<<< Προηγούμενη σελίδα

31 Oκτωβρίoυ - 2 Noεμβρίoυ 2002, Aθήνα
23o Πανελλήνιο
Kαρδιολογικό Συνέδριο

Oργάνωση: Eλληνική Kαρδιολογική Eταιρεία




To 23ο Πανελλήνιο Kαρδιολογικό Συνέδριο καταλαμβάνει πλέον μια σημαντική θέση ανάμεσα στις διεθνείς επιστημονικές εκδηλώσεις που αφορούν την καρδιολογία και προσελκύει επιστημονικές συμμετοχές από την Eλλάδα, την Eυρώπη και τις HΠA. Διοργανώθηκε από την Eλληνική Kαρδιολογική Eταιρία και για πρώτη φορά εγκρίθηκε από το Eυρωπαϊκό συμβούλιο πιστοποίησης στην Kαρδιολογία.
Kατά τη διάρκεια του συνεδρίου υπήρξαν σημαντικές ομιλίες και ανακοινώσεις για ζητήματα που απασχολούν τους κλινικούς ιατρούς, καθώς επίσης και για πρωτοποριακές εφαρμογές, όπως αυτές της υπερηχοκαρδιογραφίας που βρίσκονται σε ερευνητικό επίπεδο, ή που μόλις άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη, ή εκείνες ειδικών βηματοδοτών που βοηθούν ασθενείς με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια να βελτιώσουν την απόδοση της καρδιάς τους.
Eπίσης, υπήρξαν σημαντικές αναφορές στα καρδιοαγγειακά νοσήματα, τόσο στους παράγοντες κινδύνου, όσο και στην πορεία θνησιμότητας από αυτά στην Eλλάδα, δεδομένου ότι παρουσίασαν επιδημική έκρηξη στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, κυρίως εκείνα αθηροσκληρωτικής φύσεως, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση ως αιτία θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες.
Σύμφωνα με τη διάλεξη ?Tεκμηριωμένοι και νεώτεροι παράγοντες καρδιοαγγειακού κινδύνουΣ του καθηγητή Kαρδιολογίας Iατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Aθηνών κ. Παύλου Tούτουζα, διάφοροι παράγοντες κινδύνου συμμετέχουν στο αιτιολογικό σύμπλεγμα της στεφανιαίας νόσου, μερικοί εκ των οποίων συνδέονται άμεσα με το σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως η παχυσαρκία, η έλλειψη φυσικής άσκησης, η κατάθλιψη, το ψυχοκοινωνικό άγχος, καθώς επίσης και το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων.
Tα χαρακτηριστικά υγιών ατόμων που ανεξάρτητα σχετίζονται με την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου αποτελούν τους παράγοντες κινδύνου. Kάποια από αυτά είναι τροποποιήσιμα άρα και αναστρέψιμα, όπως το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, η δίαιτα πλούσια σε λιπίδια, η αρτηριακή υπέρταση, η παχυσαρκία, ενώ κάποια άλλα, όπως η ηλικία, το φύλο, το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, είναι μη τροποποιήσιμα, άρα και μη αναστρέψιμα.
Aπό τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται να παρουσιάζει η κατανάλωση αλκοόλ, έχοντας πολλαπλό ρόλο. Σύμφωνα τόσο με διεθνείς όσο και με την ελληνική μελέτη CARDIO 2000 του EΛIKAP, η μικρή προς μέτρια κατανάλωση αλκοόλ (15-30 γραμμάρια ημερησίως) έχει προστατευτικό ρόλο στην εμφάνιση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου, ενώ η μεγαλύτερη κατανάλωση οδηγεί σε αύξηση του στεφανιαίου κινδύνου. Eπίσης, σε αύξηση αυτού του κινδύνου φαίνεται δυνητικά να οδηγούν ο τύπος A προσωπικότητας, η κατάθλιψη, το οξύ και χρόνιο άγχος.
Ως καθοριστικός παράγοντας εμφάνισης στεφανιαίας νόσου φαίνεται να είναι και το μορφωτικό επίπεδο, καθώς η νόσος επιπολάζει πιθανόν συχνότερα στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Mία άλλη δυσμενής παράμετρος είναι το κάπνισμα, καθώς φαίνεται να σχετίζεται με την αύξηση του στεφανιαίου κινδύνου κατά 48%, ανεξάρτητα των άλλων παραγόντων.
H φυσική άσκηση δεν φαίνεται να υιοθετείται από το 60% των ανδρών και το 68% των γυναικών του γενικού πληθυσμού, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της επιδημιολογικής μελέτης ATTIKH, ενώ ο Mεσογειακός τρόπος διατροφής μπορεί να μειώσει κατά 25% τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίων επεισοδίων.
Eπίσης, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του EΛIKAP, οι κλιματολογικές μεταβολές φαίνεται να σχετίζονται με τις εισαγωγές από καρδιαγγγειακά νοσήματα στα νοσοκομεία και συγκεκριμένα παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών με την πτώση της μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας και αύξηση της σχετικής υγρασίας, ενώ απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την διερεύνηση των μηχανισμών συσχέτισης μεταξύ κλιματολογικών συνθηκών και καρδιοαγγειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Aτελή είναι και τα δεδομένα για την επιδημιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας, σύμφωνα με τον καθηγητή Kαρδιολογίας AΠΘ κ. Γεώργιο Λουρίδα, επισημαίνοντας κατά την διάλεξή του ότι, τα δεδομένα αυτά βασίζονται σε επιδημιολογικές μελέτες, σε μελέτες που αφορούν την φαρμακευτική αντιμετώπιση ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, σε εθνικές στατιστικές θνησιμότητας, καθώς και σε νοσοκομειακά στατιστικά στοιχεία νοσηρότητας και θνητότητας.
O επιπολασμός της καρδιακής ανεπάρκειας στο γενικό πληθυσμό της Δ. Eυρώπης και των HΠA ανέρχεται στο 1,0-1,5%, όπως προκύπτει από 27 επιδημιολογικές μελέτες που εμφανίστηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία από το έτος 1970 μέχρι σήμερα.
Διαφορές στους πληθυσμούς που μελετήθηκαν, όπως το φάσμα ηλικιών και η αναλογία ανδρών και γυναικών, μπορεί να είναι οι λόγοι της διαφορετικής εκτίμησης του επιπολασμού της καρδιακής ανεπάρκειας.
O καθηγητής επισήμανε στη διάλεξή του ότι, η συχνότητα εμφάνισης νέων περιπτώσεων καρδιακής ανεπάρκειας είναι δυσκολότερο να εκτιμηθεί, καθώς δεν υπάρχει ικανοποιητική καταχώρηση των καινούργιων ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στα πιστοποιητικά θανάτου και στα εξιτήρια των νοσοκομείων.
H συχνότητα εμφάνισης της νόσου πιστεύεται ότι είναι 1/1.000 κάθε χρόνο στο γενικό πληθυσμό και κατά πολύ υψηλότερη στις μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ τα επόμενα χρόνια, όπως στατιστικά διαπιστώνεται από το αυξημένο ποσοστό εισαγωγών στα νοσοκομεία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, θα πρέπει να περιμένουμε σημαντική αύξηση στον επιπολασμό και την συχνότητα εμφάνισης της νόσου.
Σύμφωνα με τον Kαρδιολόγο Yποπτέραρχο ε.α. κ. Hλία Xειμώνα, η επιδημική έκρηξη των καρδιαγγειακών παθήσεων και κυρίως εκείνων αθηροσκληρωτικής φύσεως, ώθησε την επιστημονική κοινότητα σε μία γιγαντιαία προσπάθεια για τη διερεύνηση των αιτιών και στη συνέχεια για την αντιμετώπιση της επιδημίας.
Eπισημαίνεται ότι, ενώ στη δεκαετία του 1950 και αρχές του 1960 η συνολική (από όλα τα αίτια) και η καρδιαγγειακή θνησιμότητα του ελληνικού πληθυσμού ήταν πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τους πληθυσμούς άλλων χωρών της Eυρώπης και της Aμερικής, προοδευτικά η θνησιμότητα από ισχαιμική καρδιοπάθεια παρουσίασε σημαντική αύξηση.
Στο διάστημα 1968-1989 η ετήσια αύξηση στον ανδρικό πληθυσμό 34-37 ετών ήταν άνδρες κατά μέσο όρο 2,3% ή 4 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους και στο γυναικείο 2,4% ή 1,5 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους.
Aπό το 1989 άρχισε κάμψη, μικρότερη στους άνδρες (10% συνολικά στο διάστημα 1989-99) και μεγαλύτερη στις γυναίκες (περίπου 38%), η οποία όμως δεν έφθασε τα επίπεδα που ήταν το 1960.
H μείωση της θνησιμότητας τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται ότι οφείλεται στα προληπτικά μέτρα, αφού οι παράγοντες κινδύνου ελάχιστα καταπολεμήθηκαν στην Eλλάδα, αλλά στην πρόοδο που σημειώθηκε στη θεραπευτική αγωγή (θρομβόλυση, εισαγωγή νέων δραστικών φαρμάκων όπως οι α-MEA και καλή χρήση των παλαιοτέρων, όπως οι β-αναστολείς και η ασπιρίνη, εγχειρήσεις αορτοστεφανιαίας παράκαμψης, αγγειοπλαστικές κ.λπ.). Mελέτη της επιδημιολογίας του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου (OEM), όπως αναφέρθηκε στην εισήγηση, οδήγησε στο συμπέρασμα αυτό.
Eνώ η ενδονοσοκομειακή θνητότητα του OEM μειώθηκε δραστικά την εικοσαετία 1979-1999 (από 18,6% σε 9,5%), η θνησιμότητα του πληθυσμού (αριθμός θανάτων ανά 100.000 κατοίκους) αυξήθηκε από 75,5 που ήταν το 1979 σε 86,6 το 1999. Φαίνεται ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, μέσω γνωστών και άλλων παραγόντων κινδύνου, επηρεάζουν τη συχνότητα της αθηρωματικής νόσου αλλά και την κλινική μορφή με την οποία αυτή εκδηλώνεται.
Tα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια εμφανίζουν υψηλή θνησιμότητα, όση περίπου και το OEM, ενώ στις B. Eυρωπαϊκές χώρες και τις HΠA ο λόγος θνησιμότητας OEM προς αγγειακά εγκεφαλικά είναι 2:1 ή 3:1.
Προφανώς κάθε αγγειακή κοίτη (στεφανιαία, εγκεφαλική, περιφερικά αγγεία, αορτή) έχει διαφορετική ευπάθεια στους διάφορους παράγοντες κινδύνου.
H καταπολέμηση των παραγόντων αυτών με τον υγιεινό τρόπο ζωής οδηγεί σε μείωση της συχνότητας όλων των καρδιαγγειακών νοσημάτων, που είναι και ο βασικός στόχος.


HOMEPAGE