<<< Προηγούμενη σελίδα

Στάσιμη η Ιατρική της Εργασίας

Δρ ΘΕOΔΩΡOΣ ΜΠΑΖΑΣ
Εμπειρογνώμονας της Παγκόσμιας Oργάνωσης Υγείας,
Μέλος του Τομέα Ιατρικής της Εργασίας του Βασιλικού Κολεγίου
Ιατρών του Λονδίνου

 

Η Ιατρική της Εργασίας αναγνωρίσθηκε το 1986 (ΠΔ 213/1986) ως κύρια ιατρική ειδικότητα. Σήμερα, είναι ακόμα εν ανεπαρκεία, γιατί μόνο 45 περίπου ιατροί την κατέχουν, ενώ οι εκτιμώμενοι ως αναγκαίοι είναι περί τους 1.000. O νόμος επέβαλλε από το 1996 (ΠΔ 17/1996) σε όλες, τις χιλιάδες επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζόμενους, να δέχονται υπηρεσίες από ειδικούς Ιατρούς Εργασίας, παραβλέποντας όμως, ότι υπάρχουν ελάχιστοι ειδικοί. Oι θέσεις ειδικευομένων για άσκηση κλινική (στο ΕΣΥ) και πρακτική (σε επιχειρήσεις και οργανισμούς) είναι 12. Η εκπαίδευση, τόσο κατά την τετραετή ειδίκευση, όσο και στο προπτυχιακό επίπεδο, έχει περιθώρια βελτίωσης. Oι επανειλημμένες εκλογές για διορισμό Καθηγητή Ιατρικής της Εργασίας στις ιατρικές σχολές, αποβαίνουν άγονες για όλες τις βαθμίδες τα τελευταία 15 χρόνια, μολονότι οι υποψήφιοι πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις εκλογιμότητας και ιεραρχούνται από τις εισηγητικές επιτροπές. Υπηρεσίες Ιατρικής της Εργασίας προσφέρουν περίπου 600 ιατροί άλλων ειδικοτήτων (όπως επέτρεπε ο Ν. 1568/1985), αλλά και ιατροί άνευ ειδικότητας (κατά παράβαση του νόμου), με τον εργασιακό τίτλο του «Γιατρού Εργασίας». Το κύριο ζήτημα, λοιπόν, είναι πώς θα παραχθούν αρκετοί, επαρκώς εκπαιδευμένοι ειδικοί Ιατροί της Εργασίας, χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα.
Η επιτροπή για την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας (ΥΑ Αριθμ. Πρωτ. ΔΥ1δ/91358, 19.9.2002), της οποίας ο γράφων είναι μέλος, υπέβαλε στην εκτελεστική επιτροπή του ΚΕΣΥ, το 2003 δύο εισηγήσεις. Η πρώτη (5.2.2003) περιέχει πρόταση για επιστημονικά και οικονομικά κίνητρα, ώστε περισσότεροι νέοι ιατροί να επιλέξουν την ειδικότητα της Iατρικής της Eργασίας. Η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης (σύμφωνα με το Ν.2889/2001) εκκρεμεί έως σήμερα. Η δεύτερη (7.1.2003, Αριθμ. Πρωτ. υπουργ. Υγείας 1241/8.1.2003) αφορούσε στην ειδίκευση στην Ιατρική της Εργασίας των ήδη εργαζομένων «Γιατρών Εργασίας» που κατέχουν άλλες ειδικότητες. Το περιεχόμενό της αγνοήθηκε κατά την τελική διατύπωση του εμβόλιμου άρθρου 9 του πρόσφατου νόμου (Ν. 3144/2003). Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, νομιμοποιούνται ως «Γιατροί Εργασίας» όσοι είναι ιατροί άνευ ειδικότητας, για τα επόμενα πέντε χρόνια. Επίσης, μετά τις 8 Μαΐου 2008, μόνο ειδικοί Ιατροί της Εργασίας θα επιτρέπεται να εργάζονται ως «Γιατροί Εργασίας». Όσοι ιατροί άλλων ειδικοτήτων θέλουν να συνεχίσουν να εργάζονται ως «Γιατροί Εργασίας» μετά από τις 8.5.2003, πρέπει να υποβάλουν αίτηση έως τις 7 Νοεμβρίου 2003, προκειμένου να συμπληρώσουν την εκπαίδευσή τους (ανάλογα με την ειδικότητα που ήδη κατέχουν) ώστε να αποκτήσουν την ειδικότητα εντός τεσσεράμισι ετών. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της εκπαίδευσης στις διάφορες ιατρικές ειδικότητες (ΠΔ 415/1994), το διάστημα που θα χρειασθούν αυτοί οι ιατροί για τον παραπάνω σκοπό, μπορεί να κυμαίνεται από 27 μήνες έως 4 χρόνια. Oι πιθανότητες, όμως, να εφαρμοσθεί ορθώς ο εν λόγω νόμος και να εκπαιδευθούν επαρκώς 500-600 ιατροί, είναι λίγες. Δεν έχουν θεσπισθεί ακόμα τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν για την έγκριση των προσθέτων, οργανωμένων Υπηρεσιών Ιατρικής της Εργασίας επιχειρήσεων και οργανισμών, ως προς την καταλληλότητά τους για την εξάμηνη πρακτική άσκηση των ειδικευομένων. Είναι λίγες οι επιχειρήσεις, που όχι μόνο θα πληρούν τα κριτήρια (στελεχωμένες ήδη με ειδικούς Ιατρούς της Εργασίας, ώστε οι ειδικευόμενοι να μην είναι αυτοδίδακτοι), αλλά και θα προσφερθούν να δεχθούν τους ειδικευόμενους. Εξάλλου, αν οι ειδικευόμενοι εκπαιδευθούν στα κλινικά τμήματα της ειδικότητας που υπέχουν υποχρέωση, ως άμισθοι υπεράριθμοι στο ΕΣΥ, θα απασχολούνται αναγκαστικά με πλήρες ωράριο, για να ολοκληρώσουν εγκαίρως την ειδίκευσή τους. Αναπόφευκτα, δεν θα μπορούν να προσφέρουν έργο στις επιχειρήσεις όπου απασχολούνται και συνεπώς θα αντιμετωπίσουν αιφνιδίως σημαντική ελάττωση του εισοδήματός τους. Η προειδοποίηση των 6 μηνών που τους δίνεται προκειμένου να προσαρμοσθούν σε υποδεέστερες οικονομικές απολαβές, θα μπορούσε να κριθεί ως ανεπαρκής. Αν, τουναντίον, οι ιατροί αυτοί εξακολουθήσουν να εργάζονται στις επιχειρήσεις, η φυσική παρουσία τους στους χώρους της κλινικής τους άσκησης και κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής δωδεκάμηνης θεωρητικής τους κατάρτισης, θα είναι χρονικά περιορισμένη. Είναι απίθανο, το υπουργείο Υγείας να μπορέσει να διαθέσει κονδύλια, ώστε οι ιατροί να ειδικευτούν ως έμμισθοι (και μάλιστα κατά παρέκκλιση του νόμου 123/1975 που το απαγορεύει). Επιπλέον, αν οι ιατροί χρειασθεί να λείψουν επί πολλούς μήνες, δεν μπορεί να διασφαλισθεί η επάνοδός τους στις ίδιες ιδιωτικές επιχειρήσεις όπου εργάζονταν ή γενικά η μελλοντική τους επαγγελματική αποκατάσταση μετά τις 8.5.2008, εφόσον δεν υπάρξουν σχετικές ρυθμίσεις. Μετά τις 8.11.2003, οι προαναφερόμενες επιχειρήσεις μπορεί είτε να μείνουν χωρίς «Γιατρό Εργασίας» επί μακρόν, είτε να προσλάβουν άλλο, σχετικά άπειρο ιατρό άνευ ειδικότητας, ή ιατρό κατέχοντα άλλη ειδικότητα, είτε, σπανίως, κάποιον από τους ελάχιστους ειδικούς Iατρούς της Eργασίας. Όσοι αρχίσουν να ειδικεύονται εξαρχής, θα μπορέσουν να προσφέρουν υπηρεσίες «Γιατρού Εργασίας» από το 2008.
Oι προαναφερθείσες δυσκολίες δεν θα προέκυπταν, εάν είχε υιοθετηθεί η εισήγηση (7.1.2003) της επιτροπής Ιατρικής της Εργασίας του ΚΕΣΥ, η οποία όριζε ότι μετά την κατάθεση της αίτησης έως τις 8.11.2003 για έναρξη της υπολειπόμενης εκπαίδευσης προς απόκτηση της ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας, η ειδίκευση θα έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός δέκα ετών. Έτσι, οι ιατροί θα μπορούσαν να εκπαιδευθούν με μερική απασχόληση στα διάφορα τμήματα της ειδικότητας και ταυτόχρονα να εργάζονται ως «Γιατροί Εργασίας» με μερική απασχόληση, διατηρώντας τις συμβάσεις τους με τις επιχειρήσεις. Ακόμη, οι θέσεις των «Γιατρών Εργασίας» που θα χήρευαν οριστικά (αν ορισμένοι ιατροί επέλεγαν να ασκήσουν μόνο την ειδικότητα που ήδη κατέχουν) θα έπρεπε να επαναπροκηρύσσονται ανά έτος, μέχρι να καταληφθούν -κατά σειρά προτεραιότητας- από ειδικό Ιατρό της Εργασίας, ή από ειδικευόμενο στην Ιατρική της Εργασίας. Γιατί δεν εισακούσθηκαν οι προτάσεις της επιτροπής των ειδικών, οι οποίες είναι ρεαλιστικές και στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου σχεδίου;



HOMEPAGE