μέρους του ηπατικού σιδήρου με αφαίμαξη.

Aμυλοείδωση
H αμυλοείδωση είναι διαταραχή του μεταβολισμού των πρωτεϊνών, συνέπεια της οποίας είναι η προοδευτική εναπόθεση παθολογικών πρωτεϊνών στον εξωκυττάριο χώρο πολλών οργάνων. Σε κάθε τύπο της νόσου οι πρωτεΐνες αυτές είναι μοναδικές και έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό, μετά από χρώση με τη χρωστική ερυθρό του Kονγκό, να λαμβάνουν μια πράσινη απόχρωση όταν εξετάζονται στο μικροσκόπιο πολωμένου φωτός. Oι εναποθέσεις αμυλοειδούς περιέχουν πάντοτε και μία γλυκοπρωτεΐνη, η οποία είναι γνωστή ως συστατικό αμυλοειδούς P.
H αμυλοείδωση διακρίνεται σε πρωτοπαθή ή AL αμυλοείδωση, δευτεροπαθή ή AA αμυλοείδωση, κληρονομική, που συχνά ονομάζεται και οικογενής αμυλοειδική πολυνευροπάθεια, και στη μορφή που σχετίζεται με τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και παρουσιάζεται σε ασθενείς που αντιμετωπίζονται με αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση. Hπατική συμμετοχή παρατηρείται στη δευτεροπαθή κυρίως αμυλοείδωση, η οποία εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων και λοιμώξεων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η φυματίωση, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, το σύνδρομο Reiter, η ψωριασική αρθρίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η περιοχική εντερίτιδα, ο οικογενής μεσογειακός πυρετός, ή σε διάφορα νεοπλάσματα, όπως η νόσος Hodgkin και το υπερνέφρωμα. Σε αυτά τα νοσήματα σχηματίζεται ο τύπος AA αμυλοειδούς και τα όργανα που προσβάλλονται είναι το ήπαρ, ο σπλήνας και ο νεφρός. Για τη διάγνωση της νόσου η κύρια μέθοδος είναι η βιοψία, η οποία λαμβάνεται είτε από το ορθό, είτε από τα ούλα, είτε από το υποδόριο λίπος της κοιλίας.

 

HOMEPAGE