<<< Προηγούμενη σελίδα

Ο ρόλος των ψυχολογικών παραγόντων
στο βρογχικό άσθμα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ
Κλινική Ψυχολόγος


Η συμμετοχή των ψυχολογικών παραγόντων στο βρογχικό άσθμα αποτελεί ένα πεδίο που συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον κλινικών κι ερευνητών από το χώρο της υγείας. Ένας σημαντικός αριθμός ερευνών δείχνει ότι ψυχολογικοί παράγοντες συσχετίζονται με παραμέτρους της νοσηρότητας του άσθματος και συχνά παρεμβαίνουν ανασταλτικά σε συμπεριφορές αντιμετώπισης των ασθενών, καθώς επίσης ότι οι ασθενείς με άσθμα είναι περισσότερο επιβαρημένοι ψυχολογικά από άλλους ασθενείς. Ωστόσο, δεν έχει διευκρινισθεί ακόμη αν ψυχολογικοί παράγοντες εκλύουν ασθματικά συμπτώματα ή αν το άσθμα επιβαρύνει ψυχολογικά τους ασθενείς.
Ειδικότερα, οι ψυχολογικοί παράγοντες που φαίνεται να συσχετίζονται με παραμέτρους της νοσηρότητας του άσθματος είναι το άγχος και ο πανικός, η ψυχολογική πίεση (stress) και η συναισθηματική διάθεση. Μελέτες που συγκρίνουν ασθματικούς ασθενείς με υγιή άτομα ή άλλους χρόνιους ασθενείς καταλήγουν ότι τα άτομα με άσθμα εκδηλώνουν συχνότερα αντιδράσεις άγχους, πανικού, φόβου και κατάθλιψης από ότι άλλοι ασθενείς ή υγιή άτομα[2,9]. Οι καταστάσεις αυτές είναι εντονότερες σε ασθενείς με βαρύ ή ασταθές άσθμα[1], εκδηλώνονται κυρίως στη διάρκεια εξάρσεων του άσθματος και μετά από εμπειρία ασθματικής κρίσης απειλητική για τη ζωή[13].
Ακόμη, οι εξάρσεις και τα συμπτώματα άσθματος συσχετίζονται με την ψυχολογική πίεση και την εμπειρία αρνητικών συναισθημάτων. Οι Lehrer et al[10] σε ανασκόπηση σχετικών μελετών παρατηρούν ότι σε ορισμένους ασθενείς η έναρξη του άσθματος συνδέεται με περιόδους πένθους, και σε άλλους η θλίψη αποτελεί εκλυτικό παράγοντα. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων άσθματος συσχετίζεται με τον αριθμό και την ένταση των αγχογόνων γεγονότων της καθημερινής ζωής και τα συμπτώματα της ψυχολογικής πίεσης.
Επίσης, το άγχος και ο πανικός φαίνεται να συσχετίζονται με τις στρατηγικές που εφαρμόζουν οι ασθενείς για την αντιμετώπιση του άσθματος. Οι Dirks et al[6] έδειξαν ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα άγχους έχουν συχνότερες νοσηλείες και μεγαλύτερη χρήση φαρμάκων κατ' επίκληση και κορτικοειδών. Επίσης, τα άτομα με υψηλή βαθμολογία στον πανικό φάνηκε να αντιδρούν στο άσθμα με αύξηση συμπτωμάτων και αίσθημα ανασφάλειας, ενώ εκείνα με χαμηλή εφαρμόζουν μία στρατηγική που χαρακτηρίζεται από μείωση συμπτωμάτων αλλά και άρνηση του προβλήματος.O Kaptein[8] παρατήρησε ότι οι ασθενείς που ξανανοσηλεύονται σε διάστημα 6 μηνών ήταν σημαντικά περισσότερο αγχώδεις, λιγότερο αισιόδοξοι και αισθάνονταν περισσότερο στιγματισμένοι. Σε αντίστοιχα ευρήματα κατέληξαν και οι Sibbald et al[11], οι οποίοι έδειξαν ότι ασθενείς με συχνές νοσηλείες έχουν μεγαλύτερο αίσθημα στίγματος, λιγότερο θετική στάση προς τους γιατρούς τους και λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους να αντιμετωπίσουν κρίσεις άσθματος. Από τα δεδομένα αυτά προκύπτουν ενδείξεις ότι ψυχολογικοί παράγοντες παρεμβαίνουν στην αντιμετώπιση του άσθματος, ωστόσο δεν είναι σαφές από τις μελέτες αυτές, αν το άγχος και ο πανικός επιβαρύνουν το άσθμα ή αν είναι συνέπεια της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης του άσθματος. Όπως επίσης, δεν είναι ακόμη σαφές, εάν και μέσω ποιων μηχανισμών ψυχολογικές παράμετροι μπορούν να πυροδοτούν ασθματικές κρίσεις.
Έρευνες βασισμένες σε αντικειμενικές εκτιμήσεις της αναπνευστικής λειτουργίας έχουν δείξει ότι αυτή συσχετίζεται με τη συναισθηματική διάθεση και τη συναισθηματική έκφραση. Οι Μiklich et al (1974) βρήκαν πτώση των τιμών της μέγιστης εκπνευστικής ροής στη διάρκεια διαφόρων συναισθηματικών καταστάσεων, που δε συνδέονται απαραίτητα με τη συμμετοχή της αναπνευστικής συμπεριφοράς (όπως το κλάμα ή το γέλιο). Οι Steptoe & Holmes[12] παρατήρησαν ότι ιδιαίτερα ο θυμός, η ένταση και η μελαγχολία συμμεταβάλλονται με τις τιμές της μέγιστης εκπνευστικής ροής (PEF) στα άτομα με άσθμα, ενώ κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται σε άτομα χωρίς άσθμα. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο εάν η συναισθηματική διάθεση επηρεάζει την αναπνευστική λειτουργία ή αν ο περιορισμός της αναπνευστικής ικανότητας επηρεάζει τη διάθεση.
Μελέτες που στόχο έχουν να ελέγξουν σε πειραματικές συνθήκες την επίδραση της ψυχολογικής πίεσης και της συναισθηματικής έντασης στη λειτουργία των αεραγωγών καταλήγουν ότι μόνο ένας ορισμένος αριθμός ασθματικών ασθενών περί το 20-30%, εκδηλώνουν κλινικά σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία των αεραγωγών ικανές ώστε να προκαλέσουν ασθματική κρίση[7]. Στην ομάδα των ασθενών αυτών ανήκουν κυρίως ενήλικες, γυναίκες και άτομα με ενδογενές άσθμα. Εντούτοις, δεν είναι ακόμα γνωστές οι διαδικασίες στις οποίες υπόκειται η επίδραση αυτή.
Στο θέμα αυτό οι Lehrer et al[10], λαμβάνοντας υπόψη τα ερευνητικά ευρήματα και τους περιορισμούς τους, θεωρούν ότι η επίδραση ψυχολογικών παραγόντων και άσθματος μπορεί να είναι αμφίδρομη. Οι πιθανοί μηχανισμοί που μπορεί να μεσολαβούν, ώστε τα συμπτώματα άσθματος να πυροδοτούνται ή να επιδεινώνονται από συναισθηματικούς παράγοντες σε ορισμένους ασθενείς, αναφέρονται: α) Στην επίδραση των συναισθημάτων στον αυτόνομο τόνο του πνεύμονα, ειδικότερα στη δραστηριοποίηση του παρασυμπαθητικού και στη διέγερση των άλφα-υποδοχέων του συμπαθητικού μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου. β) Στην επίδραση της "στερεότυπης ατομικής αντίδρασης", δηλαδή μιας προδιάθεσης σε ορισμένους ασθενείς να αντιδρούν με βρογχόσπασμο απέναντι σε διαφορετικά αγχογόνα ερεθίσματα. γ) Στις επιδράσεις της υπέρπνοιας κατά τη βρογχοσυστολή. δ) Στις επιδράσεις της συναισθηματικής κατάστασης του ασθενή σε συμπεριφορές αντιμετώπισης του άσθματος, όπως λήψη φαρμάκων, αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Αφετέρου, τονίζουν ότι είναι πιθανό το άσθμα να προκαλεί υψηλή συχνότητα αρνητικών ψυχολογικών καταστάσεων εξαιτίας: α) μιας γενικής δυσαρέσκειας για την εμφάνιση μιας χρόνιας ασθένειας, με όλες τις επιπτώσεις που συνεπάγεται, β) της πιθανής επίδρασης των φαρμάκων στη συναισθηματική διάθεση, γ) της υπέρπνοιας που μπορεί να οδηγεί σε συμπτώματα πανικού.
Γενικότερα, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Creer[4]: "Ο καθοριστικός παράγοντας δεν πρέπει να είναι το άσθμα καθ' αυτό, αλλά η προσαρμογή των ατόμων, με την αναγνώριση ότι το άσθμα οδηγεί σε προβλήματα ζωής που απαιτούν ψυχολογικές παρεμβάσεις".
Τα δεδομένα αυτά έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση ψυχολογικών παρεμβάσεων, με στόχο την ενίσχυση των συμπεριφορών αντιμετώπισης των ασθενών και την αποτελεσματική διαχείριση του άσθματος με ενθαρρυντικά αποτελέσματα[9]. Στο πλαίσιο αυτό εκπονήθηκε έρευνα σε ελληνικό πληθυσμό, σε συνεργασία με τη Β' Πνευμονολογική Κλινική του Νοσοκομείου "Γ. Παπανικολάου" που αφορούσε την αξιολόγηση της επίδρασης δύο ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων σε ασθενείς με μέτριο και βαρύ άσθμα. Τα αποτελέσματά της έδειξαν ότι οι ασθενείς που ακολούθησαν ψυχοθεραπευτική παρέμβαση παράλληλα με την ιατροφαρμακευτική θεραπεία παρουσίασαν στατιστικά σημαντική βελτίωση στην αναπνευστική λειτουργία, στα συμπτώματα του άσθματος και μείωση στη χρήση βρογχοδιασταλτικών φαρμάκων, σε σύγκριση με τους ασθενείς που ακολούθησαν μόνο ιατροφαρμακευτική αντιμετώπιση[5]. Στις παρεμβάσεις αυτές το άσθμα δε θεωρήθηκε μία ψυχολογική νοσολογική κατάσταση που αναμένει ψυχολογική αντιμετώπιση, αλλά μία χρόνια παθολογική κατάσταση στην οποία η ψυχολογική παρέμβαση έδρασε επικουρικά είτε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ζωής που αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς, είτε στην αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών των ασθενών που δρουν επιβαρυντικά στην υγεία τους.
Συνοψίζοντας, δεδομένα ερευνών που προέρχονται από την εφαρμογή ψυχολογικών παρεμβάσεων σε ασθενείς με άσθμα μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι, όταν το πλαίσιο και το περιεχόμενο της θεραπευτικής φροντίδας και αγωγής προς τα άτομα με άσθμα αφορά εξίσου και παραμέτρους της παθοφυσιολογίας του άσθματος και παραμέτρους της ψυχοκοινωνικής ζωής των ασθενών ταυτόχρονα, τότε τα αποτελέσματα για τους ίδιους τους ασθενείς μπορούν να είναι περισσότερο ευνοϊκά.

Βιβλιογραφία
1. Campbell PA, et al. Psychiatric and medical features of near fatal asthma. Thorax 1995; 50:254-259.
2. Corecnzy HJ, et al. Daily stress and anxiety and their relation to daily fluction of symptoms in asthma and chronic obstructive pulmonary disease patients. Journal of Psychopathology and Behavioural Assessment 1988; 10:259-267.
3. Creer TL, et al. Psychological theory, assessment and interventions for adult and childhood asthma. In JJ Sweet, RH Rozensky, S Tovian (Eds), Handbook of clinical Psychology in Medical settings 1991:497-515 Plenum Press, New York.
4. Creer TL. Asthma. Journal of Consulting and Clinical Psychology 1982; 50:912-921.
5. Διαμαντίδου Κ. Βρογχικό άσθμα: Σύγκριση δύο μορφών βραχείας ομαδικής ψυχοθεραπείας. Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Ψυχολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Α. Π. Θ. 1999.
6. Dirks JF, et al. Panic-fear in asthma: Rehospitalization following intensive long-term treatment. Psychosomatic Medicine 1978; 40:5-13.
7. Isenberg S, et al. The effects of suggestion and emotional arousal on pulmonary function in asthma: A review and a hypothesis regarding vagal mediation. Psychosomatic Medicine 1992; 54:192-216.
8. Kaptein A. Psychological correlates of length of hospitalisation and rehospitalization in patients with acute severe asthma. Soc Sci Med 1982; 16:725-729.
9. Kinsman R, et al. Observations on subjective symptomatology, coping behaviour and medical decisions in asthma. Psychosomatic Medicine 1977; 39:102-119.
10. Lehrer PM, et al. Asthma and emotion: A review. Journal of asthma 1993; 30(1):5-21.
11. Sibbald B. Relationship between psychosocial factors and asthma morbidity. Family Practice 1988; 5:12-17.
12. Steptoe A, Holmes R. Mood and pulmonary function in adult asthmatics: a pilot self-monitoring study. Br Journal of Medical Psychology 1985; 58:87-94.
13. Yellowlees PM, Ruffin RE. Psychological defences and coping styles in patients following a life treating attack of asthma. Chest 1989; 95:1298-1303.


ΗΟΜΕPAGE