<<< Προηγούμενη σελίδα

ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ
B' Mέρος

Βασίλειος Τζιγγούνης

Όπως τονίσθηκε και στο α' μέρος του άρθρου της συντάξεως σκοπός της σύνταξης είναι η έγκυρη ενημέρωση των συναδέλφων Μαιευτήρων Γυναικολόγων και η αποφυγή υπερβολών και εσφαλμένων εντυπώσεων που δυστυχώς δημιουργούν αίσθημα ανασφάλειας και αμφισβήτησης. Έτσι επισημάνθηκε το γεγονός ότι επειδή ορισμένες νεοπλασίες του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας είναι ορμονοεξαρτώμενες αυτόματα γίνεται ο συνειρμός, λανθασμένος βέβαια, ότι τα σκευάσματα με ορμόνες προκαλούν καρκίνο. Θα ήταν «επιθυμητή» μια τέτοια κατάσταση καθ' όσον θα ελύετο άπαξ διαπαντός το πρόβλημα τόσο της αιτιολογίας όσο και της θεραπείας αυτών των καρκίνων. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι καθ' όσον οι ορμόνες δεν δημιουργούν de novo καρκίνο. Και τούτο γιατί άλλο πράγμα η γένεση και άλλο η επιτάχυνση εμφάνισης καρκίνου. Σχετικά με την ορμονική αντισύλληψη και κυρίως με τα από του στόματος αντισυλληπτικά δισκία που ως γνωστό περιέχουν οιστρογόνο και προγεστερινοειδή έχει αποδειχθεί επιδημιολογικά ότι όχι μόνο δεν προάγουν τις καρκίνο αλλά αντίθετα δρουν προστατευτικά ως προς την εμφάνιση καρκίνου ενδομητρίου ή ωοθηκών. Το θέμα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας παραμένει αδιευκρίνιστο. Αυτό οφείλεται στην δυσκολία ελέγχου των παραγόντων κινδύνου για την τραχηλική νεοπλασία όπως π.χ. η σεξουαλική συμπεριφορά (ηλικία πρώτης σεξουαλικής επαφής, αριθμός σεξουαλικών συντρόφων) καθώς και η έκθεση σε σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και κυρίως στις HPV φλεγμονές των τύπων 16, 18, 31, και 33. Όσο αφορά τον καρκίνο του μαστού οι περισσότερες πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ότι δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που έλαβαν η λαμβάνουν αντισυλληπτικά (JAMA Σεπτ. 2002) Επί πλέον υπάρχει ευεργετική επίδραση των αντισυλληπτικών δισκίων στις γυναίκες που υποφέρουν από ινοκυστική μαστοπάθεια. Σχετικά με την σημασία των μεταλλάξεων των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 πρέπει να τονισθεί ότι παρά τα θαύματα της γενετικής από την μελέτη του ανθρώπινου γονιδιώματος ούτε ένας στους δέκα καρκίνους του μαστού δεν μπορεί να αξιολογηθεί γονιδιακά παρόλο που η κληρονομική επιβάρυνση υπάρχει σε τρεις από τους δέκα καρκίνους και τούτο γιατί οι μεταλλάξεις των γονιδίων αυτών που εδρεύουν στα χρωμοσώματα 13 και 17 βρίσκονται μόνο στο 1 % του πληθυσμού και ευθύνονται για το 5-10% του καρκίνου του μαστού.
Παρά ταύτα μέχρι σήμερα πιστεύεται ότι γυναίκες με μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA 1 έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού μετά από μακροχρόνια λήψη αντισυλληπτικών δισκίων με σχετικό κίνδυνο 1.33. Αυτό όμως δεν έχει αποδειχθεί για τις γυναίκες που παρουσιάζουν μετάλλαξη του BRCA2. Τονίζεται επίσης ότι τα ανωτέρω ευρήματα αφορούσαν τα αντισυλληπτικά της πρώτης γενιάς με υψηλή περιεκτικότητα στεροειδών που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται. Μια όχι συχνή αλλά σοβαρή συσχέτιση υπάρχει μεταξύ της ανάπτυξης καλοηθών ηπατικών όγκων (ηπατοκυτταρικό αδένωμα ή αιμαγγείωμα) και της χρήσης αντισυλληπτικών δισκίων. Ο κίνδυνος είναι ελάχιστος 1,2 ανά 1.200.000 γυναίκες. Παρά ταύτα τα αντισυλληπτικά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται από γυναίκες με γνωστή οξεία ή χρόνια ηπατική νόσο. Όσο αφορά την σχέση αντισυλληπτικών δισκίων και την ανάπτυξη κακοήθους μελανώματος δεν υπάρχει ουδεμία μελέτη που να αποδεικνύει ότι η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία από τις χρήστριες των αντισυλληπτικών δισκίων σημαίνει την πιθανότητα εμφάνισης μελανώματος. Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που ανοίχθηκε πρόσφατα και μάλιστα από επιστήμονες που δεν έχουν την ανάλογη εμπειρία είναι η σχέση του καρκίνου και των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την βελτίωση της γονιμότητας η γενικότερα αυτών που χρησιμοποιούνται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. ΚατΥ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι στις υπογόνιμες γυναίκες που το πρόβλημα τους εστιάζεται στην ωοθηκική λειτουργία ο κίνδυνος αναπτύξεως καρκίνου των ωοθηκών είναι αυξημένος. Επί πλέον είναι παγκοσμίως διαπιστωμένο ότι η θεραπεία με κιτρική κλομιφαίνη άνω των 12 κύκλων αφ' ενός μεν δεν προσφέρει ουδέν περισσότερον από στατιστικής πλευράς στην αύξηση των πιθανοτήτων γονιμότητας, εφΥ ετέρου συνιστά αυξημένο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου των ωοθηκών και μάλιστα όταν υπάρχει κληρονομικό ιστορικό καρκίνου ωοθήκης.
Όσον αφορά την χορήγηση των γοναδοτροπινών δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα ως προς την εμφάνιση καρκίνου των ωοθηκών για δε τον καρκίνο του μαστού ο σχετικός κίνδυνος αυξάνει μόνον αν η θεραπεία υπερβεί τους εξ κύκλους.
Εν κατακλείδι και έχοντας ο θεράπων ιατρός πάντα κοντά του το Ιπποκρατειο ωφελέειν ή μη βλάπτειν πρέπει να γνωρίζει ότι όλα τα φάρμακα είναι ασφαλή, χρήσιμα και αποτελεσματικά μόνον όταν χορηγούνται μετά φειδούς και μόνο μετά τη λήψη πλήρους ιατρικού ιστορικού, λεπτομερούς φυσικής εξέτασης και απολύτου κα σαφούς ενδείξεως.

 

ΗΟΜΕPAGE