ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΗΠΑΤΟΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
19 Μαΐου: Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ιογενούς Ηπατίτιδας
(23/05/08)

<<< Προηγούμενη σελίδα

 

- Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 400,000 Έλληνες πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα B ή C
- Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας υπολογίζεται ότι μετά το 2010 οι θάνατοι από ηπατίτιδα C θα είναι περισσότεροι από εκείνους που οφείλονται στον ιό του AIDS
- Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από τη νόσο,
δεν το γνωρίζουν

Η «σιωπηλή επιδημία» της Χρόνιας Ιογενούς Ηπατίτιδας υπολογίζεται ότι προσβάλλει ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο περισσότερους ανθρώπους από ότι ο ιός HIV. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας, στις 19 Μαΐου, η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Ήπατος (Ε.Ε.Μ.Η.) επιθυμεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με ένα σοβαρό θέμα Υγείας και να αποστείλει αισιόδοξο μήνυμα για την αντιμετώπισή της.
Για σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας μιλά πλέον ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, καθώς -από υπολογισμούς με βάση ειδικά μοντέλα- φαίνεται ότι μετά το 2010 οι θάνατοι από ηπατίτιδα C θα είναι περισσότεροι από εκείνους που οφείλονται στον ιό του AIDS. Παράλληλα, πρόσφατοι υπολογισμοί στη Γαλλία και στις Η.Π.Α. προβλέπουν αύξηση κατά 61% των περιπτώσεων κίρρωσης και 68% των περιπτώσεων ηπατοκυτταρικού καρκίνου, ενώ αντίστοιχη μελέτη στην Ελλάδα υπολόγισε ότι θα έχουμε αύξηση κατά 21% των κιρρωτικών ασθενών και κατά 30% των περιστατικών πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος σε έδαφος χρόνιας ηπατίτιδας C. Όπως ενημερώνουν σχετικά ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης του Ήπατος,  κ. Ε. Aκριβιάδης και ο γενικός γραμματέας κ. Σπ. Μανωλακόπουλος «η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα Δημόσιας Υγείας Παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι περίπου 500 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσβληθεί παγκοσμίως από τον ιό της ηπατίτιδας Β και C, δηλαδή 1 στους 12 ανθρώπους του πλανήτη. Το βασικό είναι ότι οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν». Στην Ελλάδα, το 2% περίπου του πληθυσμού πάσχει από χρόνια ηπατίτιδα Β και αντίστοιχο ποσοστό από ΗCV ηπατίτιδα. Η μετάδοση των ιών της Ηπατίτιδας B και C γίνεται με την αιματογενή οδό ή με τη σεξουαλική επαφή. Οι μεταγγίσεις αίματος ή παραγώγων του δεν αποτελούν σήμερα πρόβλημα για τη μετάδοση ηπατίτιδας λόγω του συστηματικού ελέγχου που διενεργείται στις μονάδες αιμοδοσίας. Η κοινή χρήση συρίγγων κατά τη λήψη ναρκωτικών ουσιών, μολυσμένα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τατουάζ και η  σεξουαλική επαφή με άτομο που πάσχει από ηπατίτιδα αποτελούν τους κύριους τρόπους μετάδοσης. Στο 1/3 των ατόμων που πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα Β ή C δεν ανευρίσκεται κανένας παράγοντας κινδύνου. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οξείας αλλά και της χρόνιας ηπατίτιδας είναι ότι η νόσος κατά κανόνα είναι ασυμπτωματική και έτσι οι ασθενείς δε ζητούν ιατρική βοήθεια, με αποτέλεσμα η ηπατική βλάβη να προχωρά στο στάδιο της κίρρωσης και της ηπατικής ανεπάρκειας. Επιπλέον, οι ασθενείς με κίρρωση διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος. Υπολογίζεται ότι το 2-5%, ετησίως, των ασθενών με κίρρωση από ιογενή ηπατίτιδα Β ή C θα αναπτύξει επιπλοκές της κίρρρωσης ή καρκίνο του ήπατος. Ετσι σήμερα η λοίμωξη από τον ηπατίτιδας Β θεωρείται προκαρκινική κατάσταση αφού ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου στο ήπαρ για τον ασθενή με HBV κίρρωση υπολογίζεται κατά 500 περίπου φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.


Εικόνα 1. Συνέντευξη Τύπου ΕΕΜΗ.

Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β συνίσταται στον εμβολιασμό, ενώ για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει αντίστοιχο εμβόλιο. Ως πρόληψη πρέπει να θεωρούμε τη σωστή ενημέρωση για τους τρόπους μετάδοσης των ιών και τις συνέπειες τυχόν λοίμωξης. Σημειωτέον ότι οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού και οι μεγάλες αλλαγές στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής  συμβάλουν στην ευκολότερη μετάδοση των λοιμώξεων και σε αλλαγές της ενδημικότητας διαφόρων περιοχών. Συμπερασματικά, η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα, κυρίως λόγω των μακροχρόνιων σοβαρών  επιπλοκών της, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, η αντιμετώπιση του οποίου απαιτεί λήψη προληπτικών μέτρων για αποφυγή της μετάδοσης, αλλά και έγκαιρη διάγνωση και έναρξη της θεραπείας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β στηρίζεται στην ιντερφερόνη και στα από του στόματος νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα (λαμιβουντίνη, διπιβαλική αδεφοβίρη, εντεκαβίρη, τελμπιβουντίνη). Η θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C συνίσταται στη χορήγηση συνδυασμού πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης και ριμπαβιρίνης και είναι πολύ σημαντικό ότι μπορούν οι γιατροί να προβλέπουν σε συγκεκριμένα σημεία-ορόσημα της θεραπείας την πιθανότητα ανταπόκρισης των ασθενών, εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερη συμμόρφωση. Στόχος στην ηπατίτιδα Β είναι η καθυστέρηση ή η ακύρωση των σοβαρών συνεπειών της νόσου, ενώ στη χρόνια ηπατίτιδα C η πλήρης ίαση της νόσου που επιτυγχάνεται με τη κάθαρση του ιού.  Πρέπει να τονισθεί ότι οι ασθενείς που θα ιαθούν απαλλάσσονται πλήρως από τις μακροχρόνιες συνέπειες της νόσου. Τα αισιόδοξα μηνύματα έρχονται από τους κ. Ε. Aκριβιάδη και κ. Σπ. Μανωλακόπουλο, οι οποίοι διευκρινίζουν: «Η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα Β και C αποτελεί σήμερα ένα νόσημα που αντιμετωπίζεται και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ιαθεί πλήρως. Ο εντοπισμός των ασθενών και η έγκαιρη διάγνωση αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για να μειώσουμε τις σοβαρές συνέπειες της χρόνιας ηπατοπάθειας. Οι ερευνητικές προσπάθειες συνεχίζονται με πολλά νέα φάρμακα να βρίσκονται σε φάση δοκιμών, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα βοηθήσουν να αυξηθεί το ποσοστό των ασθενών που θα απαλλαγούν από τον ιό με μικρότερης διάρκειας θεραπείες». Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Ήπατος (Ε.Ε.Μ.Η.) απαρτίζεται από εξειδικευμένους ηπατολόγους και δραστηριοποιείται έντονα στο χώρο της ηπατίτιδας με συνεχή προσφορά στην πρόληψη, τη θεραπεία, καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Η ανάπτυξη της επικοινωνίας και ενημέρωσης με τους επαγγελματίες υγείας, τους ασθενείς, αλλά και εκείνους που ενδιαφέρονται να ενημερωθούν γενικότερα, είτε ανήκουν στο χώρο της υγείας είτε όχι, αποτέλεσε και θα αποτελεί πρωταρχική μέριμνα της Ε.Ε.Μ.Η.