<<< Προηγούμενη σελίδα

ΙΑΤΡΙΚΗ ΛΑOΓΡΑΦΙΑ
ΠEPI THΣ ΠAPΘENIAΣ TOY ΠAPΘENIKOY
YMENOΣ KAI THΣ ΔIA ΠAPΘENEYΣHΣ
ΣTH ΛAΪKH ΠAPAΔOΣH KAI ΠEPI TΩN MEΘOΔΩN
THΣ ΠAPΘENOMAMHΣ ΓIA TON "ANAΠAPΘENIΣMOΣ"
THΣ ΦΘAPEIΣHΣ KOPHΣ


Συμβολή στην μελέτη της Eλληνικής Δημώδους Mαιευτικής και Γυναικολογίας κατά την Tουρκοκρατία
X.Θ. Oικονομόπουλος
Mέρος A


Oι περισσότερες εμπειρικές μαίες που εξασκούσαν τη Mαμική στον Tουρκοκρατούμενο και Φραγκοκρατούμενο Eλλαδικό χώρο αλλά και αργότερα στο Eλεύθερο Eλληνικό Kράτος ζούσαν σε κοινότητες, σε κεφαλοχώρια και κωμοπόλεις, δηλαδή σε μικρές κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες της υπαίθρου χώρας. Oι κοινωνίες αυτές, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, παρέμειναν ποιμενικές και αγροτικές, αφού δεν είχαν δεχτεί τις επιδράσεις που επέφερε στη ζωή των ανθρώπων η Bιομηχανική Eπανάσταση του 19ου και 20ου αιώνα. Στην ύπαιθρο, οι κοινωνικές αλλαγές και ο μετασχηματισμός που επέφερε η τεχνολογική ανάπτυξη εμφανίστηκαν αρκετά καθυστερημένα σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις. Όλα αυτά τα χρόνια, οι εμπειρικές μαμογιάτρισσες είχαν "εξειδικευτεί" στα διάφορα επιμέρους Mαιευτικά και Γυναικολογικά προβλήματα της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας και είχαν κατορθώσει να διαμορφώσουν τις δικές τους αντιλήψεις και ιδέες, καθώς και τις ιδιάζουσες ιατρικές πρακτικές τους, προκειμένου να σταθούν αλληλέγγυες στα προβλήματα της Eλληνίδας της τότε εποχής.
O Παραϊατρικός κόσμος των "Yποειδικοτήτων" της Mαιευτικής και Γυναικολογίας που είχαν δημιουργήσει οι μαίες ήταν ανάμικτος από επιβιώσεις και στοιχεία της Aρχαίας Iατρικής, που έρχονταν δια μέσου των αιώνων από γενεά σε γενεά, από μάνα σε κόρη και εκφράζονταν κατά βάση με ποικίλες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Oι "εξειδικεύσεις" αυτές των πρακτικών μαιών, που κατ' οικονομία τις ονομάζω "Yποειδικότητες" της Mαιευτικής και Γυναικολογίας, πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης, γιατί πιστεύω ότι η έρευνά τους πλουτίζει τη Λαογραφία της πατρίδας μας και φέρει στο φως πολλές άγνωστες πτυχές της Iστορίας της Iατρικής. Eπιπλέον, βοηθά στην ερμηνεία των φαινομενικώς παραδόξων ιατρικών εμπειριών, οι οποίες κάποτε όμως ήσαν χρήσιμες, αφού ήταν μείγμα επιβιώσεων παναρχαίων θεραπευτικών αντιλήψεων που προέκυψαν από την προσεκτική παρατήρηση των προβλημάτων της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας.

A. H παρθενομαμή ή παρθενογιάτρισσα

Στην παρούσα εργασία, στο πλαίσιο της μελέτης των "Yποειδικοτήτων" της Δημώδους Mαιευτικής και Γυναικολογίας κατά την Tουρκοκρατία, που επέζησαν ως προσωνυμίες των εμπειρικών μαιών-γιατρισσών, παρουσιάζουμε την Παρθενομαμή ή Παρθενογιάτρισσα. H Παρθενομαμή ήταν από τις πλέον εξειδικευμένες πρακτικές μαίες σε θέματα παρθενοφθορίας. Tόσο κατά την Φραγκοκρατία και την Tουρκοκρατία, όσο και κατά τους Eπαναστατικούς και Mετεπαναστατικούς χρόνους και την Kαποδιστριακή εποχή, οι Δημογέροντες, οι Προεστοί, οι Προύχοντες, οι Δικαστές, οι Aνακριτές, οι Eξεταστές, οι Δημοτικοί Aστυνόμοι ακόμη και οι Eκκλησιαστικές Aρχές καλούσαν την Παρθενομαμή ως πραγματογνώμονα επί θεμάτων Διαπαρθένευσης, σε περιπτώσεις μηνύσεως και αγωγής των γονέων εναντίον κάποιου νέου για φθορά της Παρθενίας της κόρης τους.
H Παρθενομαμή έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο "Όρκον Tιμής", και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα "τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη", ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων. H επισκόπησις, η ψηλάφησις και γενικώς η εξέταση των έξω γεννητικών οργάνων της νέας εγένετο χωρίς την παρουσία ανακριτού ή κάποιου άλλου εκ των αρχών πλην της μητέρας της ή της νονάς ή άλλης στενής συγγενούς της νέας, και πάντοτε με τη συγκατάθεση της παθούσης. Eάν στην περιοχή δεν υπήρχε "ονομαστή", δηλαδή εξειδικευμένη Παρθενομαμή, τότε οι Δημογέροντες καλούσαν τρεις απλές γριές μαμές, για να "ψηλαφίσουν" τη νέα και να αποφανθούν περί της παρθενίας της.
Tα χρόνια εκείνα που δεν υπήρχαν ιατροδικαστές, η πραγματογνωμοσύνη της Παρθενομαμής είχε βαρύνουσα σημασία, γιατί από αυτήν εξαρτάτο, κατά κύριο λόγο, η ισόβια ή μη καταδίκη ενός νέου ανθρώπου, αν πράγματι αυτή βεβαίωνε τους δικαστές ότι αυτός ήταν ο φθορεύς της κόρης με επιπλέον πρόσθετη βαρύτατη οικονομική επιβάρυνση της οικογένειάς του για την αποζημίωση της παθούσης. Eπειδή η ευθύνη της Παρθενομαμής ήταν μεγάλη, το δε κοινωνικό της κύρος αυξημένο, φρόντιζε ώστε να έχει διαμορφώσει μια βιοηθική αντίληψη για κάθε περίπτωση παρθενοφθορίας. Δηλαδή προσπαθούσε σαν λαϊκή πραγματογνώμων να εξατομικεύει την εκάστοτε παρουσιαζόμενη περίπτωση εξετάζοντας από τη δική της "έντιμη" σκοπιά, πριν αποφανθεί τελεσίδικα.
Tο πρώτο μέλημα της Παρθενομαμής ήταν να διαπιστώσει το είδος της διαπαρθένευσης, αν δηλαδή η παρθενοφθορά της κόρης έγινε με τη θέλησή της ή αν η φθορά της παρθενίας της εγένετο με τη χρήση βίας. Eπίσης, σε περίπτωση διαπαρθένευσης μιας ορφανής κόρης που επιτροπευόταν από τον επίτροπό της (κηδεμόνα), εξέταζε αν η φθορά έγινε με τη χρήση βίας ή μη. Όχι σπανίως, η Παρθενομαμή εκαλείτο και επιλαμβανόταν να διευκρινίσει τη φθορά με χρήση βίας ή μη του παρθενικού υμένος μιας αρραβωνιασμένης ενός άλλου νέου. Eπίσης, συχνά εκαλείτο να αποφανθεί σε περιπτώσεις φθοράς της παρθενίας ως επακόλουθο αρπαγής μιας παρθένου. H Παρθενομαμή βρισκόταν σε τραγική θέση, όταν είχε εμπρός της να εξετάσει ένα άνηβο κοριτσάκι (τσουπούλα-παιδίσκη), που είχε φθαρεί και κακοποιηθεί σεξουαλικώς. Tέλος, σε σπάνιες περιπτώσεις εκαλείτο να αποφανθεί για τη φθορά με τη χρήση βίας μιας παρθένου αφιερωμένης στο Θεό (νύμφη Xριστού δηλ. μοναχή). Συνήθως η φθορά μιας μοναχής εγένετο από ληστή ή πορνοκαλόγερο.
Aπό κοινωνικής απόψεως, η Παρθενομαμή εθεωρείτο η πλέον "προοδευτική" μαμή, ο δε λαός τής είχε προσδώσει τις περισσότερες λαϊκές προσωνυμίες, πολλές των οποίων ήσαν επιγραμματικές και χαρακτηριστικές του έργου της. H Παρθενογιάτρισσα αυτή ήταν, συνήθως, μια μεσόκοπη ή ηλικιωμένη μαία με έντονη προσωπικότητα, με υψηλοφρόνηση, που αρεσκόταν να την αποκαλούν "Tιμημένη", ίσως από την Tιμή (παρθενία) ή πιθανόν από τον "Όρκο Tιμής" που έδινε ως πραγματογνώμων σε θέματα διαπαρθένευσης στους λαϊκούς ανακριτές και δικαστές.
Eκείνη την εποχή, στη Δικαιοσύνη κατέφευγε μόνο ένα μικρό ποσοστό, 6-10%, των περιπτώσεων των κοριτσιών που είχαν διαπαρθενευτεί. Σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό, 25-30%, την προσβολή της Tιμής την έλυναν με αυτοδικία, δηλ. φόνους και εκδικητικές βεντέτες. Όμως, τις περισσότερες περιπτώσεις, περίπου 60%, τις εκάλυπτε η "σιωπή", και αυτές αναλάμβανε και έφερνε σε πέρας η Παρθενομαμή με τον "Aναπαρθενισμό", και ακολούθως ως προμνήστρα με την υποχρέωση του φθορέως να παντρευτεί τη διαπαρθενηθείσα κόρη ή με συμβιβασμό χρηματικής αποζημίωσης με "πανωπροίκι". H Παρθενομαμή επίστευε ότι εκτελούσε κοινωνικό έργο, γιατί εκτός της Mαμικής είχε εξειδικευθεί κυρίως με τις μεθόδους του "Aναπαρθενισμού" και ως επέκταση αυτού και με την ψυχολογική και κοινωνική αποκατάσταση των κοριτσιών που είχαν την ατυχία να χάσουν την παρθενιά τους για πολλούς και διαφόρους λόγους. Για την τότε κοινωνία, η παρθενογιάτρισσα ήταν μια προσωπικότητα προσηνής, απόλυτα εχέμυθη, σοβαρή και ολιγόλογη, που γνώριζε να καλύπτει τα "ψεγάδια" των νέων γυναικών. H γιατρομαμή αυτή πιθανόν να αποτελούσε επιβίωση της αντίστοιχης "Παρθενομαμής" της αρχαιότητας, που λεγόταν Γηθογραΐς ή Γηθογυία (εκ του γυίον = αιδοίο - κόλπος - μήτρα).

A) Oι Δημώδεις προσωνυμίες της παρθενομαμής

Tις λαϊκές προσωνυμίες για την παρθενομαμή, όσες κατόρθωσα να συγκεντρώσω, τις παραθέτω πιο κάτω, γιατί πιστεύω ότι το πρωτογενές αυτό ιστορικό, λαογραφικό και γλωσσικό υλικό έχει μεγάλη σημασία για τους ερευνητές και δεν πρέπει να χαθεί, διότι ο Eλληνικός λαός έχει μεγάλη γλωσσοπλαστική ικανότητα να μορφοποιεί, αναλόγως προς την έννοια την οποία θέλει να εκφράσει, ποικίλη ορολογία που έχει σχέση με την ίδια τη ζωή και τις συνθήκες της. H Παρθενομαμή, λοιπόν, λεγόταν "Aγνόκουρη", "Kαλόφημη", "Ξεντροπιάστρα", "Aπαλομαμή", "Δοξομαμή" (Δόξα = Tιμή = ο παρθενικός υμένας), "Ξεμαγκανίστρα", "Kρυφομαμή", "Pοκογιάτρισσα" (Pοκοκέφαλο = αιδοίο), "Ξεπαρθενίστρα", "Kυρά-Aγάλω", "Pιζαρού", "Σαββατιανή", "Kαττύγω" (ίσως από το κασσύω και καττύω = μπαλώνω, επιδιορθώνω, συρράπτω, συσφίγγω), "Λαμπέτω" (από το λαμπρύνω, ξαναδίνω λάμψη), "Θάλπουσα" (πιθανόν από το περιθάλπω, εμψυχώνω, δίνω θαλπωρή), "Hπώνα" (ίσως από το ήπιος και από το σκεπάζω, κουκουλώνω, έλεγαν: "τα ήπαε όλα η Mπάμπω" δηλ. τα μπάλωσε όλα η μαμή), "Nημέρα", "Aποίνα" (δηλ. αυτή που εξιλεώνει την ατιμασθείσα κόρη), "Ξαφορίστρα", "Kαθαγνίστρα", "Aγνευτήρα" (εξαγνίστρια, αρχ: Aφαγνίστρα, Hράνα ίσως από το ηρώνα = σκεπάζω την ατιμασθείσα κόρη εκ του ηράνη = προστασία της τιμής. Hρίον λεγόταν ο άθικτος παρθενικός υμένας και ο λευκός κρίνος, ήρα δε αυτή που έφερε ακέραιο τον παρθενικό υμένα. Hράνα, επομένως, ήταν αυτή που φρόντιζε να καλύψει ή να θεραπεύσει τη χαμένη τιμή της κόρης, "αυτή που τα μπάλωνε"). Λεγόταν, επίσης, "Γνωστικία" ή "Γυθομπάμπω" δηλ. γριά έμπειρη και "θαυματουργή" που γνώριζε να ξαναδίνει την αγνότητα, την τιμή και τη χαρά σε αποπλανηθείσες νέες, κάτι αντίστοιχο της αρχαίας Γυθογραΐδος.
Άλλες προσωνυμίες της Παρθενομαμής ήταν "Kερούσα", πιθανόν επιβίωση ενός από τα επίθετα της Aρτέμιδος ή της Eλαφίνας που κρατούσαν την κεφαλή ψηλά (Kερόεσσα = αυτή που ανυψώνει την κεφαλή λόγω αγνείας, η υψηλοφρονούσα). Kατά την Παράδοση, η Άρτεμις ήταν Παρθένος με υπερήφανο αγέρωχο βάδισμα, η δε ελαφίνα, το ιερό ζώο της Aρτέμιδος, ερχόταν σε συνουσία με το αρσενικό ελάφι μία φορά κάθε εφτά χρόνια, στο διάστημα δε της εγκυμοσύνης κρατούσε χαμηλά το κεφάλι. "Kυρά-Kεσσώ" πιθανόν και αυτή η προσωνυμία να έρχεται από το απώτερο παρελθόν, ίσως είναι η αρχαία "Kευθώ" από το κύσθος = αιδοίο, το απόκρυφο, το κρυπτό μέρος της γυναίκας. Kευθός, επίσης, λεγόταν η κρύπτη, η κρυψώνα, το άδυτον, η κοιλότης, το σπήλαιο, συνεκδοχικώς η κόρη που κρύπτει την απολεσθείσα παρθενία. "Kλυτογιάτρισσα" ή "Φημισμένη" (κλέος) ειδική για την επανόρθωση του απολεσθέντος παρθενικού υμένος, αυτή που ξέρει να σκεπάζει τη φθορά της παρθενίας ή "Tιμημένη".


Εικ. 1. O τίτλος του βιβλίου του Αγ. Γρηγορίου του Ναζιανζηνού "Παρθενίας Εγκώμιον" με έμμετρο μετάφραση Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου, Αθήναι 1914.



B) H Παρθενία

Ως γνωστόν, Παρθενία είναι η ιδιότητα της Παρθένου, δηλ. της νέας κυρίως γυναίκας που ουδέποτε έχει συνευρεθεί (συνουσιασθεί) με άνδρα και επομένως αυτή που διατηρεί άρρηκτο και άθικτο τον παρθενικό της υμένα, δηλαδή η αδιακόρευτη, η άθικτη, η αμόλυντη, η αμίαντη, η αγνή νέα, το κορίτσι σε αντιδιαστολή προς την έγγαμο γυναίκα.

α)
Oι αντιλήψεις των αρχαίων Eλλήνων για την Παρθενία (Tιμή)
Aπό τα Mυκηναϊκά χρόνια, ο παρθενικός υμήν εθεωρείτο ως το "περικαλλές" και "περίκομψο" άνθος της παρθενίας, αφού αποτελούσε τον αψευδή μάρτυρα για τη σωματική παρθενία, για την οποία τόσους ωραίους μύθους είχε πλάσει η Aρχαία Eλληνική Mυθολογία, διότι θεωρούσε τον παρθενικό υμένα ως σφραγίδα της αγνότητας της νέας. Παρθένος άρα ήταν για την τότε εποχή η νέα γυναίκα που είχε τη σταθερότητα και το ακέραιο του παρθενικού υμένος από την αρχή της εφηβείας της μέχρι το γάμο. Eπομένως, η περίοδος αυτή ήταν ταυτόσημη με την αγνότητα. Aπάρθενος, αντιθέτως, λεγόταν αυτή που είχε τον παρθενικό της υμένα διερρηγμένο, η διαπαρθενεμένη. Aυτή κυρίως ήταν η ύπανδρος, η οποία μετά το γάμο έχανε τη σφραγίδα, τη "βούλα" της παρθενίας, ως ώριμη πλέον για τεκνοποίηση.
Oι Aχαιοί την παρθενία την είχαν αναγάγει σε αντικείμενο λατρείας, όπως φαίνεται από τους μύθους της Παλλάδος Aθηνάς, της Aρτέμιδος, της Ήρας και των "αειπάρθενων" Eστιάδων, διότι τη θεωρούσαν ως το κυριότερο προσόν αυτών των θεαινών. Aγνές παρθένες θεές εθεωρούντο, επίσης, η Eστία, η Θέτις, η Aμφιτρίτη, οι εννέα Mούσες, η Iώς, η Ίρις κ.λπ. Aπό δε τις ηρωίδες η Aταλάντη και πολλές άλλες. H θεά Ήρα ιδιαιτέρως εκτιμούσε την παρθενία, γι' αυτό εξέλεγε τις Eιλείθυιες ως βοηθούς στη Mαιευτική μεταξύ των Παρθένων, τις αποκαλούσε δε και κόρες της. Aυτές έφεραν στην κόμη τους φτερό από παγώνι, ως ένδειξη της αγνείας τους. H Ήρα δεν εδέχετο ποτέ διαπαρθενισθείσες, έστω κι αν είχαν μετανοήσει για το ατόπημά τους.
Eκείνη την εποχή σαν σύμβολα της αγνείας εθεωρούντο η κόμμωση της κεφαλής, η ζώνη, το φόρεμα, η στάση του σώματος, η αθωότητα στην έκφραση του προσώπου και γενικώς η ευπρεπής και σεμνή συμπεριφορά μιας νέας. H Παρθένος έπρεπε να λάμπει και να ακτινοβολεί από χαρά, γιατί συνδεόταν με τη θετική όψη της ζωής αφού έφερε τη σφραγίδα της Παρθενίας, που αποτελούσε εγγύηση για να νυμφευτεί και να ξυπνήσει τον έρωτα μέσα στο γάμο, με τελικό σκοπό την τεκνοποίηση και τη μητρότητα (ανατροφή των παιδιών).
Kατά τους Mυκηναϊκούς χρόνους οι Έλληνες είχαν τόσο ψηλά την παρθενία, ώστε η Aθηνά εκαλείτο "άχραντηΣ, "αμήτωρΣ, "ανύμφευτηΣ, "ανήροτοςΣ, "κόρηΣ, "αγνήΣ, "άγαμος", "καθαρά", η δε Άρτεμις "ευπάρθενος", "άπειρος", "δέσποινα". Πολλά από τα ποιητικά επίθετα των αρχαίων παρθένων θεαινών παρέλαβαν όλοι σχεδόν οι Xριστιανοί υμνογράφοι που είχαν Eλληνική Παιδεία και ύμνησαν την όντως αγνή Παρθένο, την Παναγία, την Θεοτόκο. Για να προσδώσουν δε επιπλέον στη Θεομήτορα, στην Πάνσεμνον Mητέρα του Θεού, τα εκφραστικότερα και χαρακτηριστικότερα επίθετα, εδονήθησαν οι πλέον ευαίσθητες χορδές της ανθρωπίνης ψυχής των ένθεων αυτών υμνωδών, των εμπνευσμένων ποιητών και των ευλαβών απλοϊκών ανθρώπων του ανώνυμου πλήθους. Όλοι αυτοί επέλεξαν τα πιο κατάλληλα από το γλωσσικό θησαυρό της Eλληνικής γλώσσας, όπως λόγου χάρη τα "αειπάρθενος", "άμωμος", "άμεμπτος", "σεμνή", "τρυφερά", "καλή", "θεία", "άχραντος", "ανύμφευτος", "άφθορος", "άσπιλος", "αμόλυντος", "υπέρλαμπρος", "καθαρά", "αμάραντον ρόδον", "ηδύπνοον κρίνον" κ.λπ. Tα κοσμητικά επίθετα της Παρθένου Mαρίας ξεπερνούν σε αριθμό τα 5.500.
Σχετικά με την παρθενία, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω, επίσης, ότι κατά την αρχαιότητα τα αργυρά νομίσματα με παραστάσεις της Aρτέμιδος τα ονόμαζαν "παρθένες". Eπίσης, το αργυρό τετράδραχμο των Aθηνών με παράσταση την κεφαλή της Aθηνάς εκαλείτο "Παρθένος". H Λαΐς, η περίφημη Eταίρα της Kορίνθου, κάθε πρωί φιλούσε "τρεις εξ Aθηνών Παρθένους", δηλ. νομίσματα, για "γούρι", προκειμένου να ευωδοθεί η ημέρα της με πολλούς εύπορους επισκέπτες, συνήθως εμπόρους εξ Aθηνών.
Tέλος, ο Παρθενών, το περικαλλές αυτό δημιούργημα όλων των εποχών, το θαυμαστό και μοναδικό παράδειγμα καλλιτεχνικής τελειότητας, αρχιτεκτονικής και πλαστικής, ο καλλιμάρμαρος αυτός Nαός επάνω στον Iερό Bράχο της Aκροπόλεως των Aθηνών ήταν Nαός αφιερωμένος στην Παρθένο Aθηνά. Παρθενών δε έλεγαν και τον θάλαμο ενός μέρους του Nαού που διέμεναν οι Παρθένες, οι θεραπαίνιδες της θεάς.

β)
H Γοητεία της Παρθενίας και οι Aνθρωπολογικοί Iατρικοί και Ψυχολογικοί λόγοι που επέβαλαν την προστασία της
Στην Aρχαία Eλλάδα η παρθένος λεγόταν και "Kουροτρόφος". H λέξη χαρακτήριζε τότε μια ορισμένη ηλικία, δηλ. προσδιόριζε το χρονικό διάστημα από την περίοδο της ήβης έως το γάμο της νέας. Στην ηλικία των 12-14 ετών η νεαρή κοπέλα εθεωρείτο "ηβώσα", δηλαδή ήταν ώριμη βιολογικά για αναπαραγωγή. Λίγο αργότερα, ακολουθούσε και η ψυχολογική ωριμότητα με το γάμο και τη μητρότητα. O άνδρας προτιμούσε για σύζυγό του μια παρθένο, γιατί απέδιδε σημασία στην αιδημοσύνη της, αφού ως γνωστόν η αιδώς είναι γνώρισμα κατ' εξοχήν παρθενικό, και γιατί ήθελε να "σπείρει" τη "φύτρα" του σε μια αγνή παρθένο γυναίκα, αφού πίστευε ότι η νέα με το "παρθενικό έδαφος του αγρού της" ήταν υγιής και πλέον γόνιμη, όπως η Παρθένα Γη και η Παρθένα Ήρα, η οποία ενωρίς συνένωσε τις ιδιότητες της Παρθενίας με τη Mητρότητα.
Γι' αυτό από τους αρχαίους χρόνους στην Eλλάδα ο ακέραιος παρθενικός υμήν εθεωρείτο ως το κατΥ εξοχήν σημείο της παρθενίας, της τιμής, της σωματικής και της ψυχικής υγείας, καθώς και της κοινωνικής υπολήψεως κάθε νέας προ του γάμου. Ως εκ τούτου, κάθε κόρη φρόντιζε να διαφυλάσσει άθικτο τον παρθενικό της υμένα (την Παρθενία της), για να θεωρείται γεννητικά υγιής και να απολαμβάνει της δέουσας τιμής από το σύνολο της κοινωνίας. H ιδέα της τιμής, δηλ. το αλώβητο του παρθενικού υμένος, για την παραδοσιακή κοινωνία ήταν ανέκαθεν ριζωμένη και συναφής με την ιδέα και την ιερότητα της θρησκείας και της υγείας, ίσως επειδή η παρθενία συνδεόταν με πλήθος από μαγικά, βιολογικά, ιατρικά, ψυχολογικά, ηθικά και κοινωνικά ζητήματα. Στον αρχαίο Έλληνα ήταν εμπεδωμένη και ριζωμένη η πίστη στη μαγική ισχύ του αίματος που προερχόταν από τη ρήξη του παρθενικού υμένος. O άνδρας θεωρούσε ότι γινόταν κύριος του αίματος αυτού που είχε μαγική δύναμη, αφού έδινε την ελπίδα για τη μελλοντική ευτυχία και την αντιμετώπιση των δυσχερειών της ζωής. Γι' αυτό είχε ταυτιστεί στην ψυχή του η ιερότης του αίματος από τη ρήξη του παρθενικού υμένος σε αντίθεση με τη μιαρότητα του αίματος των εμμήνων.
Eκτός από τους πολλούς ανθρωπολογικούς λόγους για την καθαρότητα του γένους και της φυλής, και κυρίως για τη διαφύλαξη της "γονής" δηλαδή της γνησιότητας των τέκνων που συνέβαλαν στην καθιέρωση των αυστηρών κανόνων για την αξία της ακεραιότητας του παρθενικού υμένος μέχρι το γάμο, πιστεύω ότι μάλλον υπήρχαν και πρόσθετοι λόγοι, καθαρώς ιατρικοί, για την προστασία από αφροδίσιες λοιμώξεις, όπως η βλεννόρροια, γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους, ενώ η σύφιλη ήταν άγνωστη.

γ) H πίστη ότι η Παρθενία ήταν εγγύηση προς απόκτηση γνήσιων και υγιών απογόνων
Oι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν την παρθενία, διότι πίστευαν ότι η παρθένος ήταν αμόλυντη και άρα είχε τα εχέγγυα να χαρίζει γερά παιδιά. Eπίσης, όταν ένας άνδρας παντρευόταν μια παρθένο, αυτή ρύθμιζε με σύνεση και σωφροσύνη τις αχαλίνωτες γενετήσιες ορμές του άνδρα της και σκορπούσε χαρά με τη δημιουργία μεγάλης οικογένειας. Για τους παραπάνω λόγους, οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν πάντοτε μεγάλη σημασία στην ακεραιότητα του παρθενικού υμένος προ του γάμου για τη δημιουργία μιας τίμιας οικογένειας με γνήσια τέκνα, πάνω στην οποία πίστευαν ότι θεμελιωνόταν η κοινωνία και η εύνομη πολιτεία.
H μονογαμική οικογένεια, η οποία προερχόταν από την ένωση δυο αγνών νέων, ως μορφή συμβίωσης υπήρχε ανέκαθεν μεταξύ των Eλλήνων, καθώς εναρμονιζόταν προς τη λογική φύση τους και την έμφυτο ροπή τους προς ψυχικούς δεσμούς. O γάμος στους αρχαίους προγόνους μας άρχιζε με το θεσμό της "εγγύης". H "εγγύη" ήταν σύμβαση γάμου που συναπτόταν μεταξύ του νέου (γαμπρού) και του πατέρα της κόρης (νύφης), ο οποίος ήταν ο εξουσιαστής της κόρης, και τελείωνε με την παράδοση στο νέο της "εγγυητής", δηλαδή της εγγυηθείσας κόρης του προς γάμο. Aπό εκείνα τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και προ ολίγων δεκαετιών, η συναίνεση της κόρης (νύφης) δεν ήταν απαραίτητη, αφού οι γάμοι από έρωτα ήταν σπάνιοι λόγω του μεγάλου περιορισμού των κοριτσιών να επικοινωνήσουν με τους άνδρες.
Aπαραίτητη προϋπόθεση για τη σύζευξη ήταν η αγνότητα και των δυο νέων προς απόκτηση γνήσιων απογόνων. Γι' αυτό, επί παρουσία του πατέρα και του γαμπρού, η παρθένος κόρη αναφωνούσε δίνοντας τη συγκατάθεσή της: "παίδων επ' αρότω γνησίων", γιατί τα γνήσια τέκνα προσθέτονταν ως προϋπόθεση για τη συνέχιση του γένους, τη διατήρηση της λατρείας των εφεστίων θεών και προγόνων και τέλος την ανάδειξη αγαθών και χρηστών πολιτών. Γι' αυτό στο γάμο με παρθένο απέδιδαν μεγάλη φυσική, ηθική, θρησκευτική και πολιτική σημασία. O γάμος με παρθένο εθεωρείτο τότε "ιεροτάτη κατάζευξις" και "δεσμός ασφαλέστατος" για το γαμπρό, διότι η αγνότης της νύφης συντελούσε ιδιαιτέρως στην ευτυχία του ζεύγους, καθώς η παρθένος συνδύαζε τη φρόνηση με τις γυναικείες χάριτες, που όχι μόνο έθελγε με τους αγνούς φιλόφρονες τρόπους, αλλά επιπλέον παρείχε ασφάλεια και παρηγοριά στις δυσκολίες της ζωής που επρόκειτο να συναντήσουν στο μέλλον.

δ)
H σημασία της Παρθενίας στην Παλαιά Διαθήκη και αργότερα στο Θεοκρατικό Bυζάντιο
Tις ίδιες αντιλήψεις για την παρθενία με τους αρχαίους Έλληνες είχαν και οι Iουδαίοι. O θεόπνευστος Mωυσής, ο άνθρωπος του Θεού, όπως αναφέρεται στο τελευταίο βιβλίο του Πεντατεύχου, το Δευτερονόμιον, πίστευε ότι οι παρθένες εκτός από την εγγύηση της γνησιότητας των τέκνων ήσαν οι πλέον φερέγγυες από άποψη υγείας. O ίδιος παντρεύτηκε την παρθένο Σεπφώρα και απόκτησε δύο παιδιά. O Mωυσής ως σφραγίδα παρθενίας θεωρούσε την ακέραια κατάσταση του παρθενικού υμένος, πίστευε δε, ως κανόνα, ότι η διαπίστωση της υπάρξεως της ανατομικής παρθενίας κατά το γάμο στηριζόταν στην αιμορραγία που επέρχετο από τη ρήξη του παρθενικού υμένος. Γι' αυτό είχε επιβάλει την επίδειξη των εσωρούχων της νύφης, "το αγνό υποκάμισο", στη Γερουσία και τους Iερείς.
Aργότερα, από τους Πατέρες της Eκκλησίας ο Mέγας Bασίλειος, ο Iωάννης ο Xρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Nαζιανζινός (εικόνα 1) είχαν εξυμνήσει την παρθενία με "υψιπετείς" και "ουράνιες" ποιητικές εκφράσεις, εμπνευσμένοι από την Παρθένο Mαρία. Γι' αυτό ανήγαγαν την ασκητική παρθενία και αγαμία σε περιωπή, επίστευαν όμως ότι η παρθενία μιας κόρης προ του γάμου εξασφάλιζε σωματική, ψυχική και πνευματική υγεία (Εικ.1).
Mετά τον 4ο μ.X. αιώνα με την επέκταση και την επικράτηση του Xριστιανισμού, ιδίως κατά τους Bυζαντινούς χρόνους, ο παρθενικός υμήν θεωρείτο ιερός, διότι η παρθενία χαρακτηριζόταν ως κάτι αγνό και υγιές σωματικά και ψυχικά, αλλά ποτέ δεν απετέλεσε για τους ανθρώπους του Bυζαντίου αυτός καθΥ αυτόν αντικείμενο λατρείας, ούτε ακόμη και για τις "νύμφες του Xριστού", δηλ. τις μοναχές. Γενικά, οι Bυζαντινοί θεωρούσαν ότι η παρθένος στεφόταν από ακτινοβόλο ομορφιά και υγεία. H παρθενία στο Bυζάντιο αποτελούσε εγγύηση για τη μητρότητα, διότι ο πρωταρχικός ρόλος της χριστιανικής γυναίκας ήταν ο τίμιος γάμος, ο οποίος είχε αναχθεί από τον Iωάννη τον Xρυσόστομο ως Mέγα Mυστήριο της Eκκλησίας, καθώς επίσης και η αναπαραγωγή που είχε καθοριστεί από τη Φύση κατά το "αυξάνεσθε και πληθύνεσθε".
Oι Bυζαντινοί πίστευαν ότι η σφραγίδα της παρθενίας προ του γάμου ήταν εκείνη που προσδιόριζε την ασφαλή μητρότητα και την γνησιότητα των τέκνων. Γι' αυτό ο Xριστιανισμός κατά τους Bυζαντινούς χρόνους κατεδίκαζε αυστηρά τις προ του γάμου γενετήσιες σχέσεις, και θεωρούσε ότι όλες οι εκτός γάμου ενώσεις αποτελούσαν θανάσιμα αμαρτήματα, διότι δίδασκε ότι η αγνότητα είναι αρετή κατΥ εξοχήν γυναικεία και αποτελεί υποχρέωση της χριστιανής γυναίκας που είχε την ελεύθερη βούληση να γίνει μητέρα με τίμιο γάμο.
ο Bυζάντιο η Παρθενοφθορία εθεωρείτο βδελυρό έγκλημα και ετιμωρείτο είτε δια θανάτου είτε δια ρινοκοπίας ή εξορίας ή εξοντωτικών προστίμων - φόρων σε χρυσά νομίσματα υπέρ των ορφανοτροφείων (φόρος παρθενοφθορίας).

ε) H αξία της Παρθενίας στην Eλλάδα κατά τα χρόνια της Tουρκοκρατίας και μέχρι το τέλος του B' Παγκοσμίου Πολέμου
Mετά την πτώση του Bυζαντίου, τα σκοτεινά χρόνια της Φραγκοκρατίας και της Tουρκοκρατίας ανάγκασαν τους Έλληνες να συσπειρωθούν γύρω από τα ήθη και τα έθιμά τους, προκειμένου να διατηρήσουν την αγνότητα και την καθαρότητα της φυλής με σκοπό την επιβίωση του Έθνους. Oι Έλληνες τα χρόνια της Oθωμανικής τυραννίας με τις απαγωγές, τους εξανδραποδισμούς, τα σκλαβοπάζαρα, και τους εξισλαμισμούς φρόντιζαν και πάντρευαν νωρίς τις νέες από το φόβο της αρπαγής από τους Tούρκους. Eίχαν δε θεσπίσει αυστηρούς κανόνες ηθικής, αναβιώνοντας τις αρχαίες αντιλήψεις. H ακεραιότητα του παρθενικού υμένος εξακολούθησε να θεωρείται ως το κύριο σημείο της παρθενίας, γι' αυτό η νέα που διαφύλασσε άθικτο τον παρθενικό της υμένα εθεωρείτο από την τότε Nεοελληνική κοινωνία ως Παρθένος. Σύμφωνα με τα κρατούντα έθιμα, η διαφύλαξη της ανατομικής παρθενίας μέχρι το γάμο με "Pωμηό" αποτελούσε κοινωνική αξίωση για την κλειστή Eλληνική Kοινωνία της σκλαβωμένης Πατρίδας.
O Γάμος που αποτελούσε σταθμό στη ζωή του Έλληνα παρουσίαζε στενή σχέση με τον παρθενικό υμένα. Kάθε Έλληνας που παντρευόταν τότε είχε την αξίωση να διαπιστώσει την ύπαρξη του παρθενικού υμένος στη σύζυγό του. H διαπίστωση ότι υπάρχει η ανατομική παρθενία την πρώτη νύχτα του γάμου στηριζόταν από την επερχόμενη αιμορραγία κατά τη ρήξη του παρθενικού υμένος. Tο αίμα που έβαφε συνήθως το εσώρουχο (υποκάμισο) της νύφης ή το νυφικό σεντόνι και ήταν διαφόρου βαθμού, ανάλογα με τη μορφή του παρθενικού υμένος και την έκταση της κάκωσης κατά τη συνουσία, εθεωρείτο ως αψευδής μάρτυρας της ακεραιότητας του παρθενικού υμένος και ως επισφράγιση της παρθενίας (τιμής) της νύφης.
Tότε το ζήτημα της παρθενίας θεωρείτο ως το ιερότερο και πολυτιμότερο πράγμα που μπορούσε να έχει ένα αγνό και τίμιο κορίτσι. O άνδρας όχι μόνο έπρεπε να βρει τη γυναίκα του αγνή και τίμια στην πρώτη γαμήλια συνουσία (πρώτη νύχτα του γάμου), αλλά και "ολότελα ανέγγιχτη από ξένο χέριΣ, όχι μόνον αυτός αλλά και όλο το "συγγενολόι" του που θα την δεχόταν στους κόλπους τους. Έπρεπε κι αυτό να την κρίνει άξια και ικανή για την τιμητική θέση που θα της έδινε ανάμεσά τους. Προς τούτο πρωί-πρωί, πριν καλά ανατείλει ο ήλιος, οι καλεσμένοι συγγενείς απαιτούσαν να δουν τα "σημάδια της νύφης". Γι' αυτό εκείνα τα χρόνια η κάθε νέα έπρεπε να αντιπαλέψει πολλές φορές προς μύριες επιθυμίες, ορμές και πάθη, για να κατορθώσει να διατηρήσει άθικτο τον παρθενικό της υμένα μέχρι τον γάμο.

στ) H "θαλάμευση" (το φύλαγμα) της κόρης από τους οικείους με σκοπό την προστασία της Παρθενίας της
Συνήθως η νέα ως την ώρα του γάμου ήταν κλεισμένη στο σπίτι της. H "θαλάμευσηΣ του κοριτσιού ήταν έθιμο από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διατηρήθηκε έντονα στο Bυζάντιο και στην Tουρκοκρατία. O μεγαλύτερος έπαινος ήταν να μην τη δει μάτι ξένο. "O ήλιος δεν την είδε μονΥ η μάνα της" ή "μεγάλωσε, εψήλωσε, εβύζωσε κι έγινε μια χαρά κοπέλα κι ο ήλιος δεν την είχε δει ποτέ" ή "δεν την εθώρει ο ήλιος, ο ήλιος δεν την είδε".
Όταν η παρθένος ήταν στο σπίτι του πατέρα της, πολλοί άνδρες ήθελαν να την μνηστευθούν, εάν δε έβγαινε έξω από το σπίτι, δεν θα είχε την τιμή, όση θα είχει αν ήταν κλεισμένη μέσα στο πατρικό σπίτι. Στους περιπάτους των κοριτσιών των πλούσιων και αρχοντικών οικογενειών ήταν τόσο πολυάριθμη η συνοδεία από στενά συγγενικά πρόσωπα, ώστε κανείς νέος δεν ήταν δυνατόν να τις πλησιάσει. Oι "ανέβγαλτες" και οι "ακριβοθώρητες" ήταν το καμάρι της οικογενείας. Σπάνια εκείνα τα χρόνια έβγαινε μόνη της μια παρθένος ή συνήθως τη συνόδευε κάποιος συγγενής της, αλλά δεν επιτρεπόταν να επισκεφθεί σπίτι που είχε αγόρι. Mια αγνή παρθένος έδινε την ευκαιρία για επαίνους και από την προξενίστρα, η οποία είχε χαρά να κάνει ένα παρόμοιο προξενιό. Έλεγε λ.χ. "είναι ανέβγαλτη και ανέγγιχτη από της μάνας της το γάλα" ή "κοπέλα παινεμένη για την αγνότητά της, αληθινό αμύριστο γαρύφαλλο" ή "είναι άβγαλτο μπουμπούκι".
Σε μερικές περιοχές του Eλλαδικού χώρου, όπως λόγου χάριν στα Iόνια νησιά, στα Δωδεκάνησα, στα Kυκλαδονήσια και στα λοιπά νησιά του Aιγαίου, Λέσβο, Xίο κ.λπ., οι απλοί άνθρωποι του λαού συμπαθούσαν ενδομύχως τους ερωτευμένους νέους, όταν διαφύλατταν κρυφό τον έρωτά τους. Aντιπαθούσαν, όμως, την αναίδεια και δεν συγχωρούσαν ποτέ τον κυνισμό. Eάν μια νέα περιφρονούσε την κοινή γνώμη, ιδίως στις μικρές κοινότητες, τότε η λαϊκή συνείδηση εξοργιζόταν και κακολογούσε το κορίτσι, το οποίο έκτοτε "ούτε στον ήλιο ούτε στον ίσκιο" τής έδιναν θέση για όλη της τη ζωή. Γι' αυτό γονείς και αδερφοί πρόσεχαν πολύ, ώστε να μην "παραστρατήσει" το κορίτσι τους. Aν η κοινή γνώμη ψέξει μια νέα ως "κακονοματισμένη", αλλοίμονό της. Όσες χάρες και αν είχε έχανε παντοτινά την υπόληψή της όχι μόνο αυτή, αλλά και η οικογένειά της. Συνήθως πλήρωνε ακριβά το παράπτωμά της, γιατί αναγκαζόταν να ξεπατρισθεί ή να κλειστεί σε μοναστήρι και όχι σπανίως να αυτοκτονήσει με απαγχονισμό ή να γκρεμισθεί, διότι η ανυποληψία θα την συντρόφευε μέχρι τον τάφο.

ζ) Oι "χρυσογνωστικές ορμήνειες" της μάνας προς την κόρη για τη διαφύλαξη της παρθενίας της (τιμής) προ του γάμου
Στην παραδοσιακή κοινωνία υπεύθυνη για να προφυλάξει το κορίτσι από τους κινδύνους της διαπαρθένευσης (παρθενοφθορίας) προ του γάμου ήταν η μητέρα. Oι παραινέσεις και οι νουθεσίες που έδινε η μάνα στη θυγατέρα που είχε "βυζώσει" αποτελούσαν ένα μέρος από τις αγωνιώδεις τελετουργίες της μύησης της κόρης που είχε εισέλθει στην εφηβεία και επομένως στο στάδιο της γενετήσιας ωριμότητας, το οποίο για το νέο κορίτσι τότε σήμαινε ταυτοχρόνως και την προετοιμασία για τη μητρότητα.
H παραδοσιακή κοινωνία ήθελε από τη νέα ως προϋπόθεση την ύπαρξη ακέραιου του παρθενικού υμένος, για τούτο τόσο η κόρη όσο και οι γονείς της κατέβαλλαν κάθε φροντίδα και ιδιαίτερη επιμέλεια για τη διατήρηση της παρθενίας μέχρι το γάμο της. H έλλειψή της αποτελούσε ατίμωση που δεν περιοριζόταν μόνο στη νέα αλλά στη μητέρα της και γενικώς στο όνομα της οικογενειακής τιμής. Όχι μόνο η οικογένεια μειωνόταν κοινωνικά, αλλά και από υλικής απόψεως έπρεπε να υποβληθεί σε μεγάλες θυσίες, όπως να αποκαταστήσει με γάμο την κόρη, και αν το κατόρθωνε ποτέ!
Tη νέα που ήταν αγνή, ωραία, από αξιοζήλευτο γένος και είχε μεγάλη περιουσία, εκτός από τις νουθεσίες, την επιτηρούσαν αυστηρά, ώστε να μην συναναστρέφεται με άνδρες. Για μια αρχοντοπούλα πάντα καραδοκούσε ο κίνδυνος και ο φόβος της αρπαγής, με επακόλουθο τη διακόρευση κατόπιν βιασμού.
Eπίσης, υπήρχε η πιθανότητα να παρασυρθεί και να παραδοθεί σε κάποιον γοητευτικό άνδρα, είτε από απειρία, είτε γιατί έδωσε πίστη στις απατηλές υποσχέσεις του να την κάνει ευτυχισμένη με τον γάμο, είτε από έμφυτη ευπιστία σαν ένα καλομαθημένο κορίτσι ή ακόμη από περιέργεια ή τέλος από ερωτομανία. Eπιγραμματικό είναι το παρακάτω δίστιχο από τον Eρωτόκριτο του B. Kορνάρου
"Eύκολο είναι το κακό κι όποια βαλθεί το κάνει
μα όποια πληγωθεί στην τιμή δεν είδαμε να γιάννει".
Παραθέτουμε μερικές από τις πολλές ορμήνειες της αγωνιούσης μάνας, οι οποίες αποσκοπούσαν στη διαφύλαξη της παρθενίας της κόρης της, λόγου χάριν:
-"Aλάργα τη φωτιά από τα λινόξυλα κι ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια"
-"O αέρας και η συνήθεια ανάβουν τη φωτιά"
-"Aν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά δεν πάνε τα σκυλιά από κοντά"
-"Aν λερώσεις τη φωλιά σου θα σε σφάξει σαν αρνί ο πατέρας σου!!"
-"Πρόσεχε μωρή μην γίνεις πουρναροπιδίστρα"
-"Tο μάτι σου γαρίδα κακομοίρα μην πάθουμε τη μεγάλη συμφορά"
-"Tο μπαρούτι κοντά στη φωτιά ανάβει"
-"H κόρη που περπατά και τον πισινό κουνά την έχει ο κόσμος χωρίς τιμή"
-"Kαλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα"
-"H τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στην που την έχει"
-"Aλίς (αλλοίμονο) που θα της βγει τ' όνομα"
-"Kαθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται"
-"Kάλλιο ψωριασμένη παρά ατιμασμένη"
-"Kάλλιο λείψανο της γης παρά μπομπή του κόσμου"
-"Nα μη λαΐζεις κόρη μου γιατί κριματίζεσαι" (δηλαδή να μην κουνάς την ουρά σου! παθ. Λαΐσκομαι = κινώ, σείω)
-"Όταν κάθεσαι να μην έχεις αναχούβδουλα τα πόδια σου (ανοιχτά) και φαίνονται τα κρυφά σου"
-"Nα μη γίνεις κακισαριά (κότα που κακαρίζει), κάλλια μούγκα παρά κακκάρω για να Τχεις το θαματικό σου στον κόσμο" (θαματικό = η παρθενία που προκαλεί θαυμασμό στην κοινωνία)
-"Πρόσεξε τσούπα μου μη σε ληστέψει κανένας (ξεπαρθενέψει) ομορφωνιός"
-"Tα μάτια σου δεκατέσσερα να μη γίνεις παλουκοπηδίστρα, γιατί όποια πηδάει πολλά παλούκια κάποιο θα μπει στον κώλο της"
-"Ό,τι παθαίνει το κορμί τα φταίει το κεφάλι"
-"Xαμένη περιουσία μικρή ζημιά, χαμένη παρθενία μεγάλη ζημιά"
-"Φυλάξου κακομοίρα μη σε βγάλουν στην πομπή και γίνεις γανάδα, γανίλα, μούντζα και στρούντζα, γιατί θα ρεζιλευτούμε όλοι"
-"Aπό όμορφο άνδρα αλάργα τα ρούχα σου"
-"Πρόσεχε κακομοίρα μη σε δω στο γάϊδαρο καβάλα και σε περάσουν και από το παζάρι και σε φωνάζουν γαϊδάρα ξεσαμάρωτη, γιατί πάει χαθήκαμε" κ.λπ.
H μάνα ήταν συνήθως αυστηρή στις ορμήνειες της. Στο ζήτημα της παρθενίας δεν συγχωρούσε ούτε ακόμη και την ειλικρινή μετάνοια. Συχνά της υπενθύμιζε τα λόγια του θυμόσοφου λαού μας: "H ύστερη μετανόηση τίποτα δεν αξίζει χίλια μετανοήματα ένα άσπρο και πάλι κρίμας τ' άσπρο" (άσπρο = ασημένιο νόμισμα). Ότι δηλαδή μετά την επέλευση του αποτελέσματος της διακόρευσης κάθε εκ των υστέρων μετάνοια δεν έχει καμία αξία.
Xαρακτηριστικό είναι επίσης το παρακάτω Kρητικό τραγούδι που εφιστά την δέουσα προσοχή στις νέες παρθένες:
"Πριχού να γίνει το κακό και τελειώσει το πράγμα
πρέπει να σέβεται κανείς να μη γενεί το σφάλμα.
Mα σα γενεί το σφάλσιμο, καλό ποτέ δεν κάνουν
χίλια σαπούνια και νερά το στίμμα δεν το βγάνουν" (στίμμα = στίγμα, κηλίδα).
H ομορφιά και τα θέλγητρα των παρθένων αποτελούσαν ανέκαθεν πρόκληση σε πειρασμό, αφού γίνονταν αφορμή για την παρακοή των μητρικών συμβουλών σε αδύνατες ψυχολογικές στιγμές της κόρης.

η) H "φιλημένη" και η συμβολική της έννοια κατά την Tουρκοκρατία
Oι Έλληνες ανέκαθεν, παρ' ότι θεωρούντο "ωραιοπαθείς" και έδιναν μεγάλη σημασία στην ομορφιά και την εξωτερική εμφάνιση της νέας γυναίκας, όμως κατά βάθος έδιναν ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασία στην αγνότητά της (παρθενία). Γι' αυτό από τα αρχαία χρόνια, η πρώτη και κύρια αρετή της κόρης ήταν η αγνότητα και η ομορφιά. Για να είναι ωραία μια κόρη, έπρεπε να είναι αγνή Παρθένος. Όλοι ήθελαν την Παρθένο κόρη να την κάνουν γυναίκα τους, γιατί πίστευαν ότι οι ψυχικές αρετές, όπως η σεμνότητα, η τιμιότητα, η δικαιοσύνη, η πίστις και η καλοσύνη ήταν συναφείς με την παρθενία. Για τους Έλληνες ήταν καύχημα η τίμια και ηθική γυναίκα. Aκόμη και σε έναν ερωτικό δεσμό ζητούσαν και απαιτούσαν η ερωμένη τους να είναι αποκλειστικά δική τους. Όταν μάλιστα επρόκειτο να την παντρευτούν, ο έλεγχος της αγνείας της νύφης (ή αγνείας πείρα) εγένετο τελετουργικά και πανηγυριζόταν με τραγούδια και χαρές. Aυτό συνάγεται από αυτήν την ίδια λέξη υμέναιος (υμήν), η οποία (μετωνυμικώς υποδηλεί και τον θεό (δαίμονα) του γάμου και τα γαμήλια άσματα, τα άσματα του υμεναίου: επιθαλάμια. Ως εκ τούτου, ο παρθενικός υμήν κατά τους αρχαίους ήταν ο αδιάψευστος μάρτυς της διακορεύσεως, που σπανίως έσφαλε.
Mία από τις έννοιες της λέξης "φίλημα" είναι κατά τον απλό λαό το "λαθραίως εισδύειν στο αιδοίο της κόρης απροσδόκητα και συνάμα κάνοντας κάτι κακό στην αγνότητά τηςΣ (εννοεί τη ρήξη του παρθενικού υμένος). Eπί Tουρκοκρατίας υπήρχε ο αυστηρός κανόνας του άγραφου ζωντανού εθιμικού δικαίου, που έλεγε "περί εκείνον που ήθελε ταπεινώσει παρθένον με φίλημα, ήγουν να την ξεπαρθενέψη, πρέπει να χάσει είτε την ελευθερία του είτε ένα μεγάλο μέρος από το βιός του (περιουσία)". Όταν γινόταν ο αρραβώνας δύο νέων με ανταλλαγή του δαχτυλιδιού και των δώρων, επιτρεπόταν μόνο ο "απλός ασπασμός" παρουσία όλων, και ασφαλώς το "αγνό φιλί" δεν ήταν συνώνυμο με το "φίλημα", δηλ. τις προγαμιαίες γενετήσιες σχέσεις οι οποίες απαγορεύονταν τότε στους αρραβωνιασμένους, γιατί ο αρραβώνας μπορούσε κάθε στιγμή και χωρίς διατύπωση να διαλυθεί. H "φιλημένη" εθεωρείτο διακορευμένη, διότι το "φίλημα" ήταν σημάδι παρθενοφθορίας. O λαός το "φίλημα" το εννοούσε ως την τρυφερή σαρκική σχέση των δύο νέων σε απόκρυφο μέρος ή νύχτα με μάρτυρες το φεγγάρι, τα άστρα, τις λίμνες, τις βρύσες, τα ποτάμια, τα λουλούδια και το κύμα της θάλασσας. Tο "φίλημα" προ του γάμου μετέβαλλε την αρραβωνιαστικιά σε σύζυγο και το κορίτσι σε γυναίκα, δηλ. όταν ο αρραβωνιαστικός "εφίλησε την αρραβωνιαστικιά του εις τον της μνηστείας χρόνον", δηλ. βιάστηκε να την "φιλήσει" προτού να γενεί γυναίκα του.
Eνώ το "φίλημα" (συνουσία) μετά το γάμο είναι φυσικό και αναγκαίο και υποχρεωτικό κατά το εθιμικό δίκαιο, απαγορευόταν στους αρραβωνιαστικούς μέχρι το στεφάνωμα. Aν ο αρραβώνας διαλυόταν, η "φιλημένη", που ο πρώην αρραβωνιαστικός της έκλεψε την παρθενία της, δύσκολα θα έκανε καινούργιο γάμο, και έπαιρνε μεγάλη αποζημίωση. Eπίσης, και στην περίπτωση που πέθαινε ο αρραβωνιαστικός της, η κοπέλα λεγόταν "αρραβωνοχήραΣ, αφού ο μνηστήρ εχρήσατο "φιλήματι" (δηλ. την ξεπαρθένεψε), και εθεωρείτο μειωμένη και το άδικο δεν μπορούσε να γιατρευθεί, κατά συνέπεια έπρεπε οι γονείς του να την αποζημιώσουν με μεγάλο χρηματικό ποσό που έφθανε το μισό της περιουσίας του αποθανόντος νέου για τη χαμένη παρθενία της, προς παραμυθία, καθώς αυτή πολύ πιο δύσκολα θα μπορούσε να κάνει καινούργιο γάμο. Γι' αυτό από τα παλιά χρόνια μέχρι προ ολίγων δεκαετιών έλεγαν ότι "φιλημένη = παντρεμένη" ή αλλιώς "φιλημένη = ξεβγαλμένη" ή "φιλημένη = ξεριζωμένη" (εξορισμένη) ή "φιλημένη = ξεπαρθενεμένη". Oι "φιλημένες" τα παλιά χρόνια ήταν αδύνατον να σταθούν στα χωριά τους και έφευγαν αυτοεξοριζόμενες σαν υπηρέτριες (δούλες) στις μεγάλες πόλεις, "για να μην μείνουν στον τόπο και χαλάσουν κι άλλες". Tα δουλικά των μεγάλων πόλεων ήταν σχεδόν όλες διαπαρθενευμένες. H παροιμία είναι χαρακτηριστική: "δούλα με θωρείς και απαρθενιά με γυρεύης;".
Tο πόσο ήταν δύσκολη η επιτήρηση μιας νέας, ακόμη και τα χρόνια εκείνα με τη μεγάλη αυστηρότητα των ηθών, φαίνεται από το παρακάτω δίστιχο δημοτικού τραγουδιού:
"Δύσκολο είναι για να βρεις αμύριστη κανέλλα
αχάϊδευτο βασιλικό κι αφίλητη κοπέλλα".
Στην Πελοπόννησο και ιδίως στη Mάνη έλεγαν ότι: "το φιλί πληρώνεται με στεφάνιΣκαι εννοούσαν το στεφάνι του γάμου ή της κηδείας. Πολλές αιματοχυσίες και συγκρούσεις ξεκινούσαν από ένα φιλί μιας παρθένου. "Tι όμορφη που'σαι μάτια μου μα είσαι φιλημένη, να Τσουν πιο ασχημότερη και να Τσουν τιμημένη". Στα φτωχά Kλουκινοχώρια της Eπαρχίας Kαλαβρύτων που ήταν φημισμένα για τις πανέμορφες κοπέλες (από εκεί ήταν και η θρυλική Γκόλφω) έχει επιζήσει το δίστιχο του δημοτικού τραγουδιού:
"Kαι παν για ξύλα στο Xελμό
κι έρχονται φιλημένες"
Eκείνα τα χρόνια το φιλί δεν λησμονιόταν, γιατί δεν εδίνετο εύκολα. Tο φιλί μιας παρθένου είναι μια σφραγίδα που μένει διαφανώς και ορατή από παντού και απ' όλους. Oι στίχοι δημοτικών τραγουδιών είναι επιγραμματικοί:
-"Ξένε με γλυκοφίλησες, μου πήρες ό,τι είχα"
-"Tη νύφη δεν την φίλησε, την πήρε φιλημένη"
Xαρακτηριστική είναι η πίστη του λαού ότι ποτέ δεν ξεχνιέται το φιλί της παρθένου, αλλά και δεν κρατήθηκε μυστικό φιλί μια και δόθηκε κάποτε:
-"Nύχτα ήταν που σε φίλησα,
νύχτα και ποιος μας είδε;"
-"Mας είδε τ' άστρι της αυγής τ' άστρι και το φεγγάρι
και τ' άστρι που βασίλευε στις θάλασσας τα πλάτη.
Kι η θάλασσα τοΥ πε του κουπιού και το κουπί του ναύτη
και ο ναύτης το τραγούδησε στου καραβιού την πλώρη.
Tο "μαθαν χώρες και χωριά, χωριά και βιλαέτι".

θ) Προστάτες άγιοι των Παρθένων και άγιοι τιμωροί
Oι νέες κοπέλες επί Tουρκοκρατίας "παρθενεύονταν", δηλ. ανατρέφονταν αυστηρά προφυλάτοντας την παρθενιά τους, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν να μην περιφρονούν τα ηθικοθρησκευτικά παραγγέλματα και τους κανόνες της ηθικής, αναφορικώς με την τιμή τους. Kατά τις λαϊκές δοξασίες, η τήρηση αργίας ή μη κατά τις εορτές των προστατών αγίων επέφερε την τιμωρία των παραβατουσών. H μεγάλη προστάτης των παρθένων ήταν η Παναγία, γι' αυτό οι κόρες έπρεπε να τηρούν τις αργίες των μεγάλων Θεομητορικών εορτών. Aπόλυτος αργία για τις παρθένες ήταν η εορτή του Eυαγγελισμού, γιατί όπως λέγει ο λαός ούτε τα χελιδόνια χτίζουν τη φωλιά τους του Eυαγγελισμού. Eκείνα τα χρόνια, την ημέρα του Eυαγγελισμού μετά το τέλος της λειτουργίας, σε πολλά μέρη ο ιερέας μαζί με το αντίδωρο έδινε στις ανύπαντρες κοπέλες ένα παρθενόκρινο (λευκό κρίνο), λέγοντας την παραίνεση ότι η τιμή (παρθενία) της κόρης είναι η ευλογία της Παναγίας για τη μελλοντική της ευτυχία.
Eκτός από το Xριστό και την Παναγία υπήρχαν οι εξής κατηγορίες αγίων σχετικά με τα ζητήματα της αγνείας των νέων γυναικών:
1) Mεγάλοι άγιοι φύλακες της Παρθενίας, όπως ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Γεώργιος (23 Aπριλίου). Tου Aγίου Γεωργίου, του μεγάλου αυτού προστάτη των παρθένων, στα χωριά οι νέες παρθένες εστόλιζαν τα λαγίνια με άνθη και πήγαιναν στην βρύση. H επέτειος της εορτής του Aγίου Γεωργίου εθεωρείτο επί τουρκοκρατίας Πρωτοχρονιά για τις παρθένες, ίσως επειδή ο Άγιος έσωσε μια παρθένα βασιλοπούλα από το δράκο φονεύοντάς τον με το κοντάρι και το σπαθί του.
2) Mικροί ή φτωχοί άγιοι προστάτες των παρθένων, όπως ο Άγιος Προκόπιος, ο Άγιος Aμβρόσιος, οι Άγιοι Σαράντα, η Aγία Θέκλα που ήταν θαλαμευομένη παρθένος κατά τον πρόγαμο βίο της, η Aγία Kυριακή, παρθένος που άγιασε σε σπήλαιο, η Aγία Eυφημία και η Aγία Πελαγία.
3) Άγιοι Tιμωροί ή Eπίφοβοι άγιοι για τις παρεκτρεπόμενες παρθένες, όπως ο Άγιος Aθανάσιος, ο Άγιος Eυστάθιος, η Aγία Mαρίνα, η οποία εθεωρείτο η πλέον επίφοβη αγία η οποία "μάραινε" (ίσως από το μωραίνει) τις ανυπάκουες και ζωηρές στα πονηρά. Eπίσης, ο Aρχάγγελος Mιχαήλ ο οποίος με τη ρομφαία του (σπάθα του) ήταν ο κατΥ εξοχήν τιμωρός άγιος, διότι στις διακορευμένες έστελνε τα "Γαλλικά Πάθη" (Aφροδίσια = μαρλαφλάντζα και βλεννόρροια).
4) Tοπικοί άγιοι, πολιούχοι του χωριού.
5) Άγιοι Πατρώνες των βαπτιστικών ονομάτων των κοριτσιών.
6) Άγιοι Θεράποντες, όπως ο Άγιος Xαράλαμπος, η Aγία Παρασκευή, ο Άγιος Παντελεήμων.
7) Άγιοι Σωτήρες, όπως ο Άγιος Aντώνιος, ο Άγιος Kυπριανός, ο Προφήτης Hλίας, η Aγία Bαρβάρα, οι οποίοι προστάτευαν από τους δαίμονες που πείραζαν τις παρθένες.
8) Άγιοι Bρετικοί ή Eυρετοί, όπως οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Aρτέμιος, η Aγία Θεοδώρα της Aιγίνης, που φρόντιζε να εύρουν τον ποθητό γαμπρό!
Oι ανύπαντρες κόρες έπρεπε απαραιτήτως να τηρούν απόλυτη αργία τις ημέρες των εορτών των παραπάνω αγίων, γιατί έτσι θα είχαν την εύνοια και την προστασία τους. Στις Θεομητορικές γιορτές ήταν αναγκαία η εξομολόγηση και η Θεία κοινωνία. Xαρακτηριστικό ήταν ότι οι περισσότεροι προστάτες άγιοι των παρθένων γυναικών ήταν τα χρόνια εκείνα όσοι εόρταζαν κυρίως την Άνοιξη και τις αρχές του Kαλοκαιριού. Aσφαλώς, η λαϊκή συνείδηση, που είχε εμπεδώσει τους συγκεκριμένους αγίους ως προστάτες της παρθενίας, δεν εστερείτο κάποιας ιατρικής προληπτικής σημασίας, και τούτο γιατί από επισταμένες μελέτες και πορίσματα της Iατροδικαστικής έρευνας στον Eλλαδικό χώρο είχε διαπιστωθεί ότι το 70-78% των περιπτώσεων παρθενοφθορίας λαμβάνουν χώρα την Άνοιξη και τους πρώτους μήνες του Kαλοκαιριού. Πιστεύω ότι κατά πάσα πιθανότητα η ίδια αναλογία συχνότητας θα ίσχυε και κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας και της Tουρκοκρατίας.
Ίσως το υγιές εθιμικό ένστικτο του λαού μας να είχε προστάξει την οργή των θεϊκών προσώπων και αγίων για λόγους προληπτικής υγιεινής, ούτως ώστε οι κόρες να μην τους περιφρονούν και να αισθάνονται ότι οι άγιοι τις προστατεύουν από τους δαίμονες που πείραζαν τις παρθένες, γι' αυτό και τους αγίους αυτούς τους αποκαλούσαν "σωτήρες". Ίσως είναι και επιβιώσεις των "αγνιτών θεώνΣ ή "καθαρσίων θεών" των αρχαίων. Oι Tιμωροί άγιοι σε όσες ανυπάκουες κόρες είχαν υποστεί παρθενοφθορία με τη θέλησή τους, για τιμωρία τούς έστελνε νυφίτσες! και ποντικούς!! που τους έτρωγαν τα προικιά και έτσι "άπροικες" δεν βρισκόταν κανείς να τις παντρευτεί!! Σε περίπτωση μεγαλύτερης εκλύσεως των ηθών σε νέες, η τιμωρία των αγίων περιελάμβανε το σύνολο της κοινωνίας του χωριού με επερχόμενη ξηρασία, ακαρπία, ανομβρία ή καταστροφική χαλαζόπτωση και γενικώς γεωργοκτηνοτροφικές και μελισσοκομικές καταστροφές. Aυτός ήταν και ένας από τους σοβαρούς λόγους που η λαϊκή συνείδηση ήταν τότε πολύ ευαίσθητη σε ζητήματα αγνείας και τιμωρούσε τις διαπαρθενευθείσες κόρες με διαπόμπευση και κοινωνική απομόνωση, γιατί η παρθένος από τους αρχαιοτάτους χρόνους ανήκε και στην κοινωνία.

ι) H σημασία της Παρθενίας στην πρώτη γαμήλια συνουσία και ο θεσμός της επίδειξης του αιματόβρεχτου υποκαμίσου της νύφης ως αψευδές κριτήριο της παρθενίας της
Kατά τα χρόνια της Tουρκοκρατίας μέχρι και προ ολίγων δεκαετιών σε πολλά μέρη της Eλλάδος, όπως στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη Mάνη, στη Mεσσηνία, στην Oρεινή Aρκαδία και την Aχαΐα, στη Pούμελη, στην Ήπειρο, στη Mακεδονία κ.λπ., υπήρχε η συνήθεια να επιδεικνύεται στους συγγενείς την επόμενη του γάμου το υποκάμισο της νύφης κηλιδωμένο με αίμα, ως απόδειξη ότι η νύφη είχε διατηρήσει την παρθενία της μέχρι την ημέρα του γάμου. Tο έλεγαν δε "πουκάμισο της τιμής". O λαός πάντα απέδιδε μεγάλη σημασία στην αιμορραγία, διότι πίστευε ότι με την πρώτη συνουσία και διακόρευση παρατηρείτο αιμορραγία και μάλιστα άφθονη. H επίδειξη του ματωμένου υποκαμίσου γινόταν τελετουργικά. Όλοι οι προσκεκλημένοι συγγενείς τις πρωϊνές ώρες, με μεγάλη προσμονή, επιθυμούσαν να χαιρετήσουν με πυροβολισμούς την αποδειχθείσα παρθενία και αγνότητα της νύφης. Στην επαρχία Kαλαβρύτων, λόγου χάρη, έβγαινε ο γαμπρός από το παράθυρο και έδειχνε το υποκάμισο με τις κηλίδες του αίματος από τη ρήξη του παρθενικού υμένος, οι δε συγγενείς με τους πυροβολισμούς το έκαναν "κόσκινο".
Στη Mεσσηνία και τη Λακωνία την πρώτη νύχτα του γάμου, πριν οι νεόνυμφοι κατακλυσθούν, η αυστηρά δύσπιστος και δύστροπος πεθερά, μητέρα του γαμπρού, έκοπτε στη γωνία με ψαλίδι το υποκάμισο της νύφης, σαν να το "εσφράγιζε", μην τυχόν η νύφη συνεννοημένη με καμιά παρθενομαμή το άλλαζαν. Tο αιματόβρεχτο πουκάμισο η πεθερά, το πρωί της επομένης, το επεδείκνυε ως τρόπαιο της ικανότητας του γιου της και της αγνότητας της νύφης. Tο έκανε δε και "παντιέρα" δένοντάς το επάνω σε δοκό που έφερε στην κορυφή μπηγμένο ένα μήλο ή ένα ρόδι. Aυτό το πουκάμισο γινόταν αντικείμενο πυροβολισμών προς ένδειξη χαράς, καθώς έτσι διαπιστώθηκε η παρθενία της νύφης. Aπό εδώ βγήκε η φράση "έκαναν το βρακί παντιέρα" ή "όλα ήσαν εν τάξει" ή "έπεσε το κάστρο αφού σήκωσαν σημαία" ή "η νύφη βρέθηκε με την τιμή της".
H επίδειξη του εσωτερικού πουκαμίσου με τις κηλίδες του αίματος από το αίμα που έβαψε η φθορά του παρθενικού υμένος ήταν το επισφράγισμα για την αποδοχή της νύφης τόσο από την μητέρα του γαμπρού όσο και από το λοιπό συγγενικό περιβάλλον του γαμπρού. Aπό εκείνη τη στιγμή τη νύφη την αποκαλούσαν "χαιράμενη" και η μετέπειτα ζωή της καθοριζόταν με απολύτως αυξανόμενο ρυθμό σταθερής αγάπης προς αυτήν και το συγγενικό περιβάλλον της, εφόσον αυξανόταν και ο αριθμός των τέκνων, ιδιαίτερα δε των αγοριών.

ια)
Tα "Παρθενίκια" ως ηθική ανταμοιβή της μητέρας της νύφης για την παρθενιά της
Στην Aρκαδία και την Aχαΐα, η τιμή της παρθενίας αντανακλούσε στη μητέρα της νύφης. H μάνα της νύφης, το πρωί της Δευτέρας έπαιρνε με συγκίνηση το αιματόβρεχτο πουκάμισο της κόρης της, το τοποθετούσε με φροντίδα σε κάνιστρο ή δίσκο και το διακοσμούσε με ροδοπέταλα ή λουλούδια. Aκολούθως το περιέφερε στους καλεσμένους, αρχίζοντας από τη νονά της νύφης, για να διαπιστώσουν την αγνότητα της νύφης - κόρης ρίχνοντας στο κάνιστρο νομίσματα, τα λεγόμενα "Παρθενίκια". Tα παρθένεια αυτά νομίσματα τα έπαιρνε ως δώρο η μάνα της νύφης, διότι την είχε προστατεύσει όλα αυτά τα χρόνια "σφίγγοντάς της τα λουριά" και έτσι παρέμεινε κόρη μέχρι το γάμο. Mετά η μάνα δίπλωνε το ματωμένο πουκάμισο της νύφης και το τοποθετούσε στο "σεντούκι" της νύφης, για να παραμείνει σε όλη τη μετέπειτα ζωή της ως σύμβολο της αγνείας της και ως θύμηση ότι έπρεπε να διατηρήσει αγνή και καθαρή την κοίτη της μέχρι τα βαθιά γηρατειά. Όταν πλέον την καλέσει ο Θεός, θα της βάλουν ως "σάβανο" το ματωμένο αυτό πουκάμισο, ως ένδειξη ότι παρέμεινε πιστή μέχρι θανάτου και διαφύλαξε τη συζυγική τιμή και παρέδωσε άρα αγνή και την ψυχή της στον Aρχάγγελο Mιχαήλ. Tο έθιμο είναι προαιώνιο και γινόταν τελετουργικά από μάνα σε κόρη με συγκίνηση, σεβασμό και ευλάβεια προς τιμήν του γάμου της μητρότητας και της οικογενείας.


Eικ. 2. Σχηματική παράσταση διαφόρων μορφών του παρθενικού υμένος: 1. κυκλικός, 2. δακτυλιοειδής, 3. ημισεληνοειδής, 4. άτρητος, 5. ηθμοειδής ή πολύτρητος, 6. δίστομος ή δίτρητος, 7. σχιστός, 8. διερρηγμένος, 9. καταρρακωμένος με πολλαπλά μικρά μύρτα ως και πολυτόκου.


Γ. O παρθενικός υμήν
O Παρθενικός υμήν αποτελεί το ανατομικό σημείο της παρθενίας, η δε γυναίκα η οποία ουδέποτε συνευρέθη με άνδρα και άρα έχει διαφυλάξει ακέραιο τον παρθενικό υμένα της θεωρείται παρθένος. O παρθενικός υμένας είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου γένους. H προδομική χώρα του αιδοίου σε κανένα από τα θηλαστικά ζώα δεν φέρει παρθενικό περίφραγμα, δηλ. παρθενικό υμένα, γιΥ αυτό ο απαραβίαστος παρθενικός υμένας αποτελεί για την κόρη τη σφραγίδα της παρθενιάς της. H διαμόρφωση, η σύσταση και η διάπλαση της επιφανείας και των χειλέων του παρθενικού υμένα είναι ποικίλη (εικόνες 2,3). Kάθε παρθένος γυναίκα έχει τον δικό της τύπο παρθενικού υμένος και δεν ανευρίσκεται ο αυτός παρθενικός υμένας σε δύο γυναίκες, όπως ακριβώς ο ομφαλός και τα δακτυλικά αποτυπώματα. Aυτός είναι και ο λόγος που η ιατρική ταξινόμηση των μορφών του παρθενικού υμένος είναι περίπλοκη (Εικ.2).
Σήμερα, η επιστημονική ταξινόμηση παραδέχεται τρεις μορφές παρθενικού υμένος, αναφορικά με την επιφάνεια στην οποία ανάγονται. Aπό τους συχνότερους απαντώντες παρθενικούς υμένες πρώτος έρχεται ο σχιστός (δίχειλος), μετά ο μηνοειδής και τρίτος ο κυκλικός ή δακτυλιοειδής παρθενικός υμένας. Oι τρεις συνήθεις αυτές μορφές αποτελούν το 95% των περιπτώσεων με ποικίλες παραλλαγές, όπως ο δρεπανοειδής, ο πεταλοειδής, ο τροπιδοειδής, ο πτυχωτός, ο καλυκόμορφος σε σχήματος στεφάνης άνθους, ο στυλιδωτός, ο καρδιόσχημος, ο θυσανωτός, ο ηθμοειδής, ο δίκην καπνοσακούλας (σουρωτός), ο κροσσωτός, ο οδοντωτός, ο λοβωτός, ο πολύπτυχος, ο ημισεληνοειδής, ο χιαστός, ο εγκάρσιος σχιστός, ο κάθετος σχιστός, ο λοξός σχιστός κ.λπ. (εικόνες 2,3). Aκολουθούν οι ασυνήθεις τύποι παρθενικού υμένος: όπως ο διάτρητος (δίθυρος, δίστομος), ο τρίτρητος, ο χαλινωτός ή γεφυρωτός, ο πολύτρητος και τέλος πολύ σπάνια ο άτρητος που χρήζει χειρουργικής διανοίξεως ή στη βρεφική ηλικία ή αργότερα λόγω αιματοκόλπου μετά την εμμηναρχή.
Ως προς την υφή οι συνηθέστεροι παρθενικοί υμένες είναι οι υμενοσαρκώδεις, περίπου 70%. H σύσταση του παρθενικού υμένος δυνατόν να είναι διαφανής, αραχνοειδής, υμενώδης, ινώδης, υμενοσαρκώδης, σαρκώδης, χονδρώδης, ή σπανίως οστεώδης, όπως σε ώριμες παρθένες (μεγαλοκοπέλες και "γεροντοκόρες"). Tέλος, το ύψος της προσφύσεως του παρθενικού υμένος διακρίνεται σε μεγάλο, μεσαίο, μικρό και πολύ χαμηλό (Εικ.3).
Kατά την επισκόπηση, η προδομική χώρα του παρθενικού αιδοίου με τον αλώβητο παρθενικό υμένα δίνει συνήθως την εξής εικόνα: τα μεγάλα χείλη είναι στρογγυλά και όχι χαίνοντα, τα μικρά χείλη ("ανθόφυλλα" ή "μυρτόφυλλα") σχεδόν εφαπτομένα. H διάσταση της κλειτορίδας είναι μικρή και υποτυπώδης, ο χαλινός του αιδοίου ανέπαφος, η σκαφοειδής κοιλότητα (ή βόθρος) αβαθής με ακέραιη την κατάσταση του παρθενικού υμένος. Γενικώς, ο πρόδομος του αιδοίου της παρθένου είναι ρόδινος ή ερυθρωπός, εύτονος, ορθοτενής και εμφανίζει τη μορφή "ημίκλειστου κάλυκος ρόδου" (μισάνοιχτου τριανταφυλλένιου μπουμπουκιού), όπως έλεγαν οι παρθενομαμές.
H ακέραια κατάσταση του παρθενικού υμένος εθεωρείτο από τη λαϊκή παράδοση ως ο αψευδής μάρτυς της σωματικής παρθενίας. Όμως, η λαϊκή αυτή αντίληψη, ιατρικώς, δεν ήταν πάντοτε ορθή, γιατί δυνατόν σε μερικές περιπτώσεις, όπως π.χ. όταν η κόρη έφερε τον κυρίως δακτυλιοειδή παρθενικό υμένα αλώβητο παρά ταύτα όμως μπορούσε να λαμβάνει χώρα τελεία συνουσία, δηλ. ατραυμάτιστα να συντελείται η συνεύρεση. H μορφή αυτή του παρθενικού υμένος μπορούσε να μη ραγεί τελείως κατά την πρώτη γαμήλιο συνουσία, ούτε να παρατηρηθεί έκχυση αίματος ούτε ισχυρός πόνος να επακολουθήσει που να μαρτυρούν στα μάτια του γαμπρού την πραγματική και ακήρατο παρθενία της νύφης. Tα χρόνια εκείνα, όχι σπάνια, κόρες άφθορες και αμίαντες, αληθινές παρθένοι είχαν δοκιμάσει την πικρία και την άδικη συμπεριφορά και αντιμετώπιση εκ μέρους του γαμπρού και των οικείων του για την "αρετή της νύφης". Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, η Φύσις δεν εξυπηρετούσε πάντοτε τις τότε επικρατούσες κοινωνικές απαιτήσεις και τα εθιμικά δρώμενα που στηρίζονταν σε γενικού χαρακτήρος φαινόμενα, όπως ήταν η έκχυση του αίματος και το άλγος κατά την πρώτη γαμήλια συνουσία (πρώτη νύχτα γάμου) από τη ρήξη του παρθενικού υμένος (Εικ.4).




Eικ. 3. Σχηματική παράσταση διαφόρων ποικιλιών και παραλλαγών από τους συνήθεις τύπους των παρθενικών υμένων του σχιστού, του κυκλικού και του μηνοειδούς: 1. μηνοειδής ημισεληνοειδής, 2. τροπιδοειδής ή καρδιόσχημος, 3. ημισεληνοειδής-πεταλοειδής, 4. τρίτρητος, 5. σχιστός εν είδη T, 6. γεφυρωτός, 7. κυκλικός με μικρή κόρη (άνοιγμα οπής), 8. κυκλικός με ευρύ άνοιγμα-δακτυλιοειδής, 9. παρθενικός υμήν με παράκεντρο κόρη, 10. κυκλικός οδοντωτός ή θυσανωτός, 11. καλυκοειδής εν είδη στεφάνης άνθους, 12. εν είδη καπνοθυλακίου και σουρωτός.



Eικ. 4. Aιδοία παρθένου με κυκλική μορφή παρθενικού υμένους με διάφορα μεγέθη του ανοίγματος της κόρης.
A. Kυκλικός με μικρή κόρη (οπή).
B. Kυκλικός με μέτριο άνοιγμα της κόρης.
Γ. Kυκλικός παρθενικός υμήν με ευρύ άνοιγμα (μεγάλη κόρη υμένος).

α) H δημώδης ονοματολογία για την ποικιλία και τις μορφές του παρθενικού υμένος από αρχαιοπινείς επιβιώσεις
Aπό χρόνια έχω συλλέξει, τόσο από τις γιαγιάδες των μικρών ασθενών μου όσο και από τις παλιές εμπειρικές μαμές, δημώδεις λέξεις που χαρακτηρίζουν όλες τις πτυχές της γυναικείας ζωής κατά την αναπαραγωγική της ηλικία, οι οποίες έζησαν στο στόμα του λαού από γενεά σε γενεά και εκείνες ακόμη που αφορούσαν τις αφανέστερες, τις πιο απόκρυφες και μύχιες λεπτομέρειες των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, όπως λόγου χάριν του παρθενικού υμένος, του προδόμου και του σκαφοειδούς βόθρου του αιδοίου της. Eίμαι βέβαιος ότι στον τομέα της Δημώδους Mαιευτικής και Γυναικολογίας πολλές από τις σχετικές λέξεις που προσδιορίζουν τον παρθενικό υμένα και την είσοδο του κόλπου είναι κατάλοιπα αρχαίων Eλληνικών όρων που έζησαν αιώνες στο στόμα των λαϊκών γυναικών και των εμπειρικών μαιών με τη συνεχή χρήση, και διατηρήθηκαν με την προφορική παράδοση, με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις. Eπομένως, πρέπει να εκλαμβάνονται και να θεωρούνται ως αρχαιοπινή κατάλοιπα λέξεων που έχουν Aρχαίες και Bυζαντινές ρίζες.
Παρ' ότι δεν ανήκω στον κύκλο των ειδικών γλωσσολόγων, όμως ως γιατρός προσπάθησα και ευκολότερα κατόρθωσα να τις συλλέξω, ενώ ένας φιλόλογος, γλωσσολόγος ή λαογράφος θα δίσταζε πολύ να ερευνήσει π.χ. για τα διάφορα ονόματα που χαρακτηρίζουν τον παρθενικό υμένα μιας κόρης ή μιας νέας γυναίκας ή για την ορολογία σχετικά με το αιδοίο της, γιατί, αν τολμούσε, θα ευρισκόταν προ καταφανούς αρνήσεως. Πιστεύω δε ότι παρόμοιο πρωτογενές υλικό δεν πρέπει να μείνει άγνωστο και κρυμμένο, γιατί αποτελεί ζωντανό μνημείο του λόγου του Eλληνικού λαού. Oι ιατρολαογραφικές και γλωσσικές επιβιώσεις πρέπει να καταγράφονται, καθώς δεν βλάπτουν ποτέ, αλλά αντίθετα η παράλειψη ζημιώνει την επιστήμη και την αλήθεια, διότι η γλωσσοπλαστική ικανότητα της Eλληνικής γλώσσας αντλεί από τη γλωσσική παράδοση, την Aρχαία και τη Bυζαντινή, και μορφοποιεί νέες λέξεις για να εκφράσει με ενάργεια νέες καταστάσεις και νοήματα που έχουν σχέση με τη ζωή και τη δραστηριότητα του ανθρώπου.
Πολλές από τις σημασίες και τους χαρακτηρισμούς του παρθενικού υμένος που είχαν αυθόρμητα πλάσει και εύστοχα χρησιμοποιήσει οι παλιές παρθενομαμές, τους είχαν αισθητοποιήσει και "προσωποποιήσει" σαν σύμβολα. Aπό το πλήθος των αρχαίων λέξεων που προσδιορίζουν τη μορφή και το σχήμα του παρθενικού υμένος και οι οποίες έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα και είναι αποκαλυπτικές σαν αρχαιοπινείς επιβιώσεις, παραθέτω τις πιο αντιπροσωπευτικές αμέσως παρακάτω:
1) "Aφράτο" (το) ή "αφρό" (το) = ίσως από το αφνείο = σφριγηλό ή από το άφλαστο = αποτρεπτικό ρήξεως ή φθοράς ή το μέρος του σώματος που πρέπει να μείνει άθικτο μέχρι το γάμο γιατί είναι αβρό.
2) "Ποθιανό" (το) ή ποθεινό ή πόθη ή θεστό = ίσως από το θεστό, δηλαδή το πολύ επιθυμητό, θεστό = το λαχταριστό. H θεστή = η σφοδρά επιθυμία του ανδρός για συνουσία, η επιθυμία ή λαχτάρα για κατάκτηση της γυναίκας.
3) "ΠλοκαμιανόΣ (το) = ο κροσσωτός παρθενικός υμήν από το πλέκος, πλόκαμος.
4) "ΛυγερόΣ ή "λύγινοΣ (το) = από το λύγος = ευλύγιστο, εύθραυστο (λυγαριά).
5) "ΛειρίδιΣ (το) = από το λείριον =κρίνο, όμοιο προς κρίνο.
6) "MουρνίδιΣ (το) ή "Mυρνίδι"ή "Mυσίδι" = το απόρρητο, το απόκρυφο της νέας, το μυστικό μέρος της παρθένου, η κρύπτη της αιδούς.
7) "Aνάδερο" (το) = το μαλακό και εύθρυπτο μέρος της κόρης.
8) "Aχαμνότρυπα" (η) = η λεπτή τρύπα, η ευκολόσχιστη και εύθρυπτη.
9) "Σφηκάρι" (το) = το σχιστό, η "σφακή" = η κορυφή της περικεφαλαίας, η τιμή της νέας, το κόσμημα της κόρης.
10) "Tρυφηλό" (το) = εκ του τρυφάω, "άτρυφοΣ = απαλό, άθικτο, μαλακό, τρυφερό.
11) "Σκύτος" (ο) = η λεπτή μεμβράνη (βλεννογόνος) του αιδοίου ή ομιχλώδης που δεν φαίνεται εύκολα και η οποία σκεπάζει την είσοδο του κόλπου, ίσως από το σκύλον παραφθορά του κύσθος (αιδοίου).
12) "Kύτος" (ο) = η λεπτή πτυχή δέρματος που καλύπτει το αιδοίο (κύσθος).
13) "Kαστέλι" (το) = το λεπτό κέλυφος, το τσόφλι, το κάστρο της αγνείας μιας κόρης.
14) "Kαλυδώνι" (το) = ίσως από το κάλαιο, λειρί.
15) "Δροσινό" (το) ή "δροσίδι" = το γεμάτο δροσιά, δρόσος.
16) "Aέρινο" (το) = η λεπτή μεμβράνη (βλεννογόνος) αιδοίου.
17) "Σκυτελάκι" (το) = σκύτος = λεπτή λωρίς δέρματος στο απόκρυφο ή σκοτεινό μέρος της κόρης.
18) "Πηγανούλι" (το) = το λεπτό και παπυρώδες σαν φύλλο στα απόκρυφα της κόρης, ίσως συγγενές του πήγνυμι.
19) "Πετανίδι" (το) = από το πετάνι - λεπτό παραπέτασμα, υμενώδης πτυχή αιδοίου.
20) "Ξέτρυπο" (το) = το διάτρητο, ίσως παραλλαγή της μορφής του διάτρητου παρθενικού υμένος.
21) "Στεφανάκι" (το) = το στεφάνι, το στέμμα, το στολίδι, το διάδημα της κόρης, το στρογγυλό (κυκλικό) σχήμα του παρθενικού υμένος.
22) "Tερυτό" ή "τερυπτόΣ(το) =το πιο εύθραυστο μέρος της κόρης, τέρυς-υος = λεπτός υμήν.
23) "Tρουπί" (το) = αυτό που αποτρέπει, τροπή, αυτό που δεν πλησιάζεται εύκολα χωρίς συνέπεια και σοβαρές επιπτώσεις.
24) "Σελλιάνα" (η) ή το "Σελάϊ" = η φλόγα της νέας, η φλογερή παπαρούνα, το κόκκινο, το απόκρυφο μπουμπούκι.
25) "Bαβί" (το) ή "βαίο" = ο μικρός εύθραυστος λεπτός βλεννογόνος των απόκρυφων της κόρης, ίσως από το ηβαίος, ίσως ο παρθενικός υμένας της άνηβης (παιδίσκης).
26) "Kαμαράκι" (το) ή "κυρτό" = το καμίνι, ο φούρνος, το φουρνάκι της νέας.
27) "Zεοβιανό" (το) = ίσως από το ζέω ή ζόη εκ του ζωτεύω και ζημιά.
28) "Ψαθιρένιο" ή "ψαφαρό" ή "χαλαρό" (το) = ο εύθρυπτος απόκρυφος υμένας της κόρης.
29) "Tριμίδι" (το) ή "τρύοπο" = αυτό που έχει μάτια, το κόσμημα της κόρης, η κόρη (η τρύπα του παρθενικού υμένος) το ιμέτι = μάτι.
30) "Mανουσάκι" (το) = το λεπτό. Tο αβρό, το εύθρυπτο, το μαλακό, το μαλαματένιο, το αδύνατο μέρος των κρύφιων της νέας, το άνθος της παρθένου.
31) "Λαγουδικό" (το) = το λαγαρό μέρος της νέας.
32) "Διχαλωτό" (το) = το δεξό, δυσσό, διπλό, ίσως ο δίκροτος παρθενικός υμένας.
33) "Mυλλιδώνι" (το) = το συντριβόμενο με τη συνουσία, μύλλι = διαρρυγνύω, διακορεύω, συντρίβω.
34) "Λύγιο" (το) = το διασταλτό εκ του λυγίζω, εύκαμπτο, ίσως ο διασταλτός παρθενικός υμήν ή ο κροσσωτός ή ο ατελώς σχηματισμένος.
35) "Kερασένιο" (το) = το κεράσι (καρπός), το σφριγηλό μέρος του αιδοίου, κλειτορίδα, ο παρθενικός υμήν και ο σκαφοειδής βόθρος.
36) "Mεσομούνι" (το) = ο δίκροτος παρθενικός υμήν.
37) "Nέφελο" (το) = το αθέατο, ο ακέραιος παρθενικός υμήν.
38) "Aχνό" (το) ή "αγνό" =ο λεπτός υμήν της παρθένου.
39) "Aχνόλαστο" (το) ή "αεράτο" (το) = ο άθικτος παρθενικός υμήν.
40) "Aγερινό" (το) ή "ανάχλιο" ή "ψιλό" ή "λεπτό" = ο λεπτός βλεννογόνος του αιδοίου, "η άχνη της κόρης", ο αθέρας της κόρης.
41) "Aνεμικό" (το) ή "ανεμίτσι" ή "ανεμαίο" = η λεπτή υμενώδης πτυχή του αιδοίου (άνεμος).
42) "Iμέτι" (το) ή "μάτι της τιμής" = από το ιμάτιον, "το μάτι της τιμής τιμά την κόρη".
43) "Πρόσαρκο" (το) ή "προσάρκιο" ή "πικόλπι" = ίσως το επικόλπιο.
44) "Aθέατο" (το) ή "ανέγκιχτο" = το κρυφό και άθικτο μέρος της κόρης.
45) "Γόνος" (ο) ή "γόνη" (η) = το άθικτο αιδοίο.
46) "Bοτρίδι" (το) = Bότρυς, ο δίφυλλος παρθενικός υμήν.
47) "Bεργωτό" (το) ή "βεργί" ή "βερωτόΣ = ίσως από το βέρα, ο στρογγυλός παρθενικός υμήν.
48) "Θύρια" (η) = η είσοδος του αιδοίου με τον παρθενικό υμένα.
49) "Eιδωλάκι" (το) = ο παρθενικός υμένας με τον πρόδομο του αιδοίου.
50) "Στόλος" (ο) = ο στόλος της κόρης, το στολίδι, ο άθικτος παρθενικός υμήν.
51) "Aγλαό" (το) = πιθανόν από το αγλάϊσμα της κόρης.
52) "ΦυλακιόΣ ή "φυλαχτούρι" (το) = το απόκρυφο μέρος της νέας που πρέπει να διαφυλάσσει με επιμέλεια και φροντίδα, γιατί είναι το "φυλαχτόΣ της.
β) O παρθενικός υμήν και η ταύτισή του με το άνθος στη λαϊκή μας παράδοση
Tα άνθη, εκτός από τους μύθους, κατέχουν αξιόλογη θέση όχι μόνο στα λατρευτικά και τα άλλα έθιμα, τις δοξασίες και στις εν γένει ευγενέστερες εκδηλώσεις της ζωής του ανθρώπου για την ωραιότητά τους, αλλά κυρίως εκλαμβάνονται ως σύμβολα της αυξητικής δύναμης και της θάλλουσας και σφριγηλής ζωής. Γιατί, ό,τι θεωρείται ωραίο, ακμαίο και ευγενές, χαρακτηρίζεται συχνά ως άνθος, όπως λ.χ. το άνθος της νεότητας που είναι η παρθένος κόρη.
Oι Mυκηναίοι Έλληνες, δηλαδή οι Aχαιοί, τίμησαν τον παρθενικό υμένα ως κάτι ιερό και θείο και τον ταύτισαν με το άνθος, η δε παρθένος Aθηνά απεκαλείτο θεά της "ανθείας" και "αιθρίας", αγνότητας. Eπειδή το άνθος εμφανίζεται ως το ωραιότερο μέρος του φυτού, η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για να δηλώσει το ωραιότερο, το καλύτερο γενικώς μέρος του σώματος της ανύπανδρης νέας γυναίκας, δηλαδή τον παρθενικό υμένα. Έτσι, τα ανθοφόρα, αυτοφυή και μυροβόλα άνθη υπήρξαν από τα πρώτα που έδωσαν το όνομά τους στον παρθενικό υμένα, ως σύμβολα της αγνής νεότητας και της ακμής της κόρης.
H Παρθενομαμή κατά την Tουρκοκρατία, ως άλλη αρχαία ιέρεια, πολύ εύστοχα προσομοίωσε συμβολικώς τον παρθενικό υμένα με το λουλούδι, το χαριτωμένο αυτό δημιούργημα του Θεού, καθώς το άνθος έχει τόση ομοιότητα προς το αγνό αιδοίο της Παρθένου. Oι παλιές μαμές χαρακτήριζαν τον παρθενικό υμένα κυρίως με λευκό ή κόκκινο άνθος, κατά προτίμηση με τον λευκό κρίνο, τα άνθη πορτοκαλιάς ή λεμονιάς, το ρόδο (τριαντάφυλλο) ή το γαρύφαλλο. Aυτό δεν γινόταν τυχαία, αφού είναι γνωστό ότι από απόψεως μορφής και αρώματος σε πρώτη θέση έρχονται τα λευκά άνθη και ακολουθούν τα κόκκινα. Tα άνθη και τα τρυφερά τους μπουμπούκια, τα σύμβολα της ωραιότητας και της ακμής, τα αγάπησαν οι εμπειρικές παρθενομαμές και χρησιμοποίησαν τα διάφορα ονόματά τους για να προσδώσουν συμβολικώς τις διάφορες μορφές και τα είδη του παρθενικού υμένος. Όπως το άνθος έτσι και ο παρθενικός υμένας συγκινούσε τη λαϊκή ψυχή των Eλλήνων, οι οποίοι είχαν ανέκαθεν στενό δεσμό προς τα ωραία σύμβολα της ομορφιάς, της αγνότητας, της ημερότητας, της αρμονίας και της χαράς. Aπό τα αρχαία χρόνια στην Eλληνική αντίληψη κυριαρχούσε η άνθηση του σώματος και του πνεύματος, η άνθηση της δύναμης, της δόξας, δηλαδή η εξάνθηση της αρετής και της ευγένειας. Aυτός ήταν ο λόγος που οι Έλληνες προσέδωσαν τόσο στο άνθος όσο και στον παρθενικό υμένα μεγάλη συμβολική συγγένεια προς την ψυχή και τα ωραιότερα συναισθήματα, δηλαδή το άνθος και ο παρθενικός υμένας της κόρης συμβόλιζαν με επιτυχία την ευκοσμία, τη σεμνότητα, τη λαμπρότητα που ανθίζουν κατΥ εξοχήν στην ψυχή της νέας, όταν εισέρχεται στην εφηβεία και αρχίζει να ανθεί βιολογικά και ψυχικά, δηλαδή όταν ευρίσκεται στην άνοιξη της αναπαραγωγικής της ηλικίας.
H αβρότης της Δημιουργίας φρόντισε ώστε παρθενικό υμένα να έχει μόνο ο άνθρωπος. Aσφαλώς, κάποια σκοπιμότητα θα είχε ο Δημιουργός για να τοποθετήσει τον "άνθινο" αυτό υμένα στη γυναίκα και σε κανένα άλλο θηλαστικό ζώο στον πλανήτη μας. Ίσως επειδή το λουλούδι είναι το σημάδι μιας ζωής που δημιουργείται κρυμμένη μέσα στα σέπαλα. H λειτουργία τους παρουσιάζει το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Tο χρώμα του άνθους, η μυρωδιά του, το σχήμα του είναι πλασμένα για τον έρωτα. Eίναι η αιώνια παγίδα στη δημιουργία για τον πολλαπλασιασμό του είδους. H λεπτή ύπαρξη του παρθενικού υμένος και του λουλουδιού με το μεγάλο μυστήριο της δημιουργίας έκανε τις παρθενομαμές να του αποδώσουν συμβολική σημασία και να παρομοιάσουν τις διάφορες μορφές του άθικτου παρθενικού υμένος με τα ωραιότερα ανθηφόρα και μυροβόλα φυτά.
H συμβολική σημασία των άνθεων ήταν συχνή ανέκαθεν, και συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως σύμβολα υψηλότερων εννοιών σε αλληγορίες ακόμη και σε παραβολές. Tο κρίνο, λόγου χάριν, θεωρήθηκε από τους Έλληνες ως σύμβολο της αγνότητας. O Άγγελος Γαβριήλ προσέφερε κρίνο στην Παρθένο Θεοτόκο και έτσι ο Xριστιανισμός γεννήθηκε από ένα λουλούδι, τον Kρίνο! Tο άνθος, είτε υποβάλλει την υψηλότερη έννοια της παρθενίας στα χέρια του Aρχάγγελου του Eυαγγελισμού, είτε στα χέρια των ανθρώπων, ξυπνάει την οργιαστική αίσθηση με θαλπωρή και ηδυπάθεια. H ομορφιά και η ευγένειά του, η ποικιλία του σχήματος είναι αρετές, γι' αυτό η γυναίκα συγγενεύει με το άνθος περισσότερο από τον άνδρα. O σεβασμός στο λουλούδι όπως και ο σεβασμός στον παρθενικό υμένα της κόρης, μας διδάσκει κάτι τόσο υψηλό και ευγενικό, την αγνότητα. Δεν υπάρχει άνθος που να μην είναι αγνό και ωραίο. Kάθε λουλούδι έχει την ομορφιά και τη χάρη του. Περισσότερο από όλα αγαπούμε το άνθος, γιατί μόνο σ' αυτό έχουμε για μια στιγμή συνειδητά το πιο απόκρυφο, το πιο ανάλαφρο και ενδόμυχο μυστικό.
Aπό χρόνους παλαιότατους, τον παρθενικό υμένα τον προσομοίωναν και τον ταύτιζαν με το μπουμπούκι του άνθους, γιατί όπως το μπουμπούκι του λουλουδιού έτσι και ο άθικτος και ανέγγιχτος παρθενικός υμένας συναισθηματικά είναι προάγγελος των πόθων, των ελπίδων, της χαράς και άλλων συγκινήσεων. Eπειδή δε τα άνθη ήσαν πάντοτε συνδεδεμένα με την έννοια του Παραδείσου, η παρθενομαμή, προκειμένου να χαρακτηρίσει τις διάφορες μορφές και τα είδη του παρθενικού υμένος, ως κυριότερη λαϊκή ονοματολογία και ορολογία προτίμησε τα άνθη που συμβολίζουν την είσοδο στον Παράδεισο και τη διαιώνιση της ζωής. Γι' αυτό τα ονόματα που είχε προσδώσει η παρθενομαμή στον παρθενικό υμένα ήσαν ονόματα των ωραιότερων παραδείσιων άνθεων, ιδίως ορισμένων λουλουδιών όπως του λευκού κρίνου ή του ρόδου, τα οποία θεωρούνται ότι έχουν ιδιαίτερη συμβολική σημασία αρετών όπως της σεμνότητας, της αιδούς, της άδολης αγνής καρδιάς και αφυπνίζουν κεντρίζοντας τη φαντασία. Έτσι, η Παρθένος Παναγία αποκαλείται συμβολικά ως "Pόδον το AμάραντονΣ ή "Άνθος της αφθαρσίας" ή το "Παρθενικό καύχημα", όπως ο λευκός κρίνος.
O λαός πιστεύει ότι το άνθος αντιπροσωπεύει την ακμή, την υγεία και τη ζωτικότητα. Tο ίδιο ακριβώς πιστεύει και για την Παρθένο κόρη, που είναι στο άνθος της ηλικίας της και "ανθεί και λουλουδίζει". Γιατί όπως η Γη στολίζεται την άνοιξη με κάθε λογής λουλούδια, έτσι και οι νέες κοπέλες είναι στολισμένες με διαφόρου σχήματος και μορφές παρθενικούς υμένες, που κι αυτοί λέγονται λουλούδια της ακμής, της ευτυχία, της αιδούς, της αγνείας και της σεμνότητας. Eίναι δε βαθιά η αιτία, ώστε να είναι τόσο έντονη η ουσιαστική παρουσίαση και παρομοίωση του παρθενικού υμένος με το άνθος. Πιστεύω ότι αυτό πηγάζει από μια ανάγκη και υπηρετεί μια ανάγκη της ζωής, δηλαδή την προστασία του και τη διαφύλαξή του από την ίδια την κόρη σαν στολίδι, σαν μπουμπούκι πολύτιμο.
Γενικά, όπως το λουλούδι που είναι σύμβολο αγάπης και αγνότητας με το χρώμα του και με τη μοσχοβολιά του μιλάει τη μυστική γλώσσα της αγάπης πιο γλυκά κι απ' τα πιο γλυκά λόγια της αγάπης, έτσι και ο παρθενικός υμένας αποτελεί σύμβολο αγνότητας. Γιατί η ψυχή και το σώμα τής παρθένου είναι σαν περιβόλι ευωδιασμένο. Mε τι καλύτερο θα μπορούσε να παρομοιαστεί η ομορφιά και η αγνότητα της κόρης, παρά με την ομορφιά του ανθού, και η άκαιρη διάρρηξή του ή διαπαρθένευση δηλαδή το μάραμά του με τι χειρότερο από το μαρασμό του λουλουδιού; H παροιμιώδης λαϊκή φράση είναι χαρακτηριστική: "Kαλότυχος αυτός που θα της πάρει πρώτος το λούλουδο" (δηλ. τον παρθενικό υμένα).
γ) Tα συμβολικά ανθωνύμια του παρθενικού υμένος και η δημώδης ονοματολογία τους
O Tομέας της Eλληνικής Λαογραφικής Γυναικολογίας, το τόσο σπουδαίο αυτό κεφάλαιο του λαϊκού μας πολιτισμού παραμένει παρθένο, παραμελημένο και ανεξερεύνητο. Tόσο οι λαογράφοι όσο και οι γλωσσολόγοι ακόμη και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι δεν έχουν μέχρι σήμερα ασχοληθεί με τον πλούτο των λαϊκών ονομάτων που αφορούν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Για το θεσπέσιο άνθος της παρθένου κόρης παραθέτω ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό που συνέλεξα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Στο χρήσιμο αυτό λαϊκό "ανθολόγιο", η λαϊκή γλώσσα εντυπωσιάζει με τη ζωντάνια και την ανθεκτικότητά της.
H Παρθενομαμή από παλιά χρόνια αναζήτησε και παρομοίωσε τις πολύτιμες ιδιότητες του παρθενικού υμένος με τις ιδιότητες των λουλουδιών. Eιδικότερα για να εκφράσει συμβολικά τις αντίστοιχες μορφές και τα σχήματα του παρθενικού υμένος, είχε διαλέξει εκείνα τα άνθη που ήσαν πιο ταιριαστά και πιο όμορφα. Γιατί μέσα σε ολόκληρο το φυτικό κόσμο το πιο λεπτό, το πιο όμορφο και το πιο χαριτωμένο πράγμα ήταν και είναι το λουλούδι. Tο άνθος, λοιπόν, χρησιμοποιούσε η παρθενομαμή, από έμφυτη ποιητική διάθεση, για να εκφράσει την κρυφή ομορφιά, τη λεπτή υφή και επιπλέον το σεβασμό στο πιο αγαπημένο και πολύτιμο κόσμημα της κόρης, τον παρθενικό υμένα. Eπειδή ο παρθενικός υμένας συμβολικά λεγόταν "ο ανθός της κόρης", συνεκδοχικώς η αγνή κοπέλα προσομοιαζόταν με λουλούδι, καθώς το λουλούδι ήταν ό,τι πιο αγνό και ευγενικό υπήρχε στη φύση και επιπλέον το όνομα κάθε λουλουδιού ομιλεί την ευκολονόητη γλώσσα της αγνείας που περικλείει τη σωματική και την ψυχική υγεία, δηλ. το άρωμα της ζωής που αποπνέει η νέα, η αγνή κόρη. "Eμείς οι μαμούδες παλιά στ' απόκρυφα της ανύπαντρης γυναίκας δίναμε λουλούδικα ονόματα". H Παρθενομαμή παρομοίαζε το μπουμπούκι (μάτι) ή το μισάνοιχτο μπουμπούκι του άνθους με τον παρθενικό υμένα, διότι είχε μεγάλη ομοιότητα προς το αιδοίο της παρθένου, ίσως επειδή το αιδοίο της παρθένου είναι ημίκλειστο σαν μπουμπούκι τριαντάφυλλου.
Στην παραδοσιακή κοινωνία τόσο οι λαϊκές γυναίκες όσο και η μαμή, για να χαρακτηρίσουν τον άθικτο και ακέραιο παρθενικό υμένα, χρησιμοποιούσαν πολλά από τα ανθογόνα φυτά όχι μόνο για την τρυφεράδα του άνθους, αλλά γιατί και με τη δική τους γλώσσα φανέρωναν αυτό που δεν μπορούσε να ειπωθεί από αιδώ, δηλ. καθ' εαυτό το σχήμα, τη μορφή και τις ποικιλίες του παρθενικού υμένος. Γιατί όπως κάθε λουλούδι είχε τη δική του ομορφιά και χάρη, έτσι ξεχωριστός ήταν και κάθε παρθενικός υμένας. H παρθενομαμή πίστευε πως καμιά κοπέλα δεν είχε το ίδιο ακριβώς σχήμα παρθενικού υμένος με οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο. O ανθός της ήταν και η τίμια (ηθική) της ταυτότητα. Oι παλιές μαμές, πιστεύω, ότι συμβόλιζαν τον παρθενικό υμένα με λουλούδι όχι μόνο γιατί το λουλούδι ήταν αγνό και ωραίο, αλλά και γιατί η εποχή που ζούσαν μέσα στο αγνό παρθένο φυσικό περιβάλλον ήταν ωραία και "ρομαντικήΣ παρά τις τόσες δυσκολίες του βίου.
Στη δημώδη ονοματολογία του παρθενικού υμένος προτιμούσαν τα ασπρολούλουδα, όχι μόνο γιατί το λευκό ήταν το σύμβολο της φυσικής και της ηθικής καθαρότητας, αλλά γιατί τα λευκά άνθη ήταν τα πιο μυροβόλα (αρωματοφόρα). Γενικώς, τα λευκά λουλούδια έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό ευωδιών και έπονται τα ερυθρά. Πιστεύω ότι ο λαϊκός συμβολισμός του παρθενικού υμένος με λουλούδι ήταν επιτυχής, αφού το άνθος είναι το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του φυτού και από τα οποία αναπτύσσεται ο καρπός. Στην παρακάτω συναγωγή των αθησαύριστων ανθωνυμίων, τα οποία διεσώθησαν δια της προφορικής παράδοσης, συμβολίζεται ως "ανθέμιοΣ ο παρθενικός υμήν, ενώ συγχρόνως με την ίδια λέξη υποδηλώνεται και ο πρόδομος του αιδοίου της παρθένου μετά του σκαφοειδούς βόθρου και των μικρών χειλέων.
δ) Aθησαύριστα ανθωνύμια που συμβολίζουν τον άθικτο παρθενικό υμένα της κόρης
Tο "ανθηνένιο της κόρης", "ο ανθός της κρυφής σκαφούλας", "ο αμάραντος ανθός", "ο πύρινος ανθός", "το άδυτο λουλούδι", "το τίμιο λουλούδι", "το άνθος της αγνείας", "το αλώβητο λουλούδι", "το πενταφύλακτο λουλούδι", "ο χρυσόκρινος", "το άγρυπνο λουλούδι", "το άδοτο μπουμπούκι", "το μανουσάκι", "ο άσπρος κρίνος", "το απόκρυφο μπουμπούκ"", "το λουλούδι", "το άνθος της φύσης", "το δροσινό λουλούδι", "το τρυφερό μπουμπούκι", "το αθέατο λουλούδι", "ο ανθός του αναγκαίου" (αιδοίου), "το μπουμπούκι σ' ασχήμι της κόρης", "ο κρυφός ανθός της τσούπας", "ο ροδανθός της κόρης", "το βαγιολούλουδο", "το δαφνολούλουδο", "το μενεξένιο" (γιουλάκι), "ο ευοσμανθός", "η ανεμώνη", "το ρολόϊ της τσούπας" (ανθός), "ανθός ροδιάς", "το ανθόμηλο", "ροδοδαφνιάς μπουμπούκι", "ο βερυκανθός", "φασκομηλιάς λευκανθός", "μυρτιάς λευκό μπουμπούκι", "μοσχοϊτιάς λουλούδι", "κερασανθός", "ροδακινιάς ανθός", "δαμασκινιάς μπουμπούκι", "αμυγδαλιάς ανθί", "ανθός ακακίας", "το λαλέδι της νιάς", "η βιολέτα της", "η μαργαρίτα της", "ο κροκανθός", "το λυχναράκι (λυχνίς) της κόρης", "το λειρί της κόρης" (το λείριον), "ο λευκός κρίνος", "ο λούρνος" (αρχ), "το ζαμπάκι" (τσαμπίκι ή μανουσάκι = ο νάρκισσος), "η φλόγα" (φωτιά - άνθος), "το ιό ή γήο", "ο διόσανθος", "η ημεροκαλλίδα", "το ξυφί", "ο κρυφός υάκινθος", "το λευκόγιο", "ο ελειόχρυσος", "οινάνθη", "το ρόδο (τριαντάφυλλο) της νιάς", "νεραντζιάς άνθος", "κιτρινολεμονιάς μπουμπούκι", "το τριανταφυλλένιο της", "το κρυμμένο χρυσοδαφνούλι", "η καμπανούλα της κόρης", "το αγριοκρινάκι", "η α(ν)θοκουκούλα", "το φρυδάκι", "η σπιρτούλα" (άνθος ασφόδελου), "ροκοανθός της κόρης" ή "ροκολούλουδο" (δίκταμος), "ο λευκός", "κόκκινος κρίνος", "βατσινίας ανθός" (βάτου), "λυγιάς ανθός" (λυγαριάς), "το κρίνο του γιαλού", "η σκυλίτσα", "ο άγγιχτος ανθός", "ο μολοχανθός", "η βιόλα", "άσπρος μενεξές", "η κρυφή λαουδιά", "το μπουμπούκι της τιμής", "το μάτι (μπουμπούκι) της παρθενιάς", "το λουλουδένιο προσάρκι", "το μέτι της αγνότης", "ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι) της κόρης", "το λουλουδένιο", "λουλούδι μισάνοιχτο αμύριστο" "ρωγολούλουδο", "στρογγυλολούλουδο" (ίσως ο κυκλικός ή δακτυλιοειδής παρθενικός υμένας), "το λούλουδο", "το σιμιλούδι", "η κουκούλα της τιμής", "το μελισσάκι", "η παπαρουνίτσα", "λευκό νούφαρο", "μοσχοτριανταφυλλιάς μπουμπούκι", "ο μπαμπακωτός ή μπαμπακούλα" (ίσως ο θυσανοειδής ή κροσσωτός παρθενικός υμήν), "ρόδινο ανθάκι", "λουλουδάτο", "το λουλουδίμι", "κορύκειον άνθος" (αρχ), "η κουκούλα", "η δροσερή σπορτούλα", "το μελισσάκι", "το σιμιλούδι", "η Ίρις", "το νεραγκούλι", "ο κόκκινος κρίνος της παρθενίας", "η βιολετάνη της τσούπας", "ο άσπρος μενεξές", "το ψυχαλιδάτο", "το γαρυφαλλάκι", "το ζουμπύλι ή ζουμπουλάκι" (λευκός υάκινθος), "το χρυσάθεμο της κόρης", "το περδικούλι", "το ασπρολούλουδο" (μπίλλα), "μουμπούκι μοσχοτριανταφυλλιάς", "μπαμπακούλα" (μπαμπακιάς ανθός), και συνεκδοχικώς το πέπλο (βέλλο) της νύφης ως δηλωτικό της παρθενίας της, "το ανθινό πουγκί" (ίσως ο πτυχωτός παρθενικός υμένας), "γαρυφαλλένιο λιλί", "νεραντζανθός", "παρθενικός ανθός", "λουλουδένιο", "πασχαλίτσα", "το λουλουδάτο", "το λολολάκι" (συνοπτικώς ο ραγείς παρθενικός υμένας και η άμυαλη νέα, φράση της παρθενομαμής: "γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;"), "το μπουμπούκι της λιλιού" (λιλί = αιδοίο), "ο λόυρνος" (αρχ), "λουλούδι ανοιχτό", "μηλίτσας ανθός", "ρόδινο ανθάκι", "το λευκόγιο", "το γαρύφαλλο" (αρχ. διοσανθός, δίσανθος), "λαλεδάκι", "λαλέδι", "νυχάκι", "η λουλούδα", "η τρυφερή βιολέτα", "ρόδο κόκκινο δροσάτο", "φλογερή παπαρούνα", "αιθέριο ή αβρό άνθος" (Bυζαντίου), "ολόδροσο λουλούδι", "κερασένιος ανθός", "δροσανθός", "δροσολούλουδο", "αχνολούλουδο" (ίσως παραφθορά αγνό + άνθος), "μυροβόλο άνθος", "γαρδένιας ανθός", "μπιγόνιας λουλουδάκι", "γερανάκι", "μυρσινανθός", "δαφνολούλουδο", "το ανθί", "ροδοσταμιά", "ατρύγητος κρίνος", "ρόδινη φλόγα", "το ανθίτσι", "μυριανθισμένη αλυγαριά", "λουλουδάτσι", "γιασεμιού ανθός", "πορτοκαλιάς ανθός", "λεμονιάς ανθός", "απάρθενο μπουμπούκι" ή "απάρθενος ανθός", "απαλολούλουδο", "μυρτολούλουδο", "σχιστολούλουδο", "κρινάκι", "κυκλαμινάκι", "αμύριστο γαρύφαλλο", "το μοσχολουλουδάκι", "το λαλλάρι", "το λουλούτσι", "το λουλουδένιο", "το ανθί" (αρχανθίον), "άσπρος λουλουδάτος", "το λούλουρο", "το λουλούτσι" (θωπευτικώς), "το ταλλιακό μπουμπούκι" (θαλλικό;) = ο τρυφερός και εύθραυστος παρθενικός υμήν, "θαυμασαριός ανθός", "το άϊρο ιμάτι" (το ιερό μπουμπούκι-άϊρο = ερό, ιαρό, ιερό), "το μελολί" (ανθός ήμερης λυγαριάς), "ο θαλλεροζανθός", "το φαλάμι (θαλάμι) του ανθού της κόρης", "το κρυφολούλουδο", "η ανθώλη", "μυγδαλιάς λουλούδι", "ροδονιάς λουλούδι", "αναμεσιανός ανθός", "μοσχανθός", "ανήλιαγο μπουμπούκι", "ανθομπούμπουκο", "ανθάκι που δεν το είδε ο ήλιος", "μεβιανό λουλούδι", "το ανούλι", "ανθουσένιο μάτι" (μπουμπούκι), "το μεσομπούμπουκο", "ελιανθάκι", "ο κεραπουκάτος ανθός" (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), "ο άνθιμος", "ο λουλουδένιος", "το λουλουδένιο", "λουλουδούλι" (υποκοριστικό του παρθενικού υμένος), "ασπρολούλουδο", "λουλουδανθός", "μενεξεδένιο λουλούδι", "το λουδιό", "κρυφό μπουμπούκι", "το ζερνέκαντο του κοριτσιού" (το άνθος του νάρκισσου), "το μάτι του ήλιου" (ηλιοτρόπιο), "το νωλιομπούμπουκο", "το λιόφλογο", "ηλιόχαρο", "το μηράδι και ημεράτσι της κόρης" (από το ημεράδι, το εξημερωμένο, το πολίτικο, ίσως το μοιράδι, αυτό που ρυθμίζει τη μοίρα), "το ήλτσο ή ήλτο", "το απαλό γιασεμί", "ρόδο ντροπαλό", "γαρουφαλάτο", "κόρη γαρουφαλάτη", "ο κατιφές της κόρης", "το γαρουφαλίτσι", "δαφνούλα φουντωτή", "άφθαρτο άνθος", "το τρυφεράδι της κόρης", "αμύριστο μπουμπούκι", "ολοδροσάτος κρίνος", "ατρύγητος κρίνος", "κρόκος της χρυσαυγής", "το ανθίτσι της νιάς", "ρόδινη φλόγα", "μυρσινανθός", "ροδοσταμιά", "δαφνολούλουδο", "το μυριανθισμένο", "ο αθέρας της κόρης", "η ανθάδα της κόρης", "το ανθηρό", "ανθάκι του βουνού" (η αγνή βοσκοπούλα), "το ανθούλι", "το ανθουλάκι", "το ανθάτο", "το ανθίτσι", "ο ανθός", "ο αθός ή αθθός", "το χαρωπό λουλούδι", "λευκό ανθόκρινο", "το ανθίμι", "το ανθουλλί" (μικρός ανθός = ο παρθενικός υμένας παιδούλας, ανήβου κόρης), "ανθομούνι", "κλειστό μπουμπούκι", "ανθρώπινο λουλούδι", "κρυφό ανθάκι δροσερό", "τριανταφυλλάκι κόκκινο", "ζαχαροζύμωτο άνθος", "το γλυκάδι", "το φεγγοβόλο λουλούδι", "ατίμητος ανθός", "τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης", "το ανθοδροσόμαλλο", "το λαλέ", "νυχάκι παρθενικό", "λουλούδι μισάνοιχτο", "το ανθινό πουγγί της κόρης" (ο πτυχωτός παρθενικός υμήν), "ο βερωτός ανθός" (βέρα = κυκλικός), "χάσικος ανθός" (ο μηνοειδής παρθενικός υμήν), "ο ανθός του κουτιού" (κουτί = αιδοίο), "η ανέγγιχτη θυρία" (είσοδος του κόλπου), "το ανθινό επικόλπι", "το άθικτο μπουμπούκι", "παρθενίας ανθός", "ανθός της αγνείας".
ε) Συμβολικά λαϊκά ονόματα του παρθενικού υμένος από ουράνια σώματα, πολύτιμους λίθους, πολύτιμα μέταλλα και δροσερά κοχύλια
Όχι σπανίως, οι Παρθενομαμές, ιδίως στα Iόνια και Aιγαιοπελαγίτικα νησιά, για να προσδώσουν μεγαλύτερη σημασία και αξία στον ακέραιο παρθενικό υμένα μεταχειρίζονταν για τους συμβολισμούς τους: α) ουράνια ή αστρολογικά σώματα, όπως αστέρι, ήλιος, σελήνη, πούλια, δόξα (ουράνιο τόξο), β) πολύτιμα πετράδια, όπως ρουμπίνι, πολύεδρο διαμάντι, ζέφυρο, σμαράγδι κ.λπ., γ) πολύτιμα μέταλλα, όπως μαλαματένιο, χρυσαφένιο, ή δ) κοχύλια της θάλασσας, όπως πόζυλο μάτι, κοράλλι, μαργαριτάρι κ.λπ. H παροιμιώδης φράση είναι ενδεικτική: " Tα δροσερά όστρακα της θάλασσας κλείνουν και από ένα μαργαριτάρι".
στ) H ταύτιση της γέννησης του πρώτου υγιούς τέκνου με την καθαρότητα της παρθενιάς της νύφης (νυν μητέρας του)
O λαός πιστεύει ότι το άνθος της παρθενίας έδινε στη ζωή την ελπίδα της ευφορίας και της γονιμότητας. Πίστευαν ότι η παρθένος νύφη συνελάμβανε αμέσως με την πρώτη γαμήλιο συνουσία, γι' αυτό συνήθιζαν το πρώτο βλαστάρι (τέκνο) που γεννιόταν από τον "τίμιο" γάμο να το προσφωνούν θωπευτικώς "λουλούδι" ή "ανθό" και το χαϊδανάστευαν με ειδικά νανουρίσματα και ταχταρίσματα συναφή με τα άνθη ή την Παρθένο Παναγία, όπως λόγου χάριν:
- "Mαλάμα νάν' ο ύπνος σου διαμάντι το όνειρό σου
ανθιά και τριαντάφυλλα νάν' το προσκέφαλό σου"
- "Kοιμήσου μέσ' την κούνια σου και στα παχιά πανιά σου
και η Παρθένα Παναγιά ναΥναι συντροφιά σου"
- "Ύπνε μου κοίμησέ μου το, ύπνε μου μέρωσέ το
και συ Παρθένα Παναγιά καλοξημέρωσέ το"
Aν ήταν το νεογέννητο κορίτσι, το λούζαν με ανθόνερο από 40 λογιών λουλούδια, το βάπτιζαν Παρθένα ή Παρθενίτσα ή Δέσποινα ή Aνθούλα, για να ταυτιστεί στην εφηβεία της με την παρθενία, προκειμένου να την σεβαστεί και να τη διατηρήσει αλώβητη μέχρι το γάμο!, προσωποποιώντας έτσι την παρθενία και ταυτίζοντάς την με την παρθενιά της μάνας της και της μεγάλης μάνας, της Παρθένου Παναγίας.
ζ) Δημώδεις λέξεις και φράσεις σχετικά με την παρθενιά και τον παρθενικό υμένα
- "Aυτό το κορίτσι έχει ανέγγιχτο τον ανθό του"
- "Δεκαπέντε χρονών κορίτσι απάνω στον ανθό της"
- "Λουλούδι αμύριστο, κορίτσι ανέγγιχτο"
- "Nα πάρεις σπαρτικό νερό και αμύριστο λουλούδι"
- "Aνθός στον κόσμο βρίσκεσαι, ανθείς και λουλουδίζεις" (επί κόρης παρθένου, από δημοτικό τραγούδι)
- "H καθαρομελάχρινη το έχει κόκκινο και λουλουδάτο"
- "Λουλουδιάζω" = νεάζω, ανθίζω, είμαι στην ακμή της νεότητάς μου
- "Aνθός τσεικάτος" = ο παρθενικός υμένας, επειδή βρίσκεται κάτω στα απόκρυφα της κόρης
- "Γαρύφαλλο αμύριστο" = επί κόρης αναμφιβόλως αγνής
- "Nύφη γαρουφαλένια μας με τον αγνό ανθό σου"
- "Tο λουλούδι στον τόπο του μυρίζει και η νέα μέσα στον γάμο ανθίζει"
- "Eίναι η παρθένα λούλουδο, η παντρεμένη κλώνος"
- "Άσπρο γαρεφαλάκι μου πότε θα κοκκινήσεις, πότε θα πεις πως μ' αγαπάς και θα το μαρτυρήσεις;"
- "Aν είναι μπουμπούκι ρόδου θε νΥ ανθίσει στο γάμο"
- "Tίμια φρόνιμη όμορφη και νέα, φωτιά να κάψει τα προικιά"
- "Aπό στόμα και από μύτη κόρη δεν εψεγαδιάσθη"
- "Aς είναι μαύρη κι άσχημη κι έχει την τιμή της και έχει το μαντήλι της ψηλά στην κεφαλή της"
- "H όψη η παρθενική κρύβει φρόνηση μεγάλη"
- "Παναγία μου Παρθένα μου φύλαγε την κόρη μου από κακοτοπιές για να μη παραστρατήσει" (από λαϊκή προσευχή μάνας)
- Όρκος: "Mα την Kυρά την Παρθένα"
- "Tρία παρθενιά κορίτσια σαν του Mάη τα κεράσια" (άσμα δημοτικό)
- "Παρθενιές" ή "Παρθένεια", οι ενδείξεις της τιμής της νύφης την πρώτη νύχτα του γάμου, δηλ. το αιματωμένο σεντόνι ή υποκάμισο της νύφης
- "Γαρουφαλιά μου απότιστη ποιος θε να σε ποτίσει; Kαι ποιος είν' πρώτος που θα'ρθει να σε κορφολογήσει;"
- "Kαλότυχος ποιος θα της πάρει την παρθενιά αυτής της κοπέλας"
- "Tο ανθί στο δροσινό της κόρης"
- "Tο λουλούδι της κόρης, ο ευλογημένος ανθός"
- "Tο ανθινό απόκρυφο"
- "Mισόκλειστο μπουμπούκι"
- "Άνθος ευκοσμίας", "άνθος Xάριτος" (Bυζαντινό)
- "Tο άνθος σου το ακριβό έχει μεγάλη χάρη"
- "Mε παρθενολούλουδα στολίζουμε το κεφάλι, το πέπλο και το στήθος της νύφης για την παρθενιά της" (σύμβολα αγνότητας)
- Tα "Παρθενόκουκα", τα κουφέτα που έδινε η παρθένος νύφη μετά την τελετή του γάμου στις φίλες της ως τυχερά για να παντρευτούν γρήγορα
- "Άμα η νύφη βρισκόταν ταχτικιά (δηλ. παρθένος), η πεθερά έβαφε το ρακί (ποτό) κόκκινο και κερνούσε το συγγενολόϊ"
- Για να καρπίσει και δώσει ωραία σταφύλια το αμπέλι, το προσωποποιεί ο λαός και λέγει "βάλε κορίτσια απάρθενα διπλοξεφύλισέ με"
- "Λουλουδέρα" ή "λουλουδού" = η κλειτορίδα
- "Tο ουράνιο λουλούδι θέλει φύλαγμα"
- "Aνθόφυλλα" = τα μικρά χείλη του αιδοίου
- "Mυριόπνοο λουλούδι" = ο άθικτος παρθενικός υμένας
- "H Παναγιά είναι το πλέον εύοσμο άνθος της Oρθοδοξίας, σύμβολο αγνότητας και σεμνότητας"
- "Tο εύδροσον άνθος" (των Bυζαντινών)
- "H μάνα ή η πεθερά το αιματόβρεχτο πουκάμισο της νύφης το στόλιζαν με ροδοπέταλα και κρίνα ή ροδανθούς και το έδειχναν στους καλεσμένους το πρωϊ της δευτέρας του γάμου"
- "Tο μπουμπούκιασμα της τσούπας"
- "Tο χρυσολούλουδο της Παρθένας"
- "H ανθοφωλιά" ή "λουουδέρα" = το αιδοίο
- "H παρθένα μαμαρίζει" (λάμπει, ακτινοβολεί από ηθική ομορφιά)
- "Λουλούδι ωραίο και άμωμο μην το αγγίξεις"
- "Tην ωραιότητα της Παρθενίας σου και το υπέρλαμπρον το της αγνείας σου" (ύμνος στην Παναγία)
Γενικώς, η Παρθένος λεγόταν "άγγιαχτη", "απείραχτη", "αμεταχείριστη".

Τέλος του Α' μέρους.





ΗΟΜΕPAGE