<<< Προηγούμενη σελίδα

Eπιδημιολογία του
νεφροκυτταρικού καρκινώματος

 


Σ. ΓΡΗΓOΡΙOΥ ΙΩΑΝΝΗΣ[1], ΡΑΠΤΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ[2]
[1]Επιμελητής Β, [2]Ειδικευόμενος ιατρός, Oυρολογική Κλινική ΓΝΝ Αγρινίου


Περίληψη



Το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα αποτελεί το 2% όλων των κακοηθών νεοπλασιών στον ανθρώπινο πληθυσμό. Έχει αυξανόμενη επίπτωση στις ΗΠΑ και στη Βόρεια Ευρώπη, όχι όμως στις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου. To προσδόκιμο επιβίωσης της νόσου έχει βελτιωθεί, με το ποσοστό της πενταετούς επιβίωσης να αυξάνεται από 30-40% στη δεκαετία του 1960, σε 50-60% στη δεκαετία του 1990. Ένας μεγάλος αριθμός επιδημιολογικών, ειδικά ελεγχόμενων ερευνών, έχει εξετάσει την αιτιολογία του νεφρικού καρκίνου. Το κάπνισμα αποτελεί έναν αιτιολογικό παράγοντα ανάπτυξης του νεφροκυτταρικού καρκινώματος. Oυσιαστικά, σε κάθε μελέτη έχει παρατηρηθεί ότι η παχυσαρκία, ή το αυξημένο σωματικό βάρος, είναι ένας άλλος παράγοντας κινδύνου, ιδιαίτερα στο γυναικείο πληθυσμό. Η υψηλή αρτηριακή πίεση και/ή η θεραπεία της μπορεί επίσης να παίζουν κάποιο ρόλο, εάν και οι μηχανισμοί είναι ακόμα άγνωστοι. Η μακροπρόθεσμη έκθεση σε ασβέστιο, βενζίνη και διαλύτες έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νεφρικού καρκίνου, όμως δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με αυτούς ή άλλους επαγγελματικούς παράγοντες. Μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του κινδύνου εμφάνισης της νόσου και της λήψης φρούτων και λαχανικών έχει φανεί σε έναν αριθμό μελετών και παραμένει ένας εκ των ελάχιστων αξιόπιστων διαιτητικών παραγόντων. Η γενετική ευπάθεια παίζει ένα σημαντικό ρόλο σε ένα άγνωστο ποσοστό περιπτώσεων, πιθανόν διαμέσου διαφόρων μηχανισμών, ωστόσο χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να ταυτοποιηθούν οι ακριβείς αιτιολογικοί παράγοντες.
Λέξεις ευρετηρίου: νεφροκυτταρικό καρκίνωμα, επιδημιολογία.

Εισαγωγή
Το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα (ΝΚΚ) αποτελεί το 2% όλων των κακοηθών νεοπλασιών και ευθύνεται για περισσότερο από 100.000 θανάτους ανά έτος παγκοσμίως[1].
Το ποσοστό της επίπτωσης του ΝΚΚ αυξάνει περίπου 3% ετησίως τα τελευταία είκοσι χρόνια και αυτό εν μέρει οφείλεται στην ευρεία χρήση των διαγνωστικών απεικονιστικών μεθόδων[2].
Το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα εμφανίζεται με διπλάσια συχνότητα στους άντρες συγκριτικά με το γυναικείο πληθυσμό, με το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών να απαντάται στην 6η δεκαετία της ζωής. Στις ΗΠΑ φαίνεται να υπάρχει μια τάση αυξανόμενης επίπτωσης του ΝΚΚ στους νέγρους, σε σχέση με τους λευκούς[3]. Ωστόσο, δεν έχουν προσδιοριστεί κάποιοι παράγοντες που να ενοχοποιούνται γι' αυτή την πρόσφατη επισήμανση μεταξύ των ασθενών της μαύρης και λευκής φυλής.
Η επίπτωση του ΝΚΚ είναι πολύ υψηλή στις Σκανδιναβικές χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ενώ στις χώρες της Άπω Ανατολής και στην Κεντρική και Βόρεια Αμερική, η συχνότητα της νόσου κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα[4].
Η πρόγνωση των ασθενών με νεφροκυτταρικό καρκίνωμα έχει βελτιωθεί ουσιαστικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, με την πενταετή επιβίωση να αυξάνεται από 35% στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε 60% τη δεκαετία του 1990[3,4]. Τα ποσοστά της θνητότητας και της επίπτωσης του νεφροκυτταρικού καρκινώματος είναι υψηλότερα στους κατοίκους των αστικών περιοχών, απ' ότι στον αγροτικό πληθυσμό5.
Αυτή η διαφορά μεταξύ των κατοίκων του αστικού και αγροτικού πληθυσμού παρατηρείται ανάμεσα στους άνδρες και πιθανόν να αντικατοπτρίζει τα προγενέστερα επίπεδα κατανάλωσης του καπνού. Επιπλέον, η αυξημένη επίπτωση της νόσου στον αστικό πληθυσμό πιθανόν να συσχετίζεται με την ευκολότερη πρόσβαση των ασθενών σε κάποιο νοσοκομειακό κέντρο ή στο θεράποντα ιατρό.

Παράγοντες κινδύνου

Το κάπνισμα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη του νεφροκυτταρικού καρκινώματος[4,6,7,8]. Σε μια εκτεταμένη μελέτη με 26 χρόνια παρακολούθησης των ασθενών, φαίνεται να υπάρχει δοσοεξαρτώμενη συσχέτιση ανάμεσα στο κάπνισμα και στην ανάπτυξη του ΝΚΚ9. O σχετικός κίνδυνος μεταξύ των καπνιστών κυμαίνεται από 1,2 έως 2,3, ενώ στους βαρείς καπνιστές κυμαίνεται από 1,9 έως 2,5[6,8]. Αυτές οι μελέτες, στις οποίες δεν αναφέρεται στατιστικά σημαντική αύξηση του κινδύνου από το κάπνισμα, έχουν συμπεριλάβει μικρό δείγμα ασθενών ή νοσηλευομένων μαρτύρων ασθενών, που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι καπνιστές[4]. O κινδυνος εμφάνισης της νόσου από την κατανάλωση καπνού, μειώνεται σημαντικά με την πάροδο των ετών μετά τη διακοπή του καπνίσματος, με ένα 25-30% μείωση του κινδύνου μετά από τη διακοπή 10-15 ετών του καπνίσματος. Σε πληθυσμιακές μελέτες αναδεικνύεται ότι περίπου το 20-30% και το 10-20% των νεφρικών καρκίνων στους άνδρες και στις γυναίκες αντίστοιχα, μπορεί να είναι αποτέλεσμα του καπνίσματος[6,8].
Oυσιαστικά, σε κάθε μελέτη που έχει εξετασθεί η σχέση του σωματικού βάρους με την ανάπτυξη του νεφροκυτταρικού καρκινώματος έχει παρατηρηθεί μια θετική συσχέτιση, ιδιαίτερα στο γυναικείο πληθυσμό. Η συσχέτιση είναι τόσο σταθερή όσο με εκείνη που έχει παρατηρηθεί μεταξύ του σωματικού βάρους και του καρκίνου του ενδομητρίου. Σε παλαιότερες μελέτες αναδεικνύεται ότι η παχυσαρκία είναι προδιαθεσιακός παράγοντας στις γυναίκες [9,10], όμως σε πιο πρόσφατες μελέτες έχει βρεθεί ότι ενοχοποιείται και στα δύο φύλα, εάν και συνήθως υπερέχει στο γυναικείο πληθυσμό[11,12]. O ακριβής μηχανισμός που ευθύνεται για το αποτέλεσμα της παχυσαρκίας δεν έχει ακόμη διερευνηθεί. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι μεγάλες εναλλαγές του σωματικού βάρους μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη του ΝΚΚ[12]. Επειδή η συσχέτιση του σωματικού βάρους με το νεφρικό καρκίνο είναι πιο συνήθης μεταξύ των γυναικών, η παχυσαρκία μπορεί να επιδρά μέσω των ορμονικών αλλαγών, όπως των αυξημένων επιπέδων των ενδογενών οιστρογόνων, ειδικότερα στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Παρόλο που και τα οιστρογόνα επάγουν την ανάπτυξη του ΝΚΚ σε ορισμένα πειραματόζωα, δεν υπάρχουν εμφανή επιδημιολογικά δεδομένα που να συνδέουν τις ορμονικές αλλαγές με το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα[13].
Η ευρεία χρήση του φαρμακευτικού σκευάσματος φαινακετίνη έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη του καρκίνου της νεφρικής πυέλου από μεταβατικό επιθήλιο14. Ένας συσχετισμός, εάν και πολύ μικρότερης σημασίας, έχει επίσης αναφερθεί για το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα4. Εάν αυτή η σύνδεση είναι τυχαία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αφού τα παράγωγα της φαινακετίνης έχουν αποσυρθεί τουλάχιστον εδώ και 25 χρόνια, στις περισσότερες χώρες. Η χρήση της ασπιρίνης δεν έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης του ΝΚΚ σε οποιαδήποτε μέχρι τώρα ακανοινωθείσα μελέτη. Η ακαιταμινοφένη, ένας μεταβολίτης της φαινακετίνης, αποτέλεσε έναν ύποπτο παράγοντα κινδύνου, εάν και σήμερα υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις να συσχετίζεται με το ΝΚΚ[15].
Εάν και πρόωρες μελέτες ανέδειξαν ότι η χρήση διουρητικών φαρμάκων συνδέεται με έναν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ΝΚΚ[16], πιο πρόσφατες μελέτες παρέχουν μια λιγότερο ξεκάθαρη εικόνα. Η υπέρταση και τα αντιϋπερτασικά φάρμακα είναι σαφές ότι συνδέονται άμεσα, όμως η επίδραση του ενός έναντι του άλλου για το ΝΚΚ είναι αρκετά δύσκολο να αιτιολογηθεί. Ωστόσο, η συνολική μαρτυρία των ερευνών υποδεικνύει ότι από τους δύο παράγοντες, η υπέρταση δρα από μόνη της, παρά το ότι τα διουρητικά φάρμακα μπορεί να παίξουν κάποιο ρόλο στην αιτιολογία του νεφροκυτταρικού καρκινώματος. O μηχανισμός με τον οποίο η υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να επιδρά στην ανάπτυξη ΝΚΚ είναι άγνωστος, και ως εκ τούτου, χρειάζεται περισσότερη μελέτη προκειμένου να διερευνηθεί αυτός ο παράγοντας κινδύνου[17,18].
Τα οιστρογόνα επάγουν την ανάπτυξη νεφροκυτταρικού καρκινώματος στα πειραματόζωα, εάν και υπάρχουν ελάχιστα επιδημιολογικά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή τη συσχέτιση στον ανθρώπινο πληθυσμό[4]. Σε μια διεθνή ελεγχόμενη μελέτη, υπήρξε ένας σημαντικά μειωμένος σχετικά κίνδυνος με τη χρήση αντισυλληπτικών φαρμάκων -αυτή η μελέτη περιελάμβανε μόνο μη καπνίστριες γυναίκες- ενώ δεν παρατηρήθηκε καμία συσχέτιση για τη θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα[19].
Πρώιμες μελέτες ανέδειξαν ότι μπορεί να υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ του νεφροκυτταρικού καρκινώματος και της κατανάλωσης καφέ και αλκοόλ[20]. Αυτές οι οικολογικές σχέσεις δεν έχουν επιβεβαιωθεί από πιο πρόσφατες ελεγχόμενες μελέτες του ΝΚΚ[4,21]. Πράγματι, για τη λήψη του αλκοόλ μπορεί να υπάρχει μια αντίστροφη σχέση με το ΝΚΚ. Όπως με τον καφέ και το αλκοόλ, σχετικές μελέτες κατά τη δεκαετία του 1970, επίσης ανέδειξαν ένα συσχετισμό του νεφρικού καρκίνου με την κατανάλωση λίπους και πρωτεϊνών[20]. Ωστόσο, πρόσφατες ελεγχόμενες μελέτες απέτυχαν να υποστηρίξουν τις παραπάνω επισημάνσεις[4,21].
Μια αντίστροφη σχέση μεταξύ του νεφροκυτταρικού καρκινώματος και της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών είναι μία από τις ελάχιστες, συγκριτικά πιο αξιόπιστες, διαιτητικές παραμέτρους[4,21,22]. Υπήρχε η άποψη ότι η αυξημένη λήψη πρωτεϊνών μπορεί να είναι ένας παράγοντας κινδύνου23, όμως μια μεγάλη μελέτη δεν παρείχε σαφή υποστήριξη γι' αυτή την υπόθεση[24]. O τρόπος του μαγειρέματος του κόκκινου κρέατος συνδέεται με το σχηματισμό ετεροκυκλικών αμινών, οι οποίες έχουν παρατηρηθεί σε πειραματόζωα να προκαλούν καρκίνο[21].
Εντούτοις, ο ρόλος του διαιτολογίου, όπου επιστεύετο στο παρελθόν ότι είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου στην ανάπτυξη του νεφροκυτταρικού καρκινώματος, δεν έχει βρεθεί να επιδρά ουσιαστικά στην αιτιολογία της νόσου, εκτός εάν συσχετίζεται με την παχυσαρκία.
Αντίθετα από τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, το συχνότερο νεόπλασμα του ουροποιητικού συστήματος, το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα δεν πιστεύεται, γενικά, ότι είναι ένας όγκος που σχετίζεται άμεσα με το επάγγελμα των ασθενών. Ωστόσο, λόγω του μεγάλου αριθμού επιδημιολογικών μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 25 χρόνια, έχει βρεθεί ότι υπάρχει ένας αριθμός επαγγελματικών ενασχολήσεων που συνδέονται με έναν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΝΚΚ. Η χρόνια έκθεση σε ασβέστιο συνδέεται με την ανάπτυξη νεφρικού καρκίνου[25].



Εν τούτοις, στην πλειοψηφία των ελεγχόμενων μελετών του ΝΚΚ που έχουν εξετάσει τους επαγγελματικούς παράγοντες, δεν έχει βρεθεί να υπάρχει κάποια σχέση με την έκθεση στο ασβέστιο, εάν και η δυναμική αυτών των μελετών να ανακαλύψει τον κίνδυνο από την έκθεση στο ασβέστιο είναι γενικά χαμηλή, λόγω του μικρού αριθμού εργατών[26].
Μολονότι βασίζεται σε μικρό αριθμό περιπτώσεων (8 θάνατοι), οι εργαζόμενοι σε κλίβανους με κωκ (coke) που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων, έχει αναφερθεί ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής από νεφρικό καρκίνο[27]. Ωστόσο, σε μια μελέτη που περιελάμβανε εργάτες που παρακολουθήθηκαν για 30 χρόνια, δεν βρέθηκε αυξημένος κίνδυνος θνησιμότητας για το ΝΚΚ[28].
Για τους εργαζόμενους σε διϋλιστήρια πετρελαίου υπήρξε η άποψη ότι βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης νεφρικού καρκίνου, όμως ελεγχόμενες μελέτες απέτυχαν να επιβεβαιώσουν αυτήν την υποψία[29]. Εάν και μια πρόσφατη, που προέρχεται από τη Φινλανδία, αναφέρει έναν αυξημένο κίνδυνο για το ΝΚΚ[30], ο βαθμός της επίπτωσης της νόσου δεν υποστηρίζει αυτό το συσχετισμό[4].
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η βενζίνη αποτέλεσε έναν πιθανό παράγοντα κινδύνου για το ΝΚΚ, μετά τη μακροχρόνια έκθεση πειραματόζωων σε ατμούς αμόλυβδης βενζίνης, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν νεφρικό καρκίνο. Έκτοτε, μεγάλος αριθμός μελετών έχει εξετάσει τη σχέση ανάμεσα στην έκθεση στη βενζίνη και στην εμφάνιση του ΝΚΚ, με ελάχιστα ευρήματα να υποστηρίζουν ότι υπάρχει κάποιος συσχετισμός[31]. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η βενζίνη αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη νεφροκυτταρικού καρκινώματος.
Μεγάλη βαρύτητα έχει πρόσφατα δοθεί στο διαλύτη τριχλωροαιθυλένιο, βάσει ευρημάτων σε πειραματόζωα και μιας μικρής έρευνας σε εργάτες χαρτονιού, που ανέφεραν οκταπλάσιο κίνδυνο για το ΝΚΚ[32]. Σήμερα, υπάρχουν αρκετές μελέτες για τους εργαζόμενους που εκτίθενται σε τριχλωροαιθυλένιο, με καμιά να αναφέρει ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για το ΝΚΚ[33,34]. Συνεπώς, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να τεκμηριώνουν την υπόθεση ότι αυτή η ουσία προκαλεί νεφρικό καρκίνο στους ανθρώπους.
Ένας σχετικός διαλύτης, το περχλωραιθυλένιο (PGE) έχει επίσης ενοχοποιηθεί για αύξηση του κινδύνου εμφάνισης νεφρικού καρκίνου σε εργαζόμενους που έρχονται σε συνεχή επαφή με αυτήν την ουσία. Ωστόσο σε μια ανασκόπηση αρκετών μελετών δεν φάνηκε να υπάρχει ουσιαστική συσχέτιση ανάμεσα σε αυτή τη διαλυτική ουσία και στο ΝΚΚ[35].
Αρκετοί άλλοι επαγγελματικοί παράγοντες έχουν σποραδικά αναφερθεί ως παράγοντες κινδύνου, εάν και κανένας δεν έχει ουσιαστικά συνδεθεί με το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται η έκθεση στο κάδμιο, στα δέρματα, οι εργαζόμενοι σε εργοστάσια χαρτοποιίας, οι οδηγοί φορτηγών, οι επαγγελματίες πιλότοι και οι ναυτικοί[36].
Για τους ασθενείς που αντιμετωπίζονται με ακτινοβολία, για αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και καρκίνο του εγκεφάλου, φαίνεται να αυξάνεται ο κίνδυνος για νεφροκυτταρικό καρκίνωμα, παρότι οι επιδράσεις δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρές[37,38]. Αυξημένος έχει επίσης περιγραφεί μεταξύ των ασθενών που λαμβάνουν ράδιο 224 για φυματίωση των οστών και αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα39. Oι καρκίνοι της νεφρικής πυέλου και του κρατήρα φαίνεται να είναι πιο ευαίσθητοι στις επιδράσεις της ακτινοβολίας, σχετικά με εκείνους που εντοπίζονται στο νεφρικό παρέγχυμα.
Oι ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιάλυση φαίνεται να έχουν αυξημένη επίπτωση της επίκτητης κυστικής νόσου των νεφρών, η οποία, με τη σειρά της, προδιαθέτει στην ανάπτυξη νεφροκυτταρικού καρκινώματος40. Εάν και ο καρκινογενετικός μηχανισμός είναι αβέβαιος, φαίνεται να εμπλέκεται η ουραιμική διαδικασία της νεφρικής νόσου.
Το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα απαντάται τόσο σε σποραδική, όσο και σε οικογενή μορφή, ενώ ένα οικογενειακό ιστορικό της νόσου συνδέεται με 4πλάσιο κίνδυνο σε ένα ορισμένο αριθμό μελετών41. Υπάρχουν τουλάχιστον 3 μορφές οικογενούς ΝΚΚ, οι οποίες όλες μαζί απαρτίζουν ένα μικρό ποσοστό ασθενών με νεφροκυτταρικό καρκίνωμα. Όλες αυτές οι μορφές κληρονομούνται με τον κυρίαρχο τύπο και συνήθως αναπτύσσονται σε πιο νεαρές ηλικίες απ' ότι οι σποραδικές περιπτώσεις. Η νόσος Von Hippel-Lindau (VHL) είναι ένα καρκινικό σύνδρομο που κληρονομείται με τον αυτόσωμο επικρατούντα χαρακτήρα και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη όγκων σε πολλαπλά όργανα, όπως νεφρούς, κεντρικό νευρικό σύστημα και πάγκρεας. Το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα είναι υπεύθυνο για το 50% περίπου των θανάτων ασθενών με σύνδρομο VHL, οι οποίοι έχουν την τάση να αναπτύσσουν πολλαπλούς όγκους στους νεφρούς[42].
Το σύνδρομο συνδέεται με μεταλλάξεις του ογκοκατασταλτικού γονιδίου VHL, που εντοπίζεται στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 3 (3p). Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ελλείψεις τμημάτων χρωμοσωμάτων παρατηρούνται στο 85% των περιπτώσεων μη θηλωδών σποραδικών νεοπλασμάτων του νεφρού, υποδεικνύοντας ότι ενέχονται γενετικοί μηχανισμοί στην εμφάνιση του οικογενούς και σποραδικού ΝΚΚ[43]. O τρίτος τύπος του οικογενούς νεφροκυτταρικού καρκινώματος, κληρονομούμενος, είναι ένα θηλώδες νεφρικό καρκίνωμα, το οποίο έχει συνδεθεί με μεταλλάξεις του πρωτοογκογονιδίου ΜΕΤ, το οποίο εντοπίζεται στο χρωμόσωμα 7g. Σωματικές μεταλλάξεις αυτού του γονιδίου έχουν περιγραφεί σε μερικές σποραδικές περιπτώσεις διαυγοκυτταρικών και θηλωδών όγκων του νεφρού[44].
Σε ασθενείς με πολυμαστία ή υπεράριθμες θηλές στους μαστούς, έχει παρατηρηθεί αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης νεφρικού καρκίνου45. Ωστόσο, αυτή η παρατήρηση χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Συμπέρασμα
Υπάρχει ένας αριθμός θεμάτων που θα πρέπει να διερευνηθεί στο μέλλον, σε ελεγχόμενες επιδημιολογικές μελέτες. Η αιτιολογία της ταχείας αύξησης του ποσοστού του νεφροκυτταρικού καρκινώματος μεταξύ των νέγρων στις ΗΠΑ, θα πρέπει να εξετασθεί. Έρευνες που θα επικεντρωθούν σε αυτή την ομάδα ασθενών υψηλού κινδύνου, μπορεί να παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την αιτιολογία της νόσου.
Η παχυσαρκία φαίνεται να αποτελεί προδιαθεσιακό παράγοντα για το ΝΚΚ, ωστόσο χρειάζεται περισσότερη έρευνα επάνω σε αυτόν τον παράγοντα κινδύνου.
O ρόλος της υψηλής αρτηριακής πίεσης και/ή η θεραπεία της απαιτεί επιπρόσθετη διερεύνηση, προκειμένου να διευκρινιστεί η συμμετοχή τους στην ανάπτυξη του νεφροκυτταρικού καρκινώματος. Η μακροπρόθεσμη έκθεση των εργαζομένων σε διάφορα υλικά, όπως ασβέστιο, βενζίνη και διαλύτες, φαίνεται να συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΝΚΚ, όμως δεν υπάρχουν ακόμη αξιόπιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτές τις παρατηρήσεις. Όλες οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να επικεντρωθούν στη συλλογή στοιχείων για την καλύτερη κατανόηση των διαφόρων γενετικών μηχανισμών που ευθύνονται για την ανάπτυξη αυτής της ολοένα και πιο συχνής νόσου.


ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙΑ
1. Landis SH, Murray T, Bolden S. Cancer statistics, 1999. CA Cancer J Clin 1991; 49:8-31.
2. Chow WH, Devesa SS, Warren JL. The rising incidence of renal cell cancer in the Unites States. JAMA 1999; 281:1.628-1.631.
3. Bethesda, MD, National Cancer Institute, 1993; pp:X1-X22, Kosary CL, McLLaughlin JK. Kidney and renal pelvis, in Miller BA, Ries LAG, Hankley BF. Cancer Statistics Review: 1973-1990. NIH Publication No. 93-2789.
4. Mc Laughlin JK, Blot WJ, Devesa SS. Renal Cancer, in Schoffenfeld D, Fraumeni JF Jr (eds): Cancer Epidemiology and prevention (ed2). New York, NY, Oxford University Press, 1996; pp:1.142-1.155.
5. McLaughlin JK, Schuman LM. Epidemiology of renal cell and carcinoma, in Lilienfeld AM (ed): Reviews in Cancer Epidemiology, vol 2. New York, NY, Elsevier/North Holland, 1983; pp:170-210.
6. McLaughlin JK, Lindblad P, Mellemgaard A. International renal-cell cancer study. I. Tobacco use. Int J Cancer 1995; 60:194-198
7. Doll R. Cancers weakly related to smoking. Br Med Bull 1996; 52:35-49.
8. Yuan JM, Castelao JE, Gago Dominguez M. Tobacco use in relation to renal cell carcinoma. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev 1998; 7:429-433.
9. McLaughlin JK, Hrubec Z, Heineman EF. Renal cancer and cigarette smoking: 26-year followup of U.S. veterans. Pub Health Rep 1990; 105:535-537.
10. Whisenand JM, Kostos D, Sommers SC. Some host factors in the development of renal cell carcinoma. West J. Surg Gynecol 1962; 70:284-285.
11. Yuan JM, Castelao JE, Gago Dominguez M. Hypertension, obesity and their medications in relation to renal cell carcinoma. Br J Cancer 1998; 77:1.508-1.513.
12. Mellemgraad A, Lindblad P, Schlehofer B. International renal-cell cancer study. III. Role of weight, height, physical activity, and use of amphetamines. Int J Cancer 1995; 60:350-354.
13. Newsom GD, Vurgin D. Etiologic factors in renal cell adenocarcinoma. Semin Nephrol 1987; 7:109-116.
14. An updating of IARC Monographs, Vol 1 to 42. IARC Monogr Eval Carcinog Risks, 1987, international Agency for Research on Cancer. Overall Evaluations of Carcinogenisity.
15. Heath CW Jr, lally CA, Calle EE. Hypertension, diuretics, and antihypertensive medications as possible risk factors for renal cell cancer. Am J epidemiol 1997; 145:607-613.
16. McLaughlin JK, Blot WJ, Fraumeni JF Jr. Diuretics and renal cell cancer. J Natl Cancer Inst 1988; 80:387.
17. Shapiro JA, Williams MA, Weiss NS. Hypertension, antihypertensive medication use, and risk of renal cell carcinoma. Am J Epidemiol 1999; 149:521-530.
18. Coughlin SS, Neaton JD, Randall B. Predictors of mortality from kidney cancer in 332, 547 men screened for the Multiple Risk Factor Intervention Trial. Cancer 1997; 79:2.171-2.177.
19. Lindblad P, Mellemgaard A, Schlehofer B. International renal-cell cancer study. V. Reproductive factors, gynecologic operations and exogenous hormones. Int J Cancer 1995; 61:192-198.
20. Hinds MW, Colonel LM, Lee J. Association between cancer incidence and alcohol/cigarette consumption among five ethnic groups in Hawaii. Br J Cancer 1980; 41:929-940.
21. Wolk A, Lindblad P, Adami HO. Nutrition and renal cell cancer. Cancer Causes Control 1996; 7:5-18.
22. Yuan JM, Gago-Dominguez M, Castelao JE. Cruciferous vegetables in relation to renal cell carcinoma. Int J Cancer 1998; 77:211-21.
23. Chow W-H, Gridley G, McLaughlin JK. Protein intake and risk of renal cell cancer. J Natl Cancer Inst 1994; 86:1.131-1.139.
24. Wolk A, Gridley G, Niwa S. International renal cell cancer study. VII. Role of diet. Int J Cancer 1996; 65:67-73.
25. Enterline PE, Hartley J, Henderson V. Asbestos and cancer: A cohort followup to death. Am J Ind med 1987; 44:396-401.
26. Smith AH, Shearn VI, Wood R: Asbestos and kidney cancer.
The evidence supports a casual association. Am J Ind Med 1989; 16:159-166.
27. Redmond CK. Cancer mortality among coke oven workers. Environ Health respect 1983; 52:67-73.
28. Costantino JP, Redmond CK, Bearden A. Occupation-ally related cancer risk among coke oven workers: 30 years of follow-up. J Occup Environ Med 1995; 37:597-604.
29. Wong O, Raabe GK. Critical review of cancer epidemiology in petroleum industry employees, with a quantitative meta-analysis by cancer site. Am J Ind Med 1989; 15:283-310.
30. Pukkala E. Cancer incidence among Finnish oil refinery workers, 1971-1994. J. Occup Environ Med 1998; 40:675-679.
31. Lynge E, Andersen A, Nilsson R, et al. Risk of cancer and exposure to gasoline vapors.Am J Epidemiol 1997; 145:449-458.
32. Henschler D, Vamvakas S, Lammert M. Increased incidence of renal cell tymors in a cohort of cardboard workers exposed to trichloroethylene. Arch toxicol 1995; 69:291-299.
33. Morgan RW, Kelsh MA, Zhao K. Mortality of aerospace workers exposed to trichloroethylene. Epidemiology 1998; 9:424-431.
34. Blair A, Hartge P, Stewart PA. Mortality and cancer incidence of aircraft maintenance workers exposed to trichloroethylene and other organic solvents and chemicals: extended follow-up. Occup Environ Med 1998; 55:161-171.
35. McLaughlin JK, Blot WJ. A critical review of epidemiology studies of trichloroethylene and perchloroethylene and risk of renal-cell cancer. Int Arch Occup Environ Health 1997; 70:222-231.
36. Band PR, Le ND, Fang R. Cohort mortality study of pulp and paper mill workers in British Columbia, Canada. Am J Epidemiol 1997; 146:186-194.
37. Rediation Carcinogenesis. New York, NY, Elsevier, 1986; pp: 347-378, Land CE: Carcinogenic effects of radiation on the human digestive tractand other organs, in Cyston AC, Albert RE, Burns FJ.
38. Boice DJ, Engholm G, Kleinerman RA. Radiation dose and second-cancer risk in patients treated for cancer of the cervix. Radiat Res 1988; 116:3-55.
39. Spiess H, Mays CW, Chmelvesky. Radium 224 in humans, in Taylor DM, Mays CW, Gerber GB et al (eds): Risks from Radium and Thorotrast. Biologic Effects of Ionizing Radiation (BEIR) Report 1989; 21:7-12.
40. Ishikawa I. Decelopment of adenocarcinoma and acquired cystic disease of the kidney in hemodialysis patients, in Miller RW, Watanabe S, Fraumeni JF Jr, et al (eds): unusual Occurrences as Clues to Cancer etiology. Tokyo, Japan Scientific Societies Press, 1987; pp:77-86.
41. Schlehofer B, pommer W, Mellemgraad A. International renal-cell cancer study. VI. The role of medical and family history. J Int Cancer 1996; 66:723-726.
42. Neumann HP, Zbar B. Renal cysts, renal cancer and von Hippel-Lindau disease. Kidney Int 1997; 51:16-26.
43. Gnarra JR, lerman MI, Zbar B. Genetics of renal-cell carcinoma and evidence for a critical role for von Hippel-Lindau in renal tumorigenesis. Semin Oncol 1995; 22:3-8.
44. Zbar B, Lerman M. Inherited carcinomas of the kidney. Adv Cancer Res 1998; 75:163-201.
45. Goedert JJ, Mc Keen EA, Fraumeni JF Jr. Polymastia and renal adenocarcinoma. Ann Intern Med 1981; 95:182-184.

HOMEPAGE