Οστεοπόρωση: Μια ασθένεια που η πρόληψή της ξεκινά από μικρή ηλικία (04/11/08)

<<< Προηγούμενη σελίδα

 

 

Η διαδικασία της σύνθεσης των οστών και ανάπτυξης ενός υγιούς σκελετού (οστεοποίηση), ξεκινά από την εμβρυϊκή ηλικία και ολοκληρώνεται στην ηλικία περίπου των 25 ετών, οπότε και οι γυναίκες έχουν τη μέγιστη οστική πυκνότητα. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τα 25 ο οργανισμός χρησιμοποιεί το ασβέστιο για να «χτίζει» τα οστά του. Με την πρόοδο της ηλικίας το ασβέστιο που λαμβάνουμε από τη διατροφή μας, χρησιμοποιείται κυρίως για τη διατήρηση της οστικής πυκνότητας. Μετά την ηλικία αυτή, όσο ασβέστιο και εάν λάβει κάποιος δεν πρόκειται να αποκτήσει πιο γερό σκελετό, απλώς χρειάζεται μία συγκεκριμένη ποσότητα, ώστε να συντηρήσει τον ήδη υπάρχοντα σε καλή κατάσταση.
Κάθε χρόνο είναι περισσότερες οι γυναίκες που θα υποστούν οστεοπορωτικό κάταγμα, από αυτές που θα προσβληθούν από εγκεφαλικό, καρδιακή προσβολή και καρκίνο του μαστού αθροιστικά. Σύμφωνα με το Διεθνές Ίδρυμα Οστεοπόρωσης, περίπου το 40% του συνόλου των γυναικών άνω των 50 ετών θα σπάσουν κάποιο κόκαλο εξαιτίας οστεοπόρωσης. Μάλιστα, οι πιθανότητες να υποστεί μια γυναίκα οστεοπόρωση αυξάνουν κατά 50% εάν είχε και η μητέρα της, ενώ αν είχε και η γιαγιά της η πιθανότητα αυτή ανεβαίνει στο 75%.
Εκτός από την έλλειψη οιστρογόνων σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και το δευτερογενή υπερπαραθυρεοειδισμό σε άνδρες και γυναίκες άνω των 70 ετών που είναι βασικές αιτίες «νοσηρής» οστεοπόρωσης, ολοένα και αυξανόμενες είναι οι ενδείξεις από τις επιστημονικές μελέτες πως η διατροφή και η άσκηση είναι δύο σημαντικοί παράγοντες οι οποίοι μπορούν να αναστείλουν ή να επιτείνουν την εμφάνιση της οστεοπόρωσης.
Η φροντίδα για την πρόληψη και αντιμετώπισή της πρέπει να αρχίζει από την παιδική και εφηβική ηλικία. Η συνεχής, τακτική και προσαρμοσμένη στην κάθε ηλικία σωματική άσκηση και άθληση σε συνδυασμό με σωστή διατροφή πλούσια σε γαλακτοκομικά προϊόντα και ασβέστιο και πτωχή σε πρωτεΐνες, χωρίς οινοπνευματώδη και κάπνισμα, θα χαρίσει γερά οστά.

Διατροφή & Άσκηση
Εκτός από τα γαλακτοκομικά άλλες πλούσιες τροφές σε ασβέστιο είναι τα πράσινα λαχανικά, τα ψάρια που τρώγονται με το κόκαλο, τα αμύγδαλα ενώ πρόσφατα στο εμπόριο κυκλοφορούν διάφορες τροφές εμπλουτισμένες σε ασβέστιο. Η μέση ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου υπολογίζεται στα 600 mg. Γενικότερα, πάντως, οι γυναίκες χρειάζονται περισσότερο ασβέστιο από τους άντρες, ενώ κρίσιμες περίοδοι θεωρούνται οι ηλικίες μέχρι τα 25, η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση.
Το ασβέστιο, εκτός από δομικό συστατικό, είναι επίσης απαραίτητο σε ζωτικές λειτουργίες, όπως η συστολή των μυών, η μετάδοση των νευρικών εντολών, η λειτουργία της καρδιάς, η πήξη του αίματος και οι εκκρίσεις των αδένων.
Επίσης η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο για την οστεοπόρωση. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D για άτομα ηλικίας από 51 μέχρι 70 ετών είναι 400 ΙU ενώ σε άτομα άνω των 70 ανέρχεται σε 600 ΙU. Ωστόσο υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι υψηλότερες δόσεις βιταμίνης D σε άτομα άνω των 65 ετών αποδεικνύονται ιδιαίτερα ωφέλιμες για τη μείωση του κίνδυνου για κατάγματα. Ιδιαίτερα πλούσιες σε βιταμίνη D τροφές είναι τα λιπαρά ψάρια, τα ιχθυέλαια και το συκώτι ενώ συνήθως το γάλα, κάποιες μαργαρίνες, τα δημητριακά και διάφοροι χυμοί που εμπλουτίζονται σε βιταμίνη D.
Σε ό, τι αφορά στην άσκηση, οποιαδήποτε μυϊκή δραστηριότητα δημιουργεί «στρες» στις εκφύσεις και τις καταφύσεις των μυών, έχει ως αποτέλεσμα το νευρικό σύστημα να «διατάσσει» την ενίσχυση του οστού. Έτσι, η άσκηση εναντίον της βαρύτητας (π.χ. τρέξιμο & περπάτημα) καθυστερεί την απώλεια οστικής μάζας και αυξάνει την απορρόφηση του ασβεστίου.

Θεραπεία. Η νέα θεραπεία με μία μόνο ένεση το χρόνο
Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης, καθώς και στην πρόληψη καταγμάτων (και επανακαταγμάτων), παίζει η λήψη της κατάλληλης θεραπείας, αλλά και η συμμόρφωση του ασθενούς σε αυτή. Οι έρευνες δείχνουν ότι οι ασθενείς δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με τις υπάρχουσες από του στόματος θεραπείες. Η ελλιπής λήψη της θεραπευτικής αγωγής μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητά της, αυξάνοντας τον κίνδυνο κατάγματος. Τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης του Διεθνούς Ιδρύματος Οστεοπόρωσης είναι αποθαρρυντικά: 60% των ασθενών που λαμβάνουν εβδομαδιαία αγωγή με διφωσφονικά και 80% των ασθενών που λαμβάνουν ημερήσια αγωγή διακόπτουν τη θεραπεία τους μέσα σε ένα χρόνο. Επιπλέον, άλλη μελέτη δείχνει ότι μόνο το 56,6% των ασθενών που λάμβανε μηνιαία αγωγή με διφωσφονικά συνέχισε την θεραπεία μετά από έξι μήνες. Στην Ελλάδα τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη μη-συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία: 74% των γυναικών με διαγνωσμένη οστεοπόρωση διακόπτει την θεραπεία για διάφορους λόγους.
Η νέα αγωγή, Aclasta (ζολεδρονικό οξύ), σε αντίθεση με τις υπάρχουσες θεραπείες, χορηγείται με έγχυση μόνο μία φορά τον χρόνο, προσφέροντας 100% συμμόρφωση του ασθενή και κατά συνέπεια αυξημένη ασφάλεια από τα κατάγματα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα τριετούς μελέτης, μειώνει τον κίνδυνο των κλινικών σπονδυλικών καταγμάτων σε ποσοστό που φθάνει το 75% και των καταγμάτων του ισχίου κατά 40%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 20% των γυναικών που αναπτύσσουν κάταγμα ισχίου πεθαίνουν σε ένα χρόνο, ενώ οι θάνατοι συνέπεια καταγμάτων φαίνεται στατιστικά να είναι πολύ περισσότεροι απ' ότι από καρκίνο του μαστού.
Μάλιστα η πρόσφατη έγκριση για κάταγμα ισχίου μικρής βίας από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ διεύρυνε την ένδειξη της ετήσιας θεραπείας με Aclasta.
Η απόφαση του FDA βασίζεται στα δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας από τη μελέτη ορόσημο σχετικά με τα επανακατάγματα που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση The New England Journal of Medicine, η οποία καταδεικνύει μια σημαντική μείωση της τάξεως του 35% του κινδύνου νέων κλινικών καταγμάτων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με Aclasta.
«Οι συνέπειες της οστεοπόρωσης μπορεί να είναι καταστροφικές, ιδιαίτερα όσον αφορά στα κατάγματα ισχίου. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, λίγοι ασθενείς λαμβάνουν θεραπεία για την πρόληψη επανακαταγμάτων μετά από κάταγμα ισχίου», δήλωσε ο Δρ Kenneth G. Saag, καθηγητής Ιατρικής και Επιδημιολογίας, Τμήμα Κλινικής Ανοσολογίας και Ρευματολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Birmingham. «Στην πρώτη κλινική δοκιμή μεγάλης κλίμακας στο είδος της, τα συγκεκριμένα δεδομένα υποστηρίζουν μια αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή για ασθενείς μετά από κάταγμα ισχίου» λέει ο ίδιος.

Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την οστεοπόρωση
Στην οστεοπόρωση αναγνωρίζονται δυο τύποι:
- Ο τύπος Ι, ο οποίος εμφανίζεται σε σχετικά νέες γυναίκες σαν αποτέλεσμα πρόωρης εμμηνόπαυσης η μετά από υστερεκτομή και καθιστά εύθραυστα τα σπογγώδη οστά (π.χ. σπονδυλική στήλη). Η κύρια αιτία πρόκληση σε αυτή την περίπτωση είναι έλλειψη οιστρογόνων.
- Ο τύπος ΙΙ ή γεροντική οστεοπόρωση. Προσβάλλει άντρες & γυναίκες, συνήθως μετά τα εβδομήντα έτη ζωής και αφορά κυρίως τα φλοιώδη οστά (π.χ. μηριαίο οστό και γενικά τα περιφερικά οστά). Προκαλείται δε, κυρίως από δευτερογενή υπερπαραθυρεοειδισμό.

Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται ως ασυμπτωματική νόσος, καθώς δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζει συμπτώματα, ειδικά στα πρώτα στάδια, αφού δεν είναι από μόνη της επίπονη. Ενδείξεις μπορεί να είναι μείωση του ύψους, σπονδυλικό άλγος ή μηχανικές αλλαγές (κύφωση, σκολίωση). Όλα είναι αποτέλεσμα μικροφθοράς των «αραιών» πλέον οστών. Το κύριο χαρακτηριστικό, όμως, της οστεοπόρωσης είναι το ιστορικό καταγμάτων, συχνά, χωρίς ιδιαίτερη αιτία. Τα οστά του βραχίονα και του καρπού, τα πλευρά και οι σπόνδυλοι και ο λαιμός του μηρού, αποτελούν τις πιο ύποπτες περιοχές για κατάγματα, τα όποια όχι μόνον προκαλούνται εύκολα, αλλά καθυστερούν και στην επούλωσή τους.
Λόγω της ασυμπτωματικής φύσης της, η οστεοπόρωση συχνά διαγιγνώσκεται καθυστερημένα. Συνίσταται, λοιπόν, σε άτομα που ανήκουν στις ομάδες κίνδυνου και πάντα σε γυναίκες άνω των 40 ετών, να συμβουλεύονται τους ειδικούς γιατρούς. Η διάγνωση γίνεται, κυρίως, με τη μέτρηση της οστεϊκής μάζας, μια ανώδυνη διαδικασία, που, επίσης, χρησιμεύει και για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της θεραπευτικής αγωγής. Οι ακτινογραφίες είναι χρήσιμο εργαλείο, αλλά δεν αποτελούν αξιόπιστη πηγή από μόνες τους.

Άλλοι παράγοντες κινδύνου
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες, γενετικοί, υπογοναδισμός, έλλειψη βιταμίνης D, ηλικία, φυλή, φύλο, προηγούμενα κατάγματα, κάπνισμα, κατάχρηση καφεΐνης, κατάχρηση αλκοόλ, χρήση ή κατάχρηση ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών, μικρό βάρος, έλλειψη ασβεστίου, καθιστικός τρόπος ζωής, χρόνια προβλήματα υγείας, προηγούμενος υπερθυρεοειδισμός, χρήση ή κατάχρηση κορτιζόνης, υψηλό ανάστημα.

Πηγή: Δελτίο Τύπου 16 Οκτωβρίου 2008, Corporate Communications ''Per Se''