<<< Προηγούμενη σελίδα

AΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

 

Σκέψεις πάνω στο δημογραφικό
πρόβλημα της χώρας μας

 

Δ. Αναγνωστάκης,[1]
Λ. Αναγνωστάκη[2]


[1]Τμήμα Νεογνών, Α' Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών
[2]Παιδοψυχολόγος, M.Sc.

Υποβλήθηκε: 20/10/05

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναλύονται οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα, συμβάλλοντας έτσι στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας. Υποστηρίζεται ότι οι παράγοντες αυτοί είναι τόσο ισχυροί, ώστε είναι αμφίβολο αν η θεσμοθέτηση ακόμη και πολύ ισχυρών κινήτρων για την αύξηση της γονιμότητας θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τουναντίον, η αντιμετώπιση της αιμορραγίας που υφίσταται η χώρα μας από το μεγάλο αριθμό των εκτρώσεων, των περιγεννητικών θανάτων ως και των θανάτων από τροχαία ατυχήματα θα συνέβαλε με περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο στην αντιμετώπιση του πραγματικά ζωτικού δημογραφικού προβλήματος της χώρας μας. (Δελτ. Α' Παιδατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 2005, 52(4):365-369).

Λέξεις ευρετηριασμού: γονιμότητα, δημογραφικό πρόβλημα, εκτρώσεις, περιγεννητικοί θάνατοι.

Το θέμα της γονιμότητας και γενικότερα το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας έχει απασχολήσει έντονα από αρκετό καιρό, αλλά και απασχολεί ακόμη, την κυβέρνηση της χώρας, τη Βουλή των Ελλήνων, την Ακαδημία Αθηνών, την Εκκλησία της Ελλάδας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.1-4 Λέγεται ότι μία χώρα έχει δημογραφικό πρόβλημα, όταν η εξέλιξη του πληθυσμού δεν είναι κανονική. Η πληθυσμιακή εξέλιξη κάθε χώρας επηρεάζεται κυρίως από τις γεννήσεις και τους θανάτους. Η γονιμότητα μετριέται είτε με τον αδρό δείκτη αναπαραγωγικότητας, δηλαδή με τον αριθμό των γεννήσεων ανά 1.000 κατοίκους, είτε με το συντελεστή ολικής γονιμότητας, δηλαδή με το μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας. Έχει βρεθεί ότι, όταν ο συντελεστής αυτός είναι >2,11 (επίπεδο αναπληρώσεως), ο πληθυσμός αυξάνεται, ενώ σε αντίθετη περίπτωση μειώνεται.
Είναι γνωστό ότι γενικά οι ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν μείωση της γεννητικότητάς τους. Η Σουηδία και η Δανία ήταν οι πρώτες χώρες που παρουσίασαν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, γονιμότητα μικρότερη από το επίπεδο "αναπληρώσεως". Τις χώρες αυτές σύντομα ακολούθησαν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες και το 1981 η Ελλάδα και η Ισπανία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, μόνο 3 από τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης (Τουρκία, Κύπρος και Ιρλανδία) είχαν συντελεστή γονιμότητας μεγαλύτερο από το επίπεδο αναπληρώσεως, δηλαδή στην Ευρώπη ο πληθυσμός αυξάνεται μόνο στις 3 αυτές χώρες.
Από την άλλη μεριά, είναι γνωστό ότι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τα 30 τελευταία χρόνια έχουν σχεδόν τριπλασιάσει το καθαρό εθνικό προϊόν τους και στην ίδια περίοδο η ποιότητα ζωής γενικά βελτιώθηκε, παρά το γεγονός ότι η ανισοκατανομή του προϊόντος παρέμεινε στα ίδια επίπεδα ή και αυξήθηκε. Πρότυπο των χωρών αυτών είναι ο τρόπος ζωής της καταναλωτικής κοινωνίας. Φαίνεται ότι οι δύο αυτές παράμετροι (δηλαδή ο τρόπος ζωής και η γονιμότητα) βρίσκονται σε στενή αλληλοεξαρτώμενη σχέση. Οι οικονομολόγοι και οι επιστήμονες που ασχολούνται με την κοινωνική δημογραφία από καιρό έχουν εκφράσει την άποψη ότι διάφοροι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο τρόπο ζωής επηρεάζουν άμεσα τη γονιμότητα.[5-7] Ιδιαίτερα σημαντικοί μεταξύ των παραγόντων αυτών είναι η μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, η αστικοποίηση και η διαφοροποίηση από τον αγροτικό τρόπο ζωής, η υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών μέχρι κάποια ηλικία, η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών, η αύξηση του αριθμού των εργαζομένων γυναικών, η μεταβολή στην αντίληψη για το ρόλο των δύο φύλων κ.ά. Οι παράγοντες αυτοί αλληλοεπηρεάζονται και διαπλέκονται με τρόπο ώστε η χωριστή ανάλυσή τους να είναι αδύνατη. Επιπλέον, η γονιμότητα επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από συναισθήματα, προτιμήσεις, τάσεις μιμητισμού κ.λπ., τα οποία δύσκολα μπορούν να αποδοθούν ποσοτικά. Παρά ταύτα, παρακάτω αναλύονται μερικοί από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα.
Η μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας είναι ευνόητο ότι έχει αρνητική επίδραση στη γονιμότητα. Είναι γνωστό ότι σε χώρες με αυξημένη βρεφική θνησιμότητα η γονιμότητα είναι αυξημένη - και αντιστρόφως.[8] Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι τη μικρότερη γονιμότητα στον κόσμο παρουσιάζει αυτή τη στιγμή η Ιαπωνία, η οποία έχει την ελαχίστη βρεφική θνησιμότητα.[9]
Η αύξηση της αστικοποιήσεως, η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών, η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας και οι άλλοι παράγοντες που αναφέρθηκαν συνδέονται επίσης με τη γονιμότητα. Στις αγροτικές οικονομίες τα παιδιά αντιμετωπίζονταν ως "επένδυση", δεδομένου ότι αντιπροσώπευαν εργατικά χέρια και "εξασφάλιση" των γηρατειών για τους γονείς. Με την υποχρεωτική, όμως, εκπαίδευση όλων των παιδιών μέχρι ορισμένη ηλικία μειώθηκε η σημασία της προσφοράς εργασίας από τα παιδιά, ενώ η επέκταση του κράτους πρόνοιας προς τους ηλικιωμένους μείωσε και τον παράγοντα "εξασφάλιση των γηρατειών". Με τον τρόπο αυτό και με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, τα παιδιά άρχισαν να θεωρούνται πλέον ως "καταναλωτικά" αγαθά, δεδομένου ότι οι γονείς προσδοκούν μόνο ικανοποίηση από αυτά. Αλλά η ικανοποίηση αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο η "ποιότητα" των παιδιών είναι καλύτερη. Ως ποιότητα θεωρείται η καλή υγεία και η εκπαίδευσή τους. Είναι, όμως, ευνόητο ότι η καλή ποιότητα συμβαδίζει με μικρότερο αριθμό παιδιών ανά οικογένεια, ώστε να υπάρχουν και χρόνος, αλλά και οικονομικά μέσα που θα την βελτιώσουν. Γι' αυτό οι γονείς υποκαθιστούν τον αριθμό των παιδιών με καλύτερης "ποιότητας" παιδιά.[5]

ΠΙΝΑΚΑΣ. Διαχρονική εξέλιξη της γονιμότητας και ορισμένων δεικτών που την επηρεάζουν κατά τη 25ετια 1977-2001 στην Ελλάδα
Δείκτης 1977 1986 2001
Γονιμότητα (‰)
Βρεφική θνησιμότητα (‰)
Ποσοστό απασχόλησης στη γεωργία ως δείκτης στικοποίησης (%)
Ποσοστό απασχόλησης γυναικών (%)
2.18
20.4
33.2
21.3
1.58
12.2
28.5
27.3
1.31
5.2
16.4
38.9
Πηγές: Eurotrust Revista - Επιθεώρηση 1977-1986, Luxembourg 1988, ΕΣΥΕΕ www.statistics.gr 2000-2002

Στις συναρτήσεις γονιμότητας λαμβάνονται και άλλοι παράγοντες υπόψη, όπως είναι η βοήθεια που μπορεί να έχει μια γυναίκα στο σπίτι κυρίως από συγγενικά πρόσωπα. Η βοήθεια αυτή θα μπορούσε να αυξήσει την επιθυμία της να κάνει περισσότερα παιδιά εφόσον θα ήταν δυνατόν να εργάζεται συγχρόνως, αν δεν ήθελε -ή για οικονομικούς λόγους δεν μπορούσε- να έχει διαφυγόν εισόδημα. Όμως η αστικοποίηση, το πρόβλημα στέγης που αυτή συνεπάγεται, και ο διαφορετικός τρόπος ζωής στην πόλη εμποδίζουν ή κάνουν πολύ ακριβή την παροχή αυτής της βοήθειας. Η μέση ηλικία γάμου θεωρείται, επίσης, σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη γονιμότητα. Όταν μια γυναίκα παντρεύεται σε μικρή ηλικία, η πιθανότητα να γεννήσει περισσότερα παιδιά είναι μεγαλύτερη. Όμως, η σύγχρονη τάση ανεξαρτησίας των γυναικών και η παρατεταμένη περίοδος εκπαιδεύσεώς τους έχουν αυξήσει τη μέση ηλικία γάμου.[10] Τέλος, η αύξηση του αριθμού των διαζυγίων πιθανολογείται ότι συντείνει στη μείωση της γεννητικότητας.
Η ατομιστική προσέγγιση της θεωρίας της γονιμότητας υποστηρίζει ότι η μείωση των γεννήσεων έχει σχέση και με την αλλαγή των ρόλων των συζύγων στην οικογένεια, με συνέπεια η σύγχρονη γυναίκα να μπορεί, επί ίσοις όροις με τον άνδρα, να αποφασίζει για θέματα αναφορικά με την οικογένεια και το μέγεθός της, αλλά και τον προσανατολισμό της ίδιας στην αγορά εργασίας, κάτι που της προσφέρει εκτός από εισόδημα και ικανοποίηση των δημιουργικών δυνατοτήτων της.[10]
Στον πίνακα καταγράφεται η διαχρονική μεταβολή της γονιμότητας και ορισμένων δεικτών που την επηρεάζουν στην Ελλάδα κατά την 25ετία 1977-2001. Είναι πολύ πιθανόν ότι, αν η μεταβολή των δεικτών αυτών συνεχιστεί, θα υπάρξει περαιτέρω μείωση της γονιμότητας στη χώρα μας.
Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι οι κοινωνικοί, οι οικονομικοί και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα είναι τόσο ισχυροί, ώστε να θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο η θεσμοθέτηση ακόμη και ισχυρών κινήτρων (π.χ. επιδόματα πολυτεκνίας, φοροαπαλλαγές, μεγαλύτερης διάρκειας άδεια τοκετού, ειδικό ωράριο για τις εργαζόμενες μητέρες, δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών, χορήγηση χαμηλότοκων δανείων σε νέα ζευγάρια κ.λπ.) να εξουδετερώσει τους παράγοντες αυτούς και να αυξήσει τη γονιμότητα.
Η επικρατούσα, πάντως, άποψη είναι ότι παρόμοια κίνητρα όχι μόνο πρέπει να παρέχονται, αλλά πρέπει να ενισχυθούν ουσιαστικά και να επεκταθούν σημαντικά.[11] Αναμφίβολα, τα βοηθήματα αυτά ανακουφίζουν σε κάποιο βαθμό όσους έχουν ήδη παιδιά, αλλά είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο αποτελούν ισχυρή παρότρυνση για όσους δεν έχουν, να αποφασίσουν να αποκτήσουν παιδιά. Ως απόδειξη θεωρείται το γεγονός ότι παρά την υιοθέτηση τέτοιων κινήτρων από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, σε όλες παρουσιάζεται μείωση της γονιμότητάς τους. Η μόνη χώρα στον κόσμο που κατόρθωσε να ανατρέψει την καθοδική πορεία της γονιμότητας είναι η Γαλλία. Η χώρα αυτή, όμως, προσφέρει σοβαρότατη βοήθεια στις πολύτεκνες οικογένειες και έχει άριστη υποδομή για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων μητέρων με προγράμματα απασχολήσεως των παιδιών, άριστη οργάνωση βρεφονηπιακών σταθμών, οργάνωση παιδικών εξοχών κ.λπ. Παρά ταύτα, πολλοί αποδίδουν την αύξηση της γονιμότητας της Γαλλίας στο γεγονός ότι στη χώρα αυτή πρόσφατα πολιτογραφήθηκαν ως Γάλλοι πολλοί ξένοι, κυρίως από χώρες της Β. Αφρικής, οι οποίοι παραδοσιακά έχουν αυξημένη γονιμότητα.
Σε χώρες όπως η δική μας, με περιορισμένα οικονομικά μέσα, αλλά και με σοβαρότατο δημογραφικό πρόβλημα, η αντιμετώπιση του προβλήματος κατά τη γνώμη μας πρέπει να γίνει με δύο τρόπους:
1. Πρέπει με διάφορα μέσα (ισχυρά κίνητρα, δημιουργία κατάλληλης υποδομής, εκτεταμένη ενημέρωση) να καταπολεμηθεί η υπογεννητικότητα. Τούτο είναι όμως, όπως αναπτύχθηκε, δύσκολο.
2. Πρέπει - πράγμα που φαίνεται περισσότερο εφικτό - να καταπολεμηθεί η μεγάλη απώλεια σε ανθρώπινες ζωές που υφίσταται η χώρα μας από 3 κυρίως πηγές: τις εκτρώσεις, τους θανάτους κατά την περιγεννητική περίοδο και κυρίως από τα τροχαία ατυχήματα.
Οι εκτρώσεις αποτελούν απαράδεκτη μέθοδο ελέγχου των γεννήσεων, γίνονται δε ως γνωστόν κατά τις πρώτες εβδομάδες της κυήσεως. Είναι συχνότερες σε άγαμες γυναίκες και σε γυναίκες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Οι επιπτώσεις των εκτρώσεων στην υπογεννητικότητα είναι αφενός μεν άμεσες λόγω της θανάτωσης των εμβρύων, αφετέρου δε έμμεσες λόγω των προβλημάτων γονιμότητας που εμφανίζει ένα ποσοστό γυναικών που υποβάλλονται σε έκτρωση.[12] Φυσικά δεν πρέπει να παραβλέπονται και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της έκτρωσης στη γυναίκα, με ενδεχόμενη την αρνητική στάση της στη μελλοντική τεκνοποίηση.[13,14] Είναι ευνόητο ότι επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των εκτρώσεων στη χώρα μας (όπως και σε άλλες χώρες) δεν υπάρχουν. Σύμφωνα, όμως, με συντηρητικούς υπολογισμούς πλησιάζουν τις 200.000 ετησίως, ενώ υπολογίζεται ότι η μέση Ελληνίδα υποβάλλεται σε έκτρωση περίπου 10 φορές συχνότερα από τη μέση γυναίκα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[15]
Θεωρείται ότι με τη συστηματική οργάνωση του οικογενειακού προγραμματισμού, τη σωστότερη εφαρμογή και κατανόηση των μεθόδων αντισύλληψης, αλλά και την ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων στην υπόθεση ατόμων (κυρίως όμως των νέων ζευγαριών και των ιατρών) θα υπάρξει σημαντικότατη μείωση των ανεπιθύμητων κυήσεων και φυσικά μείωση των άδικων θανάτων μεγάλου αριθμού εμβρύων.
Για τους θανάτους κατά την περιγεννητική περίοδο πρέπει να τονισθεί ότι αφορούν ή σε νεογνά που έχουν έρθει ήδη στον κόσμο, ή σε έμβρυα στις τελευταίες εβδομάδες της κυήσεως που είχαν κάθε πιθανότητα να επιβιώσουν κανονικά. Για τη χώρα μας αξιόπιστα στοιχεία για τους θανάτους κατά την περίοδο αυτή (περιγεννητική θνησιμότητα) έχουμε μόνο για το έτος 1998, κατά το οποίο η καταγραφείσα θνησιμότητα ήταν 10,11‰.[16] Υπολογίζεται ότι αν η περιγεννητική θνησιμότητα στην Ελλάδα ήταν παρόμοια με εκείνη του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, θα "κερδίζονταν" κάθε χρόνο περίπου 500 ζωές. Έχει αποδειχθεί ότι με την καλύτερη οργάνωση της προγεννητικής φροντίδας, τη βελτίωση των συνθηκών τοκετού, την καλύτερη αντιμετώπιση των νεογνών που έχουν ανάγκη νοσηλείας, την ταχύτερη και ασφαλέστερη μεταφορά τους, όπου τούτο είναι αναγκαίο, θα επέλθει σαφής μείωση των περιγεννητικών θανάτων.
¶λλη σοβαρότατη αιτία απώλειας ανθρώπινων ζωών στη χώρα μας είναι τα τροχαία ατυχήματα. Οι αριθμοί των νεκρών και των τραυματιών από τα τροχαία ατυχήματα στη χώρα μας δεν είναι γνωστοί, πρώτον διότι είναι ελλιπής η καταγραφή στοιχείων στη χώρα μας και δεύτερον διότι στην Ελλάδα ως θάνατοι από τροχαία ατυχήματα θεωρούνται όσοι επισυμβαίνουν μόνο τις πρώτες ημέρες μετά το ατύχημα, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εντάσσονται σε αυτούς και οι θάνατοι έως και 30 ημέρες μετά το ατύχημα.[17] Υπολογίζεται, πάντως, ότι στην Ελλάδα κάθε χρόνο σκοτώνονται από τροχαία ατυχήματα περί τα 2.500 άτομα και τραυματίζονται περίπου 35.000, εκ των οποίων οι 5.000 χαρακτηρίζονται βαρέως τραυματισθέντες.[18] Η πλειονότητα (80%) των ατόμων αυτών είναι νέοι και κατά τεκμήριο υγιείς. Το πρόβλημα γίνεται τραγικότερο, αν αναλογισθεί κανείς ότι, ενώ η Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 έχει τα λιγότερα αυτοκίνητα ανά κάτοικο, έχει τους περισσότερους (μαζί με την Πορτογαλία) θανάτους από τροχαία ανά 1.000 αυτοκίνητα και τέλος, στοιχείο πολύ σημαντικό, το μεγαλύτερο αριθμό θανάτων σε σχέση με τον αριθμό των τροχαίων θυμάτων.
Αν ο αριθμός των θανάτων από τροχαία ατυχήματα στη χώρα μας εξισωνόταν με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως των 15, υπολογίζεται ότι η χώρα μας "θα κέρδιζε" περισσότερες από 1000 ζωές ετησίως. Οι θάνατοι αυτοί αποτελούν μεγάλη απώλεια σε ανθρώπινο κεφάλαιο, κοστίζουν σε ανθρώπινο πόνο και σε εθνικό εισόδημα και τέλος, μπορούν να θεωρηθούν ως σημαντική απώλεια μελλοντικών γονέων, εφόσον οι περισσότεροι αφορούν σε νέα άτομα.
Έχει αποδειχθεί ότι αν δοθεί η δέουσα προσοχή στη σηματοδότηση των δρόμων και στην καλή κατάσταση του οδοστρώματος, ενταθεί η τροχαία αστυνόμευση, γίνεται συνεχώς ενημέρωση για τους τρόπους προλήψεως των ατυχημάτων (π.χ. αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ από τους οδηγούς, συστηματική χρήση ζώνης ασφαλείας, χρησιμοποίηση κράνους από τους μοτοσικλετιστές, τοποθέτηση των μικρών παιδιών στα πίσω καθίσματα κ.λπ.) και βελτιωθεί σημαντικά η ταχύτητα μεταφοράς των τραυματιών και η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους σε σωστά οργανωμένα κέντρα, θα μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των θανάτων από τροχαία ατυχήματα.
Είναι ευνόητο ότι η λήψη των κατάλληλων μέτρων για τη μείωση των άδικων αυτών θανάτων (από τις εκτρώσεις, κατά την περιγεννητική περίοδο και στην άσφαλτο) αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα για τη χώρα μας, εκτιμάται δε ότι η αποδοτικότητα των μέτρων αυτών θα είναι πολύ πιο αποτελεσματική από όποια μέτρα για την αύξηση της γονιμότητας του λαού μας.
Συμπερασματικά, πιστεύεται ότι η κατανόηση της πολυπλοκότητας των παραγόντων που επηρεάζουν τη γονιμότητα και η συνειδητοποίηση της μεγάλης αιμορραγίας που υφίσταται η χώρα μας από θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, θα βοηθούσε σημαντικά στη σωστή ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και στη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την αντιμετώπιση του τόσο ζωτικού για τη χώρα μας δημογραφικού προβλήματος.

Thoughts on the demographic problem of our country.
D. Anagnostakis, L. Anagnostaki
(Ann Clin Pediatr 2005; 52(4):365-369)

The social and economic factors that negatively influence fertility are reviewed. It is suggested that the influence of these factors is so powerful that the adoption of any motives for the upswing of fertility would have no substantial results. On the contrary, it is hoped that the diminution of the high number of abortions, the improvement of the perinatal mortality rate, and the diminution of the high number of deaths from road accidents will save many lives and will contribute to the alleviation of Greece's demographic problem.

Key words: fertility, demographic problem, abortion, perinatal deaths.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Μελέτη του Δημογραφικού Προβλήματος της Χώρας. Απόφαση 6355/4101/3-11-91 της Βουλής των Ελλήνων.
2. Ακαδημία Αθηνών. Το Δημογραφικό Πρόβλημα. 1990.
3. Λακαδάς Α. Δημογραφικό: γερνάμε αλλά αδιαφορούμε. Η Καθημερινή 2004 Οκτ 24, σ. 28.
4. Στεργίου Λ. Γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα. Η Καθημερινή 2005 Σεπτ 23, σ. 23.
5. Becker GS, Lewis H. On the interaction between quality and quantity of children. J Polit Economy 1973, 54:5543-62.
6. Mπαλούρδος Δ. Η γονιμότητα ως καταναλωτικό αγαθό. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 1988, 69:112-33.
7. Πουλοπούλου-Έμκε Η. Επιπτώσεις της μεταναστευτικής κίνησης στη γεννητικότητα της Ελλάδας. Στο: Δ. Λώλης (Επιμ.) Υπογεννητικότητα. Αθήνα: Παρισιάνος, 2001, σ. 69-79.
8. Ανδρονίκου Σ. Η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας ως αίτιο υπογεννητικότητας. Στο: Δ. Λώλης (Επιμ.) Υπογεννητικότητα. Αθήνα: Παρισιάνος, 2001, σ. 63-8.
9. Αrias E. Annual summary of vital statistics. Pediatr 2003; 112:1215-30.
10. Blosferd HP, Huinink J. How women's schooling and career affect the process of family formation. Ann J Social 1991; 97:143-68.
11. Συμεωνίδου Χ. Οικογενειακή-δημογραφική πολιτική. Στο: Χ. Συμεωνίδου και συν. (Επιμ.) Επιθυμητό και πραγματικό μέγεθος της οικογένειας. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2000, σ. 193-210.
12. Odlind V. Induced abortion: a global health problem. Acta Obstet Gynecol Scand 1997; 76 (Suppl 164):43-183.
13. Thorp JM Jr, Hartmann KE, Shadigian E. Long-term physical and psychological health consequences of induced abortion: review of the evidence. Obstet Gynecol Surv 2003; 58:67-79.
14. Butler C. Late psychological sequelae of abortion: questions from a primary care perspective. J Fam Pract 1996; 43:396-401.
15. Λώλης Δ. Οι διαστάσεις του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα. Ιατρικό Βήμα 2003, σ. 84-93.
16. Τζουμάκα-Μπακούλα Χ, Λεκκέα Β, Καββαδίας Γ. Η περιγεννητική φροντίδα στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 2000, 75:101-12.
17. Τεσσέρης Γ. Ο αέναος πόλεμος της ασφάλτου στη χώρα των τυφλών και των κωφών. Οικονομικός Ταχυδρόμος 1992 Ιαν 7:55-8.
18. Λαμπίρης ΗΕ, Ζουμπούλης ΠΗ. Επίπτωση των τροχαίων ατυχημάτων στη μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας. Στο: Δ. Λώλης (Επιμ.) Υπογεννητικότητα. Αθήνα: Παρισιάνος, 2001. σ. 177-87.


 

ΗΟΜΕPAGE